Englishman's Concordance/3

From Wikisource
Jump to navigation Jump to search

Βάαλ (Baal)

[edit]

Romans 11:4

KJV: But what saith the answer of God unto him I have reserved to myself seven thousand men who have not bowed the knee to Baal
GK: αλλά τι λέγει αυτώ ο χρηματισμός κατέλιπον εμαυτώ επτακισχιλίους άνδρας οίτινες ουκ έκαμψαν γόνυ τη Βάαλ

Βαβυλών (Babylon)

[edit]

Matthew 1:11

KJV: And Josias begat Jechonias and his brethren about the time they were carried away to Babylon
GK: Ιωσίας δε εγέννησε τον Ιεχονίαν και τους αδελφούς αυτού επί της μετοικεσίας Βαβυλώνος

Matthew 1:12

KJV: And after they were brought to Babylon Jechonias begat Salathiel and Salathiel begat Zorobabel
GK: μετά δε την μετοικεσίαν Βαβυλώνος Ιεχονίας εγέννησε τον Σαλαθιήλ Σαλαθιήλ δε εγέννησε τον Ζοροβάβελ

Matthew 1:17

KJV: So all the generations from Abraham to David fourteen generations and from David until the carrying away into Babylon fourteen generations and from the carrying away into Babylon unto Christ fourteen generations
GK: πάσαι ουν αι γενεαί από Αβραάμ έως Δαβίδ γενεαί δεκατέσσαρες και από Δαβίδ έως της μετοικεσίας Βαβυλώνος γενεαί δεκατέσσαρες και από της μετοικεσίας Βαβυλώνος έως του Χριστού γενεαί δεκατέσσαρες

Acts 7:43

KJV: Yea ye took up the tabernacle of Moloch and the star of your god Remphan figures which ye made to worship them and I will carry you away beyond Babylon
GK: και ανελάβετε την σκηνήν του Μολόχ και το άστρον του θεού υμών Ρεμφάν τους τύπους ους εποιήσατε προσκυνείν αυτοίς και μετοικιώ υμάς επέκεινα Βαβυλώνος

1 Peter 5:13

KJV: The at Babylon elected together with saluteth you and Marcus my son
GK: ασπάζεται υμάς η εν Βαβυλώνι συνεκλεκτή και Μάρκος ο υιός μου

Revelation 14:8

KJV: And there followed another angel saying Babylon is fallen is fallen that great city because she made all nations drink of the wine of the wrath of her fornication
GK: και άλλος άγγελος δεύτερος ηκολούθησε λέγων έπεσεν έπεσε Βαβυλών η μεγάλη εκ του οίνου του θυμού της πορνείας αυτής πεπότικε πάντα τα έθνη

Revelation 16:19

KJV: And the great city was divided into three parts and the cities of the nations fell and great Babylon came in remembrance before God to give unto her the cup of the wine of the fierceness of his wrath
GK: και εγένετο η πόλις η μεγάλη εις τρία μέρη και αι πόλεις των εθνών έπεσον και Βαβυλών η μεγάλη εμνήσθη ενώπιον του θεού δούναι αυτή το ποτήριον του οίνου του θυμού της οργής αυτού

Revelation 17:5

KJV: And upon her forehead a name written MYSTERY BABYLON THE GREAT THE MOTHER OF HARLOTS AND ABOMINATIONS OF THE EARTH
GK: και επί το μέτωπον αυτής όνομα γεγραμμένον μυστήριον Βαβυλών η μεγάλη η μήτηρ των πόρνων και των βδελυγμάτων της γης

Revelation 18:2

KJV: And he cried mightily with a strong voice saying Babylon the great is fallen is fallen and is become the habitation of devils and the hold of every foul spirit and a cage of every unclean and hateful bird
GK: και έκραξεν εν ισχυρά φωνή λέγων έπεσεν έπεσε Βαβυλών η μεγάλη και εγένετο κατοικητήριον δαιμόνων και φυλακή παντός πνεύματος ακαθάρτου και φυλακή παντός ορνέου ακαθάρτου και μεμισημένου

Revelation 18:10

KJV: Standing afar off for the fear of her torment saying Alas alas that great city Babylon that mighty city for in one hour is thy judgment come
GK: από μακρόθεν εστηκότες διά τον φόβον του βασανισμού αυτής λέγοντες ουαί ουαί η πόλις η μεγάλη Βαβυλών η πόλις η ισχυρά ότι εν μιά ώρα ήλθεν η κρίσις σου

Revelation 18:21

KJV: And a mighty angel took up a stone like a great millstone and cast into the sea saying Thus with violence shall that great city Babylon be thrown down and shall be found no more at all
GK: και ήρεν εις άγγελος ισχυρός λίθον ως μύλον μέγαν και έβαλεν εις την θάλασσαν λέγων ούτως ορμήματι βληθήσεται Βαβυλών η μεγάλη πόλις και ου ευρέθη έτι

βαθμός (degree)

[edit]

1 Timothy 3:13

KJV: For they that have used the office of a deacon well purchase to themselves a good degree and great boldness in the faith which is in Christ Jesus
GK: οι γαρ καλώς διακονήσαντες βαθμόν εαυτοίς καλόν περιποιούνται και πολλήν παρρησίαν εν πίστει τη εν χριστώ Ιησού

βάθος (deep(-ness)

[edit]

Matthew 13:5

KJV: Some fell upon stony places where they had not much earth and forthwith they sprung up because they had no deepness of earth
GK: αλλά δε έπεσεν επί τα πετρώδη όπου ουκ είχε γην πολλήν και ευθέως εξανέτειλε διά το μη έχειν βάθος γης

Mark 4:5

KJV: And some fell on stony ground where it had not much earth and immediately it sprang up because it had no depth of earth
GK: άλλο δε έπεσεν επί το πετρώδες όπου ουκ είχε γην πολλήν και ευθέως εξανέτειλε διά το μη έχειν βάθος γης

Luke 5:4

KJV: Now when he had left speaking he said unto Simon Launch out into the deep and let down your nets for a draught
GK: ως δε επαύσατο λαλών είπε προς τον Σίμωνα επανάγαγε εις το βάθος και χαλάσατε τα δίκτυα υμών εις άγραν

Romans 8:39

KJV: Nor height nor depth nor any other creature shall be able to separate us from the love of God which is in Christ Jesus our Lord
GK: ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε τις κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του θεού της εν χριστώ Ιησού τω κυρίω ημών

Romans 11:33

KJV: O the depth of the riches both of the wisdom and knowledge of God how unsearchable his judgments and his ways past finding out
GK: ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως θεού ως ανεξερεύνητα τα κρίματα αυτού και ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού

1 Corinthians 2:10

KJV: But God hath revealed unto us by his Spirit for the Spirit searcheth all things yea the deep things of God
GK: ημίν δε ο θεός απεκάλυψε διά του πνεύματος αυτού το γαρ πνεύμα πάντα ερευνά και τα βάθη του θεού

2 Corinthians 8:2

KJV: How that in a great trial of affliction the abundance of their joy and their deep poverty abounded unto the riches of their liberality
GK: ότι εν πολλή δοκιμή θλίψεως η περισσεία της χαράς αυτών και η κατά βάθους πτωχεία αυτών επερίσσευσεν εις τον πλούτον της απλότητος αυτών

Ephesians 3:18

KJV: May be able to comprehend with all saints what the breadth and length and depth and height
GK: ίνα εξισχύσητε καταλαβέσθαι συν πάσι τοις αγίοις τι το πλάτος και μήκος και βάθος και ύψος

Revelation 2:24

KJV: But unto you I say and unto the rest in Thyatira as many as have not this doctrine and which have not known the depths of Satan as they speak I will put upon you none other burden
GK: υμίν δε λέγω τοις λοιποίς τοις εν Θυατείροις όσοι ουκ έχουσι την διδαχήν ταύτην και οίτινες ουκ έγνωσαν τα βαθεα του σατανά ως λέγουσιν ου βαλώ εφ΄ υμάς άλλο βάρος

βαθύνω (deep)

[edit]

Luke 6:48

KJV: He is like a man which built an house and digged deep and laid the foundation on a rock and when the flood arose the stream beat vehemently upon that house and could not shake it for it was founded upon a rock
GK: όμοιός εστιν ανθρώπω οικοδομούντι οικίαν ος έσκαψε και εβάθυνε και έθηκε θεμέλιον επί την πέτραν πλημμύρας δε γενομένης προσέρρηξεν ο ποταμός τη οικία εκείνη και ουκ ίσχυσε σαλεύσαι αυτήν τεθεμελίωτο γαρ επί την πέτραν

βαθύς (deep)

[edit]

Luke 24:1

KJV: Now upon the first of the week very early in the morning they came unto the sepulchre bringing the spices which they had prepared and certain with them
GK: τη δε μιά των σαββάτων όρθρου βαθέως ήλθον επί το μνήμα φέρουσαι α ητοίμασαν αρώματα και τινες συν αυταίς

John 4:11

KJV: The woman saith unto him Sir thou hast nothing to draw with and the well is deep from whence then hast thou that living water
GK: λέγει αυτώ η γυνή κύριε ούτε άντλημα έχεις και το φρέαρ εστί βαθύ πόθεν ούν έχεις το ύδωρ το ζων

Acts 20:9

KJV: And there sat in a window a certain young man named Eutychus being fallen into a deep sleep and as Paul was long preaching he sunk down with sleep and fell down from the third loft and was taken up dead
GK: καθήμενος δε τις νεανίας ονόματι Εύτυχος επί της θυρίδος καταφερόμενος ύπνω βαθεί διαλεγομένου του Παύλου επί πλείον κατενεχθείς από του ύπνου έπεσεν από του τριστέγου κάτω και ήρθη νεκρός

βαΐον (branch)

[edit]

John 12:13

KJV: Took branches of palm trees and went forth to meet him and cried Hosanna Blessed the King of Israel that cometh in the name of the Lord
GK: έλαβον τα βαϊα των φοινίκων και εξήλθον εις υπάντησιν αυτώ και έκραζον ωσαννά ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι κυρίου ο βασιλεύς του Ισραήλ

Βαλαάμ (Balaam)

[edit]

2 Peter 2:15

KJV: Which have forsaken the right way and are gone astray following the way of Balaam of Bosor who loved the wages of unrighteousness
GK: καταλιπόντες την ευθείαν οδόν επλανήθησαν εξακολουθήσαντες τη οδώ του Βαλαάμ του Βοσόρ ος μισθόν αδικίας ηγάπησεν

Jude 1:11

KJV: Woe unto them for they have gone in the way of Cain and ran greedily after the error of Balaam for reward and perished in the gainsaying of Core
GK: ουαί αυτοίς ότι τη οδώ του Καϊν επορεύθησαν και τη πλάνη του Βαλαάμ μισθού εξεχύθησαν και τη αντιλογία του Κορέ απώλοντο

Revelation 2:14

KJV: But I have a few things against thee because thou hast there them that hold the doctrine of Balaam who taught Balac to cast a stumblingblock before the children of Israel to eat things sacrificed unto idols and to commit fornication
GK: αλλ΄ έχω κατά σου ολίγα ότι έχεις εκεί κρατούντας την διδαχήν Βαλαάμ ος εδίδασκε τον Βαλάκ βαλείν σκάνδαλον ενώπιον των υιών Ισραήλ φαγείν ειδωλόθυτα και πορνεύσαι

Βαλάκ (Balac)

[edit]

Revelation 2:14

KJV: But I have a few things against thee because thou hast there them that hold the doctrine of Balaam who taught Balac to cast a stumblingblock before the children of Israel to eat things sacrificed unto idols and to commit fornication
GK: αλλ΄ έχω κατά σου ολίγα ότι έχεις εκεί κρατούντας την διδαχήν Βαλαάμ ος εδίδασκε τον Βαλάκ βαλείν σκάνδαλον ενώπιον των υιών Ισραήλ φαγείν ειδωλόθυτα και πορνεύσαι

βαλάντιον (bag)

[edit]

Luke 10:4

KJV: Carry neither purse nor scrip nor shoes and salute no man by the way
GK: μη βαστάζετε βαλάντιον μη πήραν μηδέ υποδήματα και μηδένα κατά την οδόν ασπάσησθε

Luke 12:33

KJV: Sell that ye have and give alms provide yourselves bags which wax not old a treasure in the heavens that faileth not where no thief approacheth neither moth corrupteth
GK: πωλήσατε τα υπάρχοντα υμών και δότε ελεημοσύνην ποιήσατε εαυτοίς βαλάντια μη παλαιούμενα θησαυρόν ανέκλειπτον εν τοις ουρανοίς όπου κλέπτης ουκ εγγίζει ουδέ σης διαφθείρει

Luke 22:35

KJV: And he said unto them When I sent you without purse and scrip and shoes lacked ye any thing And they said Nothing
GK: και είπεν αυτοίς ότε απέστειλα υμάς άτερ βαλαντίου και πήρας και υποδημάτων μη τινος υστερήσατε οι δε είπον ουθενός

Luke 22:36

KJV: Then said he unto them But now he that hath a purse let him take and likewise scrip and he that hath no sword let him sell his garment and buy one
GK: είπεν ούν αυτοίς αλλά νυν ο έχων βαλάντιον αράτω ομοίως και πήραν και ο μη έχων πωλήσει το ιμάτιον αυτού και αγοράσει μάχαιραν

βάλλω (arise)

[edit]

Matthew 3:10

KJV: And now also the axe is laid unto the root of the trees therefore every tree which bringeth not forth good fruit is hewn down and cast into the fire
GK: ήδη δε και η αξίνη προς την ρίζαν των δένδρων κείται παν ουν δένδρον μη ποιούν καρπόν καλόν εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται

Matthew 4:6

KJV: And saith unto him If thou be the Son of God cast thyself down for it is written He shall give his angels charge concerning thee and in hands they shall bear thee up lest at any time thou dash thy foot against a stone
GK: και λέγει αυτώ ει υιός ει του θεού βάλε σεαυτόν κάτω γέγραπται γαρ ότι τοις αγγέλοις αυτού εντελείται περί σου και επί χειρών αρούσί σε μήποτε προσκόψης προς λίθον τον πόδα σου

Matthew 4:18

KJV: And Jesus walking by the sea of Galilee saw two brethren Simon called Peter and Andrew his brother casting a net into the sea for they were fishers
GK: περιπατών δε ο Ιησούς παρά την θάλασσαν της Γαλιλαίας είδε δυο αδελφούς Σίμωνα τον λεγόμενον Πέτρον και Ανδρέαν τον αδελφόν αυτού βάλλοντας αμφίβληστρον εις την θάλασσαν ήσαν γαρ αλιείς

Matthew 5:13

KJV: Ye are the salt of the earth but if the salt have lost his savour wherewith shall it be salted it is thenceforth good for nothing but to be cast out and to be trodden under foot of men
GK: υμείς εστέ το άλας της γης εάν δε το άλας μωρανθή εν τίνι αλισθήσεται εις ουδέν ισχύει έτι ει βληθήναι έξω και καταπατείσθαι υπό των ανθρώπων

Matthew 5:25

KJV: Agree with thine adversary quickly whiles thou art in the way with him lest at any time the adversary deliver thee to the judge and the judge deliver thee to the officer and thou be cast into prison
GK: ίσθι ευνοών τω αντιδίκω σου ταχύ έως ότου ει εν τη οδώ μετ΄ αυτού μήποτέ σε παραδώ ο αντίδικος τω κριτή και ο κριτής σε παραδώ τω υπηρέτη και εις φυλακήν βληθήση

Matthew 5:29

KJV: And if thy right eye offend thee pluck it out and cast from thee for it is profitable for thee that one of thy members should perish and not thy whole body should be cast into hell
GK: ει δε ο οφθαλμός σου ο δεξιός σκανδαλίζει σε έξελε αυτόν και βάλε από σου συμφέρει γαρ σοι ίνα απόληται εν των μελών σου και μη όλον το σώμά σου βληθή εις γέενναν

Matthew 5:30

KJV: And if thy right hand offend thee cut it off and cast from thee for it is profitable for thee that one of thy members should perish and not thy whole body should be cast into hell
GK: και ει η δεξιά σου χείρ σκανδαλίζει σε έκκοψον αυτήν και βάλε από σου συμφέρει γαρ σοι ίνα απόληται εν των μελών σου και μη όλον το σώμά σου βληθή εις γέενναν

Matthew 6:30

KJV: Wherefore if God so clothe the grass of the field which to day is and to morrow is cast into the oven not much more you O ye of little faith
GK: ει δε τον χόρτον του αγρού σήμερον όντα και αύριον εις κλίβανον βαλλόμενον ο θεός ούτως αμφιέννυσιν ου πολλώ μάλλον υμάς ολιγόπιστοι

Matthew 7:6

KJV: Give not that which is holy unto the dogs neither cast ye your pearls before swine lest they trample them under their feet and turn again and rend you
GK: μη δώτε το άγιον τοις κυσί μηδέ βάλητε τους μαργαρίτας υμων έμπροσθεν των χοίρων μήποτε καταπατήσωσιν αυτούς εν τοις ποσίν αυτών και στραφέντες ρήξωσιν υμάς

Matthew 7:19

KJV: Every tree that bringeth not forth good fruit is hewn down and cast into the fire
GK: παν δένδρων μη ποιούν καρπόν καλόν εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται

Matthew 8:6

KJV: And saying Lord my servant lieth at home sick of the palsy grievously tormented
GK: και λέγων κύριε ο παις μου βέβληται εν τη οικία παραλυτικός δεινώς βασανιζόμενος

Matthew 8:14

KJV: And when Jesus was come into Peter’s house he saw his wife’s mother laid and sick of a fever
GK: και ελθών ο Ιησούς εις την οικίαν Πέτρου είδε την πενθεράν αυτού βεβλημένην και πυρέσσσουσαν

Matthew 9:2

KJV: And behold they brought to him a man sick of the palsy lying on a bed and Jesus seeing their faith said unto the sick of the palsy Son be of good cheer thy sins be forgiven thee
GK: και ιδού προσέφερον αυτώ παραλυτικόν επί κλίνης βεβλημένον και ιδών ο Ιησούς την πίστιν αυτών είπε τω παραλυτικώ θάρσει τέκνον αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου

Matthew 9:17

KJV: Neither do men put new wine into old bottles else the bottles break and the wine runneth out and the bottles perish but they put new wine into new bottles and both are preserved
GK: ουδέ βάλλουσιν οίνον νέον εις ασκούς παλαιούς ει ρήγνυνται οι ασκοί και ο οίνος εκχείται και οι ασκοί απολούνται αλλά βάλλουσιν οίνον νέον εις ασκούς καινούς και αμφότερα συντηρούνται

Matthew 10:34

KJV: Think not that I am come to send peace on earth I came not to send peace but a sword
GK: μη νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γην ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην αλλά μάχαιραν

Matthew 13:42

KJV: And shall cast them into a furnace of fire there shall be wailing and gnashing of teeth
GK: και βαλούσιν αυτούς εις την κάμινον του πυρός εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων

Matthew 13:47

KJV: Again the kingdom of heaven is like unto a net that was cast into the sea and gathered of every kind
GK: πάλιν ομοία εστίν η βασιλεία των ουρανών σαγήνη βληθείση εις την θάλασσαν και εκ παντός γένους συναγαγούση

Matthew 13:48

KJV: Which when it was full they drew to shore and sat down and gathered the good into vessels but cast the bad away
GK: ην ότε επληρώθη αναβιβάσαντες επί τον αιγιαλόν και καθίσαντες συνέλεξαν τα καλά εις αγγεία τα δε σαπρά έξω έβαλον

Matthew 13:50

KJV: And shall cast them into the furnace of fire there shall be wailing and gnashing of teeth
GK: και βαλούσιν αυτούς εις την κάμινον του πυρός εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων

Matthew 15:26

KJV: But he answered and said It is not meet to take the children’s bread and to cast to dogs
GK: ο δε αποκριθείς είπεν ουκ έστι καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων και βαλείν τοις κυναρίοις

Matthew 17:27

KJV: Notwithstanding lest we should offend them go thou to the sea and cast an hook and take up the fish that first cometh up and when thou hast opened his mouth thou shalt find a piece of money that take and give unto them for me and thee
GK: ίνα δε μη σκανδαλίσωμεν αυτούς πορευθείς εις την θάλασσαν βάλε άγκιστρον και τον αναβαίνοντα πρώτον ιχθύν άρον και ανοίξας το στόμα αυτού ευρήσεις στατήρα εκείνον λαβών δος αυτοίς αντί εμού και σου

Matthew 18:8

KJV: Wherefore if thy hand or thy foot offend thee cut them off and cast from thee it is better for thee to enter into life halt or maimed rather than having two hands or two feet to be cast into everlasting fire
GK: ει δε η χειρ σου η ο πους σου σκανδαλίζει σε έκκοψον αυτά και βάλε από σου καλόν σοι εστίν εισελθείν εις την ζωήν χωλόν η κυλλόν η δύο χείρας η δύο πόδας έχοντα βληθήναι εις το πυρ το αιώνιον

Matthew 18:9

KJV: And if thine eye offend thee pluck it out and cast from thee it is better for thee to enter into life with one eye rather than having two eyes to be cast into hell fire
GK: και ει ο οφθαλμός σου σκανδαλίζει σε έξελε αυτόν και βάλε από σου καλόν σοι εστι μονόφθαλμον εις την ζωήν εισελθείν η δύο οφθαλμούς έχοντα βληθήναι εις την γέενναν του πυρός

Matthew 18:30

KJV: And he would not but went and cast him into prison till he should pay the debt
GK: ο δε ουκ ήθελεν αλλά απελθών έβαλεν αυτόν εις φυλακήν εώς ου αποδώ το οφειλόμενον

Matthew 21:21

KJV: Jesus answered and said unto them Verily I say unto you If ye have faith and doubt not ye shall not only do this to the fig tree but also if ye shall say unto this mountain Be thou removed and be thou cast into the sea it shall be done
GK: αποκριθείς δε ο Ιησούς είπεν αυτοίς αμήν λέγω υμίν εάν έχητε πίστιν και μη διακριθήτε ου μόνον το της συκής ποιήσετε αλλά καν τω όρει τούτω είπητε άρθητι και βλήθητι εις την θάλασσαν γενήσεται

Matthew 25:27

KJV: Thou oughtest therefore to have put my money to the exchangers and at my coming I should have received mine own with usury
GK: έδει ουν σε βαλείν το αργύριόν μου τοις τραπεζίταις και ελθών εγω εκομισάμην αν το εμόν συν τόκω

Matthew 26:12

KJV: For in that she hath poured this ointment on my body she did for my burial
GK: βαλούσα γαρ αύτη το μύρον τούτο επί του σώματός μου προς το ενταφιάσαι με εποίησεν

Matthew 27:6

KJV: And the chief priests took the silver pieces and said It is not lawful for to put them into the treasury because it is the price of blood
GK: οι δε αρχιερείς λαβόντες τα αργύρια είπον ουκ έξεστι βαλείν αυτά εις τον κορβανάν επεί τιμή αίματός εστι

Matthew 27:35

KJV: And they crucified him and parted his garments casting lots that it might be fulfilled which was spoken by the prophet They parted my garments among them and upon my vesture did they cast lots
GK: σταυρώσαντες δε αυτόν διεμερίσαντο τα ιμάτια αυτού βάλλοντες κλήρον ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του προφήτου διεμερίσαντο τα ιμάτία μου εαυτοίς και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον

Mark 1:16

KJV: Now as he walked by the sea of Galilee he saw Simon and Andrew his brother casting a net into the sea for they were fishers
GK: περιπατών δε παρά την θάλασσαν της Γαλιλαίας είδε Σίμωνα και Ανδρέαν τον αδελφόν αυτού βάλλοντας αμφίβληστρον εν τη θαλάσση ήσαν γαρ αλιείς

βαπτίζω (Baptist)

[edit]

Matthew 3:6

KJV: And were baptized of him in Jordan confessing their sins
GK: και εβαπτίζοντο εν τω Ιορδάνη υπ΄ αυτού εξομολογούμενοι τας αμαρτίας αυτων

Matthew 3:11

KJV: I indeed baptize you with water unto repentance but he that cometh after me is mightier than I whose shoes I am not worthy to bear he shall baptize you with the Holy Ghost and fire
GK: εγώ μεν βαπτίζω υμάς εν ύδατι εις μετάνοιαν ο δε οπίσω μου ερχόμενος ισχυρότερός μου εστίν ου ουκ ειμί ικανός τα υποδήματα βαστάσαι αυτός υμάς βαπτίσει εν πνεύματι αγίω και πυρί

Matthew 3:13

KJV: Then cometh Jesus from Galilee to Jordan unto John to be baptized of him
GK: τοτε παραγίνεται ο Ιησούς από της Γαλιλαίας επί τον Ιορδάνην προς τον Ιωάννη του βαπτισθήναι υπ΄ αυτού

Matthew 3:14

KJV: But John forbad him saying I have need to be baptized of thee and comest thou to me
GK: ο δε Ιωάννης διεκώλυεν αυτόν λέγων εγώ χρείαν έχω υπό σου βαπτισθήναι και συ έρχη πρός με

Matthew 3:16

KJV: And Jesus when he was baptized went up straightway out of the water and lo the heavens were opened unto him and he saw the Spirit of God descending like a dove and lighting upon him
GK: και βαπτισθείς ο Ιησούς ανέβη ευθύς από του ύδατος και ιδού ανεώχθησαν αυτώ οι ουρανοί και είδε το πνεύμα του θεού καταβαίνον ωσεί περιστεράν και ερχόμενον επ΄ αυτόν

Matthew 20:22

KJV: But Jesus answered and said Ye know not what ye ask Are ye able to drink of the cup that I shall drink of and to be baptized with the baptism that I am baptized with They say unto him We are able
GK: αποκρίθεις δε ο Ιησούς είπεν ουκ οίδατε τι αιτείσθε δύνασθε πιείν το ποτήριον ο εγώ μέλλω πίνειν και το βάπτισμα ο εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήναι λέγουσιν αυτώ δυνάμεθα

Matthew 20:23

KJV: And he saith unto them Ye shall drink indeed of my cup and be baptized with the baptism that I am baptized with but to sit on my right hand and on my left is not mine to give but for whom it is prepared of my Father
GK: και λέγει αυτοίς το μεν ποτήριόν μου πίεσθε και το βάπτισμα ο εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε το δε καθίσαι εκ δεξιών μου και εξ ευωνύμων μου ουκ έστιν εμόν δούναι αλλ΄ οις ητοίμασται υπο του πατρός μου

Matthew 28:19

KJV: Go ye therefore and teach all nations baptizing them in the name of the Father and of the Son and of the Holy Ghost
GK: πορευθέντες ουν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του πατρός και του υιού και του αγίου πνεύματος

Mark 1:4

KJV: John did baptize in the wilderness and preach the baptism of repentance for the remission of sins
GK: εγένετο Ιωάννης βαπτίζων εν τη ερήμω και κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών

Mark 1:5

KJV: And there went out unto him all the land of Judæa and they of Jerusalem and were all baptized of him in the river of Jordan confessing their sins
GK: και εξεπορεύετο προς αυτόν πάσα η Ιουδαία χώρα και οι Ιεροσολυμίται και εβαπτίζοντο πάντες εν τω Ιορδάνη ποταμώ υπ΄ αυτού εξομολογούμενοι τας αμαρτίας αυτών

Mark 1:8

KJV: I indeed have baptized you with water but he shall baptize you with the Holy Ghost
GK: εγώ μεν εβάπτισα υμάς εν ύδατι αυτός δε βαπτίσει υμάς εν πνεύματι αγίω

Mark 1:9

KJV: And it came to pass in those days Jesus came from Nazareth of Galilee and was baptized of John in Jordan
GK: και εγένετο εν εκείναις ταις ημέραις ήλθεν Ιησούς από Ναζαρέθ της Γαλιλαίας και εβαπτίσθη υπό Ιωάννου εις τον Ιορδάνην

Mark 6:14

KJV: And king Herod heard for his name was spread abroad and he said That John the Baptist was risen from the dead and therefore mighty works do shew forth themselves in him
GK: και ήκουσεν ο βασιλεύς Ηρώδης φανερόν γαρ εγένετο το όνομα αύτου και έλεγεν ότι Ιωάννης ο βαπτίζων εκ νεκρών ηγέρθη και διά τούτο ενεργούσιν αι δυνάμεις εν αυτώ

Mark 7:4

KJV: And from the market except they wash they eat not And many other things there be which they have received to hold the washing of cups and pots brasen vessels and of tables
GK: και από αγοράς εάν μη βαπτίσωνται ουκ εσθίουσι και άλλα πολλά εστιν α παρέλαβον κρατείν βαπτισμούς ποτηρίων και ξεστών και χαλκίων και κλινών

Mark 10:38

KJV: But Jesus said unto them Ye know not what ye ask can ye drink of the cup that I drink of and be baptized with the baptism that I am baptized with
GK: ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς ουκ οίδατε τι αιτείσθε δύνασθε πιείν το ποτήριον ο εγώ πίνω και το βάπτισμα ο εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήναι

Mark 10:39

KJV: And they said unto him We can And Jesus said unto them Ye shall indeed drink of the cup that I drink of and with the baptism that I am baptized withal shall ye be baptized
GK: οι δε είπον αυτώ δυνάμεθα ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς το μεν ποτήριον ο εγώ πίνω πίεσθε και το βάπτισμα ο εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε

Mark 16:16

KJV: He that believeth and is baptized shall be saved but he that believeth not shall be damned
GK: ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται ο δε απιστήσας κατακριθήσεται

Luke 3:7

KJV: Then said he to the multitude that came forth to be baptized of him O generation of vipers who hath warned you to flee from the wrath to come
GK: έλεγεν ούν τοις εκπορευομένοις όχλοις βαπτισθήναι υπ΄ αυτού γεννήματα εχιδνών τις υπέδειξεν υμίν φυγείν από της μελλούσης οργής

Luke 3:12

KJV: Then came also publicans to be baptized and said unto him Master what shall we do
GK: ήλθον δε και τελώναι βαπτισθήναι και είπον προς αυτόν διδάσκαλε τι ποιήσομεν

Luke 3:16

KJV: John answered saying unto all I indeed baptize you with water but one mightier than I cometh the latchet of whose shoes I am not worthy to unloose he shall baptize you with the Holy Ghost and with fire
GK: απεκρίνατο ο Ιωάννης άπασι λέγων εγώ μεν ύδατι βαπτίζω υμάς έρχεται δε ο ισχυρότερός μου ου ουκ ειμί ικανός λύσαι τον ιμάντα των υποδημάτων αυτού αυτός υμάς βαπτίσει εν πνεύματι αγίω και πυρί

Luke 3:21

KJV: Now when all the people were baptized it came to pass that Jesus also being baptized and praying the heaven was opened
GK: εγένετο δε εν τω βαπτισθήναι άπαντα τον λαόν και Ιησού βαπτισθέντος και προσευχομένου ανεωχθήναι τον ουρανόν

Luke 7:29

KJV: And all the people that heard and the publicans justified God being baptized with the baptism of John
GK: και πας ο λαός ακούσας και οι τελώναι εδικαίωσαν τον θεόν βαπτισθέντες το βάπτισμα Ιωάννου

Luke 7:30

KJV: But the Pharisees and lawyers rejected the counsel of God against themselves being not baptized of him
GK: οι δε Φαρισαίοι και οι νομικοί την βουλήν του θεού ηθέτησαν εις εαυτούς μη βαπτισθέντες υπ΄ αυτού

Luke 11:38

KJV: And when the Pharisee saw he marvelled that he had not first washed before dinner
GK: ο δε Φαρισαίος ιδών εθαύμασεν ότι ου πρώτον εβαπτίσθη προ του αρίστου

Luke 12:50

KJV: But I have a baptism to be baptized with and how am I straitened till it be accomplished
GK: βάπτισμα δε έχω βαπτισθήναι και πως συνέχομαι έως ου τελεσθή

John 1:25

KJV: And they asked him and said unto him Why baptizest thou then if thou be not that Christ nor Elias neither that prophet
GK: και ηρώτησαν αυτόν και είπον αυτώ τι ούν βαπτίζεις ει συ ουκ ει ο Χριστός ούτε Ηλίας ούτε ο προφήτης

John 1:26

KJV: John answered them saying I baptize with water but there standeth among you whom ye know not
GK: απεκρίθη αυτοίς ο Ιωάννης λέγων εγώ βαπτίζω εν ύδατι μέσος δε υμών έστηκεν ον υμείς ουκ οίδατε

John 1:28

KJV: These things were done in Bethabara beyond Jordan where John was baptizing
GK: ταύτα εν Βηθανία εγένετο πέραν του Ιορδάνου όπου ην Ιωάννης βαπτίζων

John 1:31

KJV: And I knew him not but that he should be made manifest to Israel therefore am I come baptizing with water
GK: καγώ ουκ ήδειν αυτόν αλλ΄ ίνα φανερωθή τω Ισραήλ διά τούτο ήλθον εγώ εν τω ύδατι βαπτίζων

John 1:33

KJV: And I knew him not but he that sent me to baptize with water the same said unto me Upon whom thou shalt see the Spirit descending and remaining on him the same is he which baptizeth with the Holy Ghost
GK: καγώ ουκ ήδειν αυτόν αλλ΄ ο πέμψας με βαπτίζειν εν ύδατι εκείνός μοι είπεν εφ΄ ον αν ίδης το πνεύμα καταβαίνον και μένον επ΄ αυτόν ούτός εστιν ο βαπτίζων εν πνεύματι αγίω

βάπτισμα (baptism)

[edit]

Matthew 3:7

KJV: But when he saw many of the Pharisees and Sadducees come to his baptism he said unto them O generation of vipers who hath warned you to flee from the wrath to come
GK: ιδών δε πολλούς των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων ερχομένους επί το βάπτισμα αυτού είπεν αυτοίς γεννήματα εχιδνών τις υπέδειξεν υμίν φυγείν από της μελλούσης οργής

Matthew 20:22

KJV: But Jesus answered and said Ye know not what ye ask Are ye able to drink of the cup that I shall drink of and to be baptized with the baptism that I am baptized with They say unto him We are able
GK: αποκρίθεις δε ο Ιησούς είπεν ουκ οίδατε τι αιτείσθε δύνασθε πιείν το ποτήριον ο εγώ μέλλω πίνειν και το βάπτισμα ο εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήναι λέγουσιν αυτώ δυνάμεθα

Matthew 20:23

KJV: And he saith unto them Ye shall drink indeed of my cup and be baptized with the baptism that I am baptized with but to sit on my right hand and on my left is not mine to give but for whom it is prepared of my Father
GK: και λέγει αυτοίς το μεν ποτήριόν μου πίεσθε και το βάπτισμα ο εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε το δε καθίσαι εκ δεξιών μου και εξ ευωνύμων μου ουκ έστιν εμόν δούναι αλλ΄ οις ητοίμασται υπο του πατρός μου

Matthew 21:25

KJV: The baptism of John whence was it from heaven or of men And they reasoned with themselves saying If we shall say From heaven he will say unto us Why did ye not then believe him
GK: το βάπτισμα Ιωάννου πόθεν ην εξ ουρανού η εξ ανθρώπων οι δε διελογίζοντο παρ΄ εαυτοίς λέγοντες εάν είπωμεν εξ ουρανού ερεί ημίν διάτι ουν ουκ επιστεύσατε αυτώ

Mark 1:4

KJV: John did baptize in the wilderness and preach the baptism of repentance for the remission of sins
GK: εγένετο Ιωάννης βαπτίζων εν τη ερήμω και κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών

Mark 10:38

KJV: But Jesus said unto them Ye know not what ye ask can ye drink of the cup that I drink of and be baptized with the baptism that I am baptized with
GK: ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς ουκ οίδατε τι αιτείσθε δύνασθε πιείν το ποτήριον ο εγώ πίνω και το βάπτισμα ο εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήναι

Mark 10:39

KJV: And they said unto him We can And Jesus said unto them Ye shall indeed drink of the cup that I drink of and with the baptism that I am baptized withal shall ye be baptized
GK: οι δε είπον αυτώ δυνάμεθα ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς το μεν ποτήριον ο εγώ πίνω πίεσθε και το βάπτισμα ο εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε

Mark 11:30

KJV: The baptism of John was from heaven or of men answer me
GK: το βάπτισμα Ιωάννου εξ ουρανού ην η εξ ανθρώπων αποκρίθητέ μοι

Luke 3:3

KJV: And he came into all the country about Jordan preaching the baptism of repentance for the remission of sins
GK: και ήλθεν εις πάσαν την περίχωρον του Ιορδάνου κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών

Luke 7:29

KJV: And all the people that heard and the publicans justified God being baptized with the baptism of John
GK: και πας ο λαός ακούσας και οι τελώναι εδικαίωσαν τον θεόν βαπτισθέντες το βάπτισμα Ιωάννου

Luke 12:50

KJV: But I have a baptism to be baptized with and how am I straitened till it be accomplished
GK: βάπτισμα δε έχω βαπτισθήναι και πως συνέχομαι έως ου τελεσθή

Luke 20:4

KJV: The baptism of John was it from heaven or of men
GK: το βάπτισμα Ιωάννου εξ ουρανού ην η εξ ανθρώπων

Acts 1:22

KJV: Beginning from the baptism of John unto that same day that he was taken up from us must one be ordained to be a witness with us of his resurrection
GK: αρξάμενος από του βαπτίσματος Ιωάννου έως της ημέρας ης ανελήφθη αφ΄ ημών μάρτυρα της αναστάσεως αυτού γενέσθαι συν ημίν ένα τούτων

Acts 10:37

KJV: That word ye know which was published throughout all Judæa and began from Galilee after the baptism which John preached
GK: υμείς οίδατε το γενόμενον ρήμα καθ΄ όλης της Ιουδαίας αρξάμενον από της Γαλιλαίας μετά το βάπτισμα ο εκήρυξεν Ιωάννης

Acts 13:24

KJV: When John had first preached before his coming the baptism of repentance to all the people of Israel
GK: προκηρύξαντος Ιωάννου προ προσώπου της εισόδου αυτού βάπτισμα μετανοίας παντί τω λαώ του Ισραήλ

Acts 18:25

KJV: This man was instructed in the way of the Lord and being fervent in the spirit he spake and taught diligently the things of the Lord knowing only the baptism of John
GK: ούτος ην κατηχημένος την οδόν του κυρίου και ζέων τω πνεύματι ελάλει και εδίδασκεν ακριβώς τα περί του κυρίου επιστάμενος μόνον το βάπτισμα Ιωάννου

Acts 19:3

KJV: And he said unto them Unto what then were ye baptized And they said Unto John’s baptism
GK: είπέ τε προς αυτούς εις τι ούν εβαπτίσθητε οι δε είπον εις το Ιωάννου βάπτισμα

Acts 19:4

KJV: Then said Paul John verily baptized with the baptism of repentance saying the people that they should believe on him which should come after him that is on Christ Jesus
GK: είπε δε Παύλος Ιωάννης μεν εβάπτισε βάπτισμα μετανοίας τω λαώ λέγων εις τον ερχόμενον μετ΄ αυτόν ίνα πιστεύσωσι τουτ΄ εις τον Ιησούν χριστόν

Romans 6:4

KJV: Therefore we are buried with him by baptism into death that like as Christ was raised up from the dead by the glory of the Father even so we also should walk in newness of life
GK: συνετάφημεν ουν αυτώ διά του βαπτίσματος εις τον θάνατον ίνα ώσπερ ηγέρθη χριστός εκ νεκρών διά της δόξης του πατρός ούτως και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν

Ephesians 4:5

KJV: One Lord one faith one baptism
GK: εις κύριος μία πίστις εν βάπτισμα

Colossians 2:12

KJV: Buried with him in baptism where in also ye are risen with through the faith of the operation of God who hath raised him from the dead
GK: συνταφέντες αυτώ εν τω βαπτίσματι εν ω και συνηγέρθητε διά της πίστεως της ενεργείας του θεού του εγείραντος αυτόν εκ των νεκρών

1 Peter 3:21

KJV: The like figure whereunto baptism doth also now save us not the putting away of the filth of the flesh but the answer of a good conscience toward God by the resurrection of Jesus Christ
GK: ο και ημάς αντίτυπον νυν σώζει βάπτισμα ου σαρκός απόθεσις ρύπου αλλά συνειδήσεως αγαθής επερώτημα εις θεόν δι΄ αναστάσεως Ιησού χριστού

βαπτισμός (baptism)

[edit]

Mark 7:4

KJV: And from the market except they wash they eat not And many other things there be which they have received to hold the washing of cups and pots brasen vessels and of tables
GK: και από αγοράς εάν μη βαπτίσωνται ουκ εσθίουσι και άλλα πολλά εστιν α παρέλαβον κρατείν βαπτισμούς ποτηρίων και ξεστών και χαλκίων και κλινών

Mark 7:8

KJV: For laying aside the commandment of God ye hold the tradition of men the washing of pots and cups and many other such like things ye do
GK: αφέντες γαρ την εντολήν του θεού κρατείτε την παράδοσιν των ανθρώπων βαπτισμούς ξεστών και ποτηρίων και άλλα παρόμοια τοιαύτα πολλά ποιείτε

Hebrews 6:2

KJV: Of the doctrine of baptisms and of laying on of hands and of resurrection of the dead and of eternal judgment
GK: βαπτισμών διδαχής επιθέσεως τε χειρών αναστάσεως τε νεκρών και κρίματος αιωνίου

Hebrews 9:10

KJV: only in meats and drinks and divers washings and carnal ordinances imposed until the time of reformation
GK: μόνον επί βρώμασι και πόμασι και διαφόροις βαπτισμοίς και δικαιώμασι σαρκός μέχρι καιρού διορθώσεως επικείμενα

βαπτιστής (Baptist)

[edit]

Matthew 3:1

KJV: In those days came John the Baptist preaching in the wilderness of Judaea
GK: εν δε ταις ημέραις εκείναις παραγίνεται Ιωάννης ο Βαπτιστής κηρύσσων εν τη ερήμω της Ιουδαίας

Matthew 11:11

KJV: Verily I say unto you Among them that are born of women there hath not risen a greater than John the Baptist notwithstanding he that is least in the kingdom of heaven is greater than he
GK: αμήν λέγω υμίν ουκ εγήγερται εν γεννητοίς γυναικών μείζων Ιωάννου του βαπτιστού ο δε μικρότερος εν τη βασιλεία των ουρανών μείζων αυτού εστιν

Matthew 11:12

KJV: And from the days of John the Baptist until now the kingdom of heaven suffereth violence and the violent take it by force
GK: από δε των ημερών Ιωάννου του βαπτιστού έως άρτι η βασιλεία των ουρανών βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν

Matthew 14:2

KJV: And said unto his servants This is John the Baptist he is risen from the dead and therefore mighty works do shew forth themselves in him
GK: και είπε τοις παισίν αυτού ούτός εστιν Ιωάννης ο βαπτιστής αυτός ηγέρθη από των νεκρών και διά τούτο αι δυνάμεις ενεργούσιν εν αυτώ

Matthew 14:8

KJV: And she, being before instructed of her mother said Give me here John Baptist’s head in a charger
GK: η δε προβιβασθείσα υπό της μητρός αυτής δος μοι φησίν ώδε επί πίνακι την κεφαλήν Ιωάννου του βαπτιστού

Matthew 16:14

KJV: And they said Some John the Baptist some Elias and others Jeremias or one of the prophets
GK: οι δε είπον οι μεν Ιωάννην τον βαπτιστήν άλλοι δε Ηλίαν έτεροι δε Ιερεμίαν η ένα των προφητών

Matthew 17:13

KJV: Then the disciples understood that he spake unto them of John the Baptist
GK: τότε συνήκαν οι μαθηταί ότι περί Ιωάννου του βαπτιστού είπεν αυτοίς

Mark 6:24

KJV: And she went forth and said unto her mother What shall I ask And she said The head of John the Baptist
GK: η δε εξελθούσα είπε τη μητρί αυτής τι αιτήσομαι η δε είπε την κεφαλήν Ιωάννου του βαπτιστού

Mark 6:25

KJV: And she came in straightway with haste unto the king and asked saying I will that thou give me by and by in a charger the head of John the Baptist
GK: και εισελθούσα ευθέως μετά σπουδής προς τον βασιλέα ητήσατο λέγουσα θέλω ίνα μοι δως εξαυτής επί πίνακι την κεφαλήν Ιωάννου του βαπτιστού

Mark 8:28

KJV: And they answered John the Baptist but some Elias and others One of the prophets
GK: οι δε απεκρίθησαν Ιωάννην τον βαπτιστήν και άλλοι Ηλίαν άλλοι δε ένα των προφητών

Luke 7:20

KJV: When the men were come unto him they said John Baptist hath sent us unto thee saying Art thou he that should come or look we for another
GK: παραγενόμενοι δε προς αυτόν οι άνδρες είπον Ιωάννης ο βαπτιστής απέσταλκεν ημάς προς σε λέγων συ ει ο ερχόμενος η άλλον προσδοκώμεν

Luke 7:28

KJV: For I say unto you Among those that are born of women there is not a greater prophet than John the Baptist but he that is least in the kingdom of God is greater than he
GK: λέγω γαρ υμίν μείζων εν γεννητοίς γυναικών προφήτης Ιωάννου του βαπτιστού ουδείς εστιν ο δε μικρότερος εν τη βασιλεία του θεού μείζων αυτού εστι

Luke 7:33

KJV: For John the Baptist came neither eating bread nor drinking wine and ye say He hath a devil
GK: ελήλυθε γαρ Ιωάννης ο βαπτιστής μήτε άρτον εσθίων μήτε οίνον πίνων και λέγετε δαιμόνιον έχει

Luke 9:19

KJV: They answering said John the Baptist but some Elias and others that one of the old prophets is risen again
GK: οι δε αποκριθέντες είπον Ιωάννην τον βαπτιστήν άλλοι δε Ηλίαν άλλοι δε ότι προφήτης τις των αρχαίων ανέστη

βάπτω (dip)

[edit]

Luke 16:24

KJV: And he cried and said Father Abraham have mercy on me and send Lazarus that he may dip the tip of his finger in water and cool my tongue for I am tormented in this flame
GK: και αυτός φωνήσας είπε πάτερ Αβραάμ ελέησόν με και πέμψον Λάζαρον ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος και καταψύχη την γλώσσάν μου ότι οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη

John 13:26

KJV: Jesus answered He it is to whom I shall give a sop when I have dipped And when he had dipped the sop he gave to Judas Iscariot of Simon
GK: αποκρίνεται ο Ιησούς εκείνός εστιν ω εγώ βάψας το ψωμίον επιδώσω και εμβάψας το ψωμίον δίδωσιν Ιούδα Σίμωνος Ισκαριώτη

Revelation 19:13

KJV: And he clothed with a vesture dipped in blood and his name is called The Word of God
GK: και περιβεβλημένος ιμάτιον βεβαμμένον αίματι και καλείται το όνομα αυτού ο λόγος του θεού

Βαραββᾶς (Barabbas)

[edit]

Matthew 27:16

KJV: And they had then a notable prisoner called Barabbas
GK: είχον δε τότε δέσμιον επίσημον λεγόμενον Βαραββάν

Matthew 27:17

KJV: Therefore when they were gathered together Pilate said unto them Whom will ye that I release unto you Barabbas or Jesus which is called Christ
GK: συνηγμένων ουν αυτών είπεν αυτοίς ο Πιλάτος τίνα θέλετε απολύσω υμίν Βαραββάν η Ιησούν τον λεγόμενον Χριστόν

Matthew 27:20

KJV: But the chief priests and elders persuaded the multitude that they should ask Barabbas and destroy Jesus
GK: οι δε αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι έπεισαν τους όχλους ίνα αιτήσωνται τον Βαραββάν τον δε Ιησούν απολέσωσιν

Matthew 27:21

KJV: The governor answered and said unto them Whether of the twain will ye that I release unto you They said Barabbas
GK: αποκριθείς δε ο ηγεμών είπεν αυτοίς τίνα θέλετε από των δύο απολύσω υμίν οι δε είπον Βαραββάν

Matthew 27:26

KJV: Then released he Barabbas unto them and when he had scourged Jesus he delivered to be crucified
GK: τότε απέλυσεν αυτοίς τον Βαραββάν τον δε Ιησούν φραγελλώσας παρέδωκεν ίνα σταυρωθή

Mark 15:7

KJV: And there was named Barabbas bound with them that had made insurrection with him who had committed murder in the insurrection
GK: ην δε ο λεγόμενος Βαραββάς μετά των συστασιαστών δεδεμένος οίτινες εν τη στάσει φόνον πεποιήκεισαν

Mark 15:11

KJV: But the chief priests moved the people that he should rather release Barabbas unto them
GK: οι δε αρχιερείς ανέσεισαν τον όχλον ίνα μάλλον τον Βαραββάν απολύση αυτοίς

Mark 15:15

KJV: And Pilate willing to content the people released Barabbas unto them and delivered Jesus when he had scourged to be crucified
GK: ο δε Πιλάτος βουλόμενος τω όχλω το ικανόν ποιήσαι απέλυσεν αυτοίς τον Βαραββάν και παρέδωκε τον Ιησούν φραγελλώσας ίνα σταυρωθή

Luke 23:18

KJV: And they cried out all at once saying Away with this and release unto us Barabbas
GK: ανέκραξαν δε παμπληθεί λέγοντες αίρε τούτον απόλυσον δε ημίν τον Βαραββάν

John 18:40

KJV: Then cried they all again saying Not this man but Barabbas Now Barabbas was a robber
GK: εκραύγασαν ούν πάλιν πάντες λέγοντες μη τούτον αλλά τον Βαραββάν ην δε ο Βαραββάς ληστής

Βαράκ (Barak)

[edit]

Hebrews 11:32

KJV: And what shall I more say for the time would fail me to tell of Gedeon and Barak and Samson and Jephthae David also and Samuel and the prophets
GK: και τι έτι λέγω επιλείψει γαρ με διηγούμενον ο χρόνος περί Γεδεών Βαράκ τε και Σαμψών και Ιεφθάε Δαβίδ τε και Σαμουήλ και των προφητών

Βαραχίας (Barachias)

[edit]

Matthew 23:35

KJV: That upon you may come all the righteous blood shed upon the earth from the blood of righteous Abel unto the blood of Zacharias son of Barachias whom ye slew between the temple and the altar
GK: όπως έλθη εφ΄ υμάς παν αίμα δίκαιον εκχυνόμενον επί της γης απο του αίματος Αβελ του δικαίου έως του αίματος Ζαχαρίου υιού Βαραχίου ον εφονεύσατε μεταξύ του ναού και του θυσιαστηρίου

βάρβαρος (barbarian(-rous))

[edit]

Acts 28:2

KJV: And the barbarous people shewed us no little kindness for they kindled a fire and received us every one because of the present rain and because of the cold
GK: οι δε βάρβαροι παρείχον ου την τυχούσαν φιλανθρωπίαν ημίν ανάψαντες γαρ πυράν προσελάβοντο πάντας ημάς διά τον υετόν τον εφεστώτα και διά το ψύχος

Acts 28:4

KJV: And when the barbarians saw the beast hang on his hand they said among themselves No doubt this man is a murderer whom though he hath escaped the sea yet vengeance suffereth not to live
GK: ως δε είδον οι βάρβαροι κρεμάμενον το θηρίον εκ της χειρός αυτού έλεγον προς αλλήλους πάντως φονεύς εστιν ο άνθρωπος ούτος ον διασωθέντα εκ της θαλάσσης η δίκη ζην ουκ είασεν

Romans 1:14

KJV: I am debtor both to the Greeks and to the Barbarians both to the wise and to the unwise
GK: Ελλησί τε και βαρβάροις σοφοίς τε και ανοήτοις οφειλέτης ειμί

1 Corinthians 14:11

KJV: Therefore if I know not the meaning of the voice I shall be unto him that speaketh a barbarian and he that speaketh a barbarian unto me
GK: εάν ούν μη ειδώ την δύναμιν της φωνής έσομαι τω λαλούντι βάρβαρος και ο λαλών εν εμοί βάρβαρος

Colossians 3:11

KJV: Where there is neither Greek nor Jew circumcision nor uncircumcision Barbarian Scythian bond free but Christ all and in all
GK: όπου ουκ ένι Έλλην και Ιουδαίος περιτομή και ακροβυστία βάρβαρος Σκύθης δούλος ελεύθερος αλλά τα πάντα και εν πάσι χριστός

βαρέω (burden)

[edit]

Matthew 26:43

KJV: And he came and found them asleep again for their eyes were heavy
GK: και ελθών ευρίσκει αυτούς πάλιν καθεύδοντας ήσαν γαρ αυτών οι οφθαλμοί βεβαρημένοι

Mark 14:40

KJV: And when he returned he found them asleep again for their eyes were heavy neither wist they what to answer him
GK: και υποστρέψας εύρεν αυτούς πάλιν καθεύδοντας ήσαν γαρ οι οφθαλμοί αυτών βεβαρημένοι και ουκ ήδεισαν τι αυτώ αποκριθώσι

Luke 9:32

KJV: But Peter and they that were with him were heavy with sleep and when they were awake they saw his glory and the two men that stood with him
GK: ο δε Πέτρος και οι συν αυτώ ήσαν βεβαρημένοι ύπνω διαγρηγορήσαντες δε είδον την δόξαν αυτού και τους δύο άνδρας τους συνεστώτας αυτώ

2 Corinthians 1:8

KJV: For we would not brethren have you ignorant of our trouble which came to us in Asia that we were pressed out of measure above strength insomuch that we despaired even of life
GK: ου γαρ θέλομεν υμάς αγνοείν αδελφοί υπέρ της θλίψεως ημών της γενομένης ημίν εν τη Ασία ότι καθ΄ υπερβολήν βαρήθημεν υπέρ δύναμιν ώστε εξαπορηθήναι ημάς και του ζην

2 Corinthians 5:4

KJV: For we that are in tabernacle do groan being burdened not for that we would be unclothed but clothed that mortality might be swallowed up life
GK: και γαρ οι όντες εν τω σκήνει στενάζομεν βαρούμενοι επειδή ου θέλομεν εκδύσασθαι αλλ΄ επενδύσασθαι ίνα καταποθή το θνητόν υπό της ζωής

1 Timothy 5:16

KJV: If any man or woman that believeth have widows let them relieve them and let not the church be charged that it may relieve them that are widows indeed
GK: ει πίστος η πιστή έχει χήρας επαρκείτω αυταίς και μη βαρείσθω η εκκλησία ίνα ταις όντως χήραις επαρκέση

βαρέωσ (dull)

[edit]

Matthew 13:15

KJV: For this people’s heart is waxed gross and ears are dull of hearing and their eyes they have closed lest at any time they should see with eyes and hear with ears and should understand with heart and should be converted and I should heal them
GK: επαχύνθη γαρ η καρδία του λαού τούτου και τοις ωσί βαρέως ήκουσαν και τους οφθαλμούς αυτών εκάμμυσαν μήποτε ίδωσι τοις οφθαλμοίς και τοις ωσίν ακούσωσιν και τη καρδία συνώσι και επιστρέψωσι και ιάσομαι αυτούς

Acts 28:27

KJV: For the heart of this people is waxed gross and their ears are dull of hearing and their eyes have they closed lest they should see with eyes and hear with ears and understand with heart and should be converted and I should heal them
GK: επαχύνθη γαρ η καρδία του λαού τούτου και τοις ωσί βαρέως ήκουσαν και τους οφθαλμούς αυτών εκάμμυσαν μήποτε ίδωσι τοις οφθαλμοίς και τοις ωσίν ακούσωσι και τη καρδία συνώσι και επιστρέψωσι και ιάσωμαι αυτούς

Βαρθολομαῖος (Bartholomeus)

[edit]

Matthew 10:3

KJV: Philip and Bartholomew Thomas and Matthew the publican James of Alphaeus and Lebbaeus whose surname was Thaddaeus
GK: Φίλιππος και Βαρθολομαίος Θωμάς και Ματθαίος ο τελώνης Ιάκωβος ο του Αλφαίου και Λεββαίος ο επικληθείς Θαδδαίος

Mark 3:18

KJV: And Andrew and Philip and Bartholomew and Matthew and Thomas and James the of Alphaeus and Thaddaeus and Simon the Canaanite
GK: και Ανδρέαν και Φίλιππον και Βαρθολομαίον και Ματθαίον και Θωμάν και Ιάκωβον τον του Αλφαίου και Θαδδαίον και Σίμωνα τον Κανανίτην

Luke 6:14

KJV: Simon whom he also named Peter and Andrew his brother James and John Philip and Bartholomew
GK: Σίμωνα ον και ωνόμασεν Πέτρον και Ανδρέαν τον αδελφόν αυτού Ιάκωβον και Ιωάννην Φίλιππον και Βαρθολομαίον

Acts 1:13

KJV: And when they were come in they went up into an upper room where abode both Peter and James and John and Andrew Philip and Thomas Bartholomew and Matthew James of Alphaeus and Simon Zelotes and Judas of James
GK: και ότε εισήλθον ανέβησαν εις το υπερώον ου ήσαν καταμένοντες ο τε Πέτρος και Ιάκωβος και Ιωάννης και Ανδρέας Φίλιππος και Θωμάς Βαρθολομαίος και Ματθαίος Ιάκωβος Αλφαίου και Σίμων ο Ζηλωτής και Ιούδας Ιακώβου

Βαρϊησοῦς (Barjesus)

[edit]

Acts 13:6

KJV: And when they had gone through the isle unto Paphos they found a certain sorcerer a false prophet a Jew whose name Bar-jesus
GK: διελθόντες την νήσον άχρι Πάφου εύρόν τινα μάγον ψευδοπροφήτην Ιουδαίον ω όνομα Βαρϊησούς

Βαριωνᾶς (Bar-jona)

[edit]

Matthew 16:17

KJV: And Jesus answered and said unto him Blessed art thou Simon Bar-jona for flesh and blood hath not revealed unto thee but my Father which is in heaven
GK: και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτώ μακάριος ει Σίμων Βαρ Ιωνά ότι σαρξ και αίμα ουκ απεκάλυψέ σοι αλλ΄ ο πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς

Βαρνάβας (Barnabas)

[edit]

Acts 4:36

KJV: And Joses who by the apostles was surnamed Barnabas which is being interpreted The son of consolation a Levite of the country of Cyprus
GK: Ιωσής δε ο επικληθείς Βαρναβάς υπό των αποστόλων ο εστι μεθερμηνευόμενον υιός παρακλήσεως Λευϊτης Κύπριος τω γένει

Acts 9:27

KJV: But Barnabas took him and brought to the apostles and declared unto them how he had seen the Lord in the way and that he had spoken to him and how he had preached boldly at Damascus in the name of Jesus
GK: Βαρναβάς δε επιλαβόμενος αυτόν ήγαγε προς τους αποστόλους και διηγήσατο αυτοίς πως εν τη οδώ είδε τον κύριον και ότι ελάλησεν αυτώ και πως εν Δαμασκώ επαρρησιάσατο εν τω ονόματι του Ιησού

Acts 11:22

KJV: Then tidings of these things came unto the ears of the church which was in Jerusalem and they sent forth Barnabas that he should go as far as Antioch
GK: ηκούσθη δε ο λόγος εις τα ώτα της εκκλησίας της εν Ιεροσολύμοις περί αυτών και εξαπέστειλαν Βαρνάβαν διελθείν έως Αντιόχειας

Acts 11:25

KJV: Then departed Barnabas to Tarsus for to seek Saul
GK: εξήλθε δε εις Ταρσόν ο Βαρνάβας αναζητήσαι Σαύλον

Acts 11:30

KJV: Which also they did and sent it to the elders by the hands of Barnabas and Saul
GK: ο και εποίησαν αποστείλαντες προς τους πρεσβυτέρους διά χειρός Βαρνάβα και Σαύλου

Acts 12:25

KJV: And Barnabas and Saul returned from Jerusalem when they had fulfilled ministry and took with them John whose surname was Mark
GK: Βαρνάβας δε και Σαύλος υπέστρεψαν εξ Ιερουσαλήμ πληρώσαντες την διακονίαν συμπαραλαβόντες και Ιωάννην τον επικληθέντα Μάρκον

Acts 13:1

KJV: Now there were in the church that was at Antioch certain prophets and teachers as Barnabas and Simeon that was called Niger and Lucius of Cyrene and Manaen which had been brought up with Herod the tetrarch and Saul
GK: ήσαν δε τινες εν Αντιοχεία κατά την ούσαν εκκλησίαν προφήται και διδάσκαλοι ο τε Βαρνάβας και Συμεών ο καλούμενος Νίγερ και Λούκιος ο Κυρηναίος Μαναήν Ηρώδου του τετράρχου σύντροφος και Σαύλος

Acts 13:2

KJV: As they ministered to the Lord and fasted the Holy Ghost said Separate me Barnabas and Saul for the work whereunto I have called them
GK: λειτουργούντων δε αυτών τω κυρίω και νηστευόντων είπε το πνεύμα το άγιον αφορίσατε δη μοι τον Βαρνάβαν και τον Σαύλον εις το έργον ο προσκέκλημαι αυτούς

Acts 13:7

KJV: Which was with the deputy of the country Sergius Paulus a prudent man who called for Barnabas and Saul and desired to hear the word of God
GK: ος ην συν τω ανθυπάτω Σεργίω Παύλω ανδρί συνετώ ούτος προσκαλεσάμενος Βαρνάβαν και Σαύλον επεζήτησεν ακούσαι τον λόγον του θεού

Acts 13:43

KJV: Now when the congregation was broken up many of the Jews and religious proselytes followed Paul and Barnabas who speaking to them persuaded them to continue in the grace of God
GK: λυθείσης δε της συναγωγής ηκολούθησαν πολλοί των Ιουδαίων και των σεβομένων προσηλύτων τω Παύλω και τω Βαρνάβα οίτινες προσλαλούντες έπειθον αυτούς επιμένειν τη χάριτι του θεού

Acts 13:46

KJV: Then Paul and Barnabas waxed bold and said It was necessary that the word of God should first have been spoken to you but seeing ye put it from you and judge yourselves unworthy of everlasting life lo we turn to the Gentiles
GK: παρρησιασάμενοι δε ο Παύλος και ο Βαρνάβας είπον υμίν ην αναγκαίον πρώτον λαληθήναι τον λόγον του θεού επειδή απωθείσθε αυτόν και ουκ αξίους κρίνετε εαυτούς της αιωνίου ζωής ιδού στρεφόμεθα εις τα έθνη

Acts 13:50

KJV: But the Jews stirred up the devout and honourable women and the chief men of the city and raised persecution against Paul and Barnabas and expelled them out of their coasts
GK: οι δε Ιουδαίοι παρώτρυναν τας σεβομένας γυναίκας και τας ευσχήμονας και τους πρώτους της πόλεως και επήγειραν διωγμόν επί τον Παύλον και τον Βαρνάβαν και εξέβαλον αυτούς από των ορίων αυτών

Acts 14:12

KJV: And they called Barnabas Jupiter and Paul Mercurius because he was the chief speaker
GK: εκάλουν τε τον μεν Βαρνάβαν Δία τον δε Παύλον Ερμήν επειδή αυτός ην ο ηγούμενος του λόγου

Acts 14:14

KJV: when the apostles Barnabas and Paul heard they rent their clothes and ran in among the people crying out
GK: ακούσαντες δε οι απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος διαρρήξαντες τα ιμάτια αυτών εισεπήδησαν εις τον όχλον κράζοντες

Acts 14:20

KJV: Howbeit as the disciples stood round about him he rose up and came into the city and the next day he departed with Barnabas to Derbe
GK: κυκλωσάντων δε αυτόν των μαθητών αναστάς εισήλθεν εις την πόλιν και τη επαύριον εξήλθε συν τω Βαρνάβα εις Δέρβην

Acts 15:2

KJV: When therefore Paul and Barnabas had no small dissension and disputation with them they determined that Paul and Barnabas and certain other of them should go up to Jerusalem unto the apostles and elders about this question
GK: γενομένης ούν στάσεως και ζητήσεως ουκ ολίγης τω Παύλω και τω Βαρνάβα προς αυτούς έταξαν αναβαίνειν Παύλον και Βαρνάβαν και τινας άλλους εξ αυτών προς τους αποστόλους και πρεσβυτέρους εις Ιερουσαλήμ περί του ζητήματος τούτου

Acts 15:12

KJV: Then all the multitude kept silence and gave audience to Barnabas and Paul declaring what miracles and wonders God had wrought among the Gentiles by them
GK: εσίγησε δε παν το πλήθος και ήκουον Βαρνάβα και Παύλου εξηγουμένων όσα εποίησεν ο θεός σημεία και τέρατα εν τοις έθνεσι δι΄ αυτών

Acts 15:22

KJV: Then pleased it the apostles and elders with the whole church to send chosen men of their own company to Antioch with Paul and Barnabas Judas surnamed Barsabas and Silas chief men among the brethren
GK: τότε έδοξε τοις αποστόλοις και τοις πρεσβυτέροις συν όλη τη εκκλησία εκλεξαμένους άνδρας εξ αυτών πέμψαι εις Αντιόχειαν συν Παύλω και Βαρνάβα Ιούδαν τον επικαλούμενον Βαρσαββάν και Σίλαν άνδρας ηγουμένους εν τοις αδελφοίς

Acts 15:25

KJV: It seemed good unto us being assembled with one accord to send chosen men unto you with our beloved Barnabas and Paul
GK: έδοξεν ημίν γενομένοις ομοθυμαδόν εκλεξαμένους άνδρας πέμψαι προς υμάς συν τοις αγαπητοίς ημών Βαρνάβα και Παύλω

Acts 15:35

KJV: Paul also and Barnabas continued in Antioch teaching and preaching the word of the Lord with many others also
GK: Παύλος δε και Βαρνάβας διέτριβον εν Αντιοχεία διδάσκοντες και ευαγγελιζόμενοι μετά και ετέρων πολλών τον λόγον του κυρίου

Acts 15:36

KJV: And some days after Paul said unto Barnabas Let us go again and visit our brethren in every city where we have preached the word of the Lord how they do
GK: μετά δε τινας ημέρας είπε Παύλος προς Βαρνάβαν επιστρέψαντες δη επισκεψώμεθα τους αδελφούς ημών κατά πάσαν πόλιν εν αις κατηγγείλαμεν τον λόγον του κυρίου πως έχουσι

Acts 15:37

KJV: And Barnabas determined to take with them John whose surname was Mark
GK: Βαρνάβας δε εβουλεύσατο συμπαραλαβείν τον Ιωάννην τον καλούμενον Μάρκον

Acts 15:39

KJV: And the contention was so sharp between them that they departed asunder one from the other and so Barnabas took Mark and sailed unto Cyprus
GK: εγένετο ούν παροξυσμός ώστε αποχωρισθήναι αυτούς απ΄ αλλήλων τον τε Βαρνάβαν παραλαβόντα τον Μάρκον εκπλεύσαι εις Κύπρον

1 Corinthians 9:6

KJV: Or I only and Barnabas have not power to forbear working
GK: η μόνος εγώ και Βαρνάβας ουκ έχομεν εξουσίαν του μη εργάζεσθαι

Galatians 2:1

KJV: Then fourteen years after I went up again to Jerusalem with Barnabas and took Titus with also
GK: έπειτα διά δεκατεσσάρων ετών πάλιν ανέβην εις Ιεροσόλυμα μετά Βαρνάβα συμπαραλαβών και Τίτον

Galatians 2:9

KJV: And James Cephas and John who seemed to be pillars perceived the grace that was given unto me they gave to me and Barnabas the right hands of fellowship that we unto the heathen and they unto the circumcision
GK: και γνόντες την χάριν την δοθείσάν μοι Ιάκωβος και Κήφας και Ιωάννης οι δοκούντες στύλοι είναι δεξιάς έδωκαν εμοί και Βαρνάβα κοινωνίας ίνα ημείς εις τα έθνη αυτοί δε εις την περιτομήν

Galatians 2:13

KJV: And the other Jews dissembled likewise with him insomuch that Barnabas also was carried away with their dissimulation
GK: και συνυπεκρίθησαν αυτώ και οι λοιποί Ιουδαίοι ώστε και Βαρνάβας συναπήχθη αυτών τη υποκρίσει

Colossians 4:10

KJV: Aristarchus my fellowprisoner saluteth you and Marcus sister’s son to Barnabas touching whom ye received commandments if he come unto you receive him
GK: ασπάζεται υμάς Αρίσταρχος ο συναιχμάλωτός μου και Μάρκος ο ανεψιός Βαρνάβα περί ου ελάβετε εντολάς εάν έλθη προς υμάς δέξασθε αυτόν

βάρος (burden(-some))

[edit]

Matthew 20:12

KJV: Saying These last have wrought one hour and thou hast made them equal unto us which have borne the burden and heat of the day
GK: λέγοντες ότι ούτοι οι έσχατοι μίαν ώραν εποίησαν και ίσους ημίν αυτούς εποίησας τοις βαστάσασι το βάρος της ημέρας και τον καύσωνα

Acts 15:28

KJV: For it seemed good to the Holy Ghost and to us to lay upon you no greater burden than these necessary things
GK: έδοξε γαρ τω αγίω πνεύματι και ημίν μηδέν πλέον επιτίθεσθαι υμίν βάρος πλην των επάναγκες τούτων

2 Corinthians 4:17

KJV: For our light affliction which is but for a moment worketh for us a far more exceeding eternal weight of glory
GK: το γαρ παραυτίκα ελαφρόν της θλίψεως ημών καθ΄ υπερβολήν εις υπερβολήν αιώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται ημίν

Galatians 6:2

KJV: Bear ye one another’s burdens and so fulfil the law of Christ
GK: αλλήλων τα βάρη βαστάζετε και ούτως αναπληρώσατε τον νόμον του χριστού

1 Thessalonians 2:6

KJV: Nor of men sought we glory neither of you nor of others when we might have been burden some as the apostles of Christ
GK: ούτε ζητούντες εξ ανθρώπων δόξαν ούτε αφ΄ υμών ούτε από άλλων δυνάμενοι εν βάρει είναι ως χριστού απόστολοι

Revelation 2:24

KJV: But unto you I say and unto the rest in Thyatira as many as have not this doctrine and which have not known the depths of Satan as they speak I will put upon you none other burden
GK: υμίν δε λέγω τοις λοιποίς τοις εν Θυατείροις όσοι ουκ έχουσι την διδαχήν ταύτην και οίτινες ουκ έγνωσαν τα βαθεα του σατανά ως λέγουσιν ου βαλώ εφ΄ υμάς άλλο βάρος

Βαρσαββᾶς (Barsabas)

[edit]

Acts 1:23

KJV: And they appointed two Joseph called Barsabas who was surnamed Justus and Matthias
GK: και έστησαν δύο Ιωσήφ τον καλούμενον Βαρσαβάν ος επεκλήθη Ιούστος και Ματθίαν

Acts 15:22

KJV: Then pleased it the apostles and elders with the whole church to send chosen men of their own company to Antioch with Paul and Barnabas Judas surnamed Barsabas and Silas chief men among the brethren
GK: τότε έδοξε τοις αποστόλοις και τοις πρεσβυτέροις συν όλη τη εκκλησία εκλεξαμένους άνδρας εξ αυτών πέμψαι εις Αντιόχειαν συν Παύλω και Βαρνάβα Ιούδαν τον επικαλούμενον Βαρσαββάν και Σίλαν άνδρας ηγουμένους εν τοις αδελφοίς

Βαρτίμαιος (Bartimæus)

[edit]

Mark 10:46

KJV: And they came to Jericho and as he went out of Jericho with his disciples and a great number of people blind Bartimæus the son of Timæus sat by the highway side begging
GK: και έρχονται εις Ιεριχώ και εκπορευομένου αυτού από Ιεριχώ και των μαθητών αυτού και όχλου ικανού υιός Τιμαίου Βαρτίμαιος ο τυφλός εκάθητο παρά την οδόν προσαιτών

βαρύνω (overcharge)

[edit]

Luke 21:34

KJV: And take heed to yourselves lest at any time your hearts be overcharged with surfeiting and drunkenness and cares of this life and that day come upon you unawares
GK: προσέχετε δε εαυτοίς μήποτε βαρυνθώσιν υμών αι καρδίαι εν κραιπάλη και μέθη και μερίμναις βιωτικαίς και αιφνίδιος εφ΄ υμάς επιστή η ημέρα εκείνη

βαρύς (grievous)

[edit]

Matthew 23:4

KJV: For they bind heavy burdens and grievous to be borne and lay on men’s shoulders but they themselves will not move them with one of their fingers
GK: δεσμεύουσι γαρ φορτία βαρέα και δυσβάστακτα και επιτιθέασιν επί τους ώμους των ανθρώπων τω δε δακτύλω αυτών ου θέλουσι κινήσαι αυτά

Matthew 23:23

KJV: Woe unto you scribes and Pharisees hypocrites for ye pay tithe of mint and anise and cummin and have omitted the weightier of the law judgment mercy and faith these ought ye to have done and not to leave the other undone
GK: ουαί υμίν γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί ότι αποδεκατούτε το ηδύοσμον και το άνηθον και το κύμινον και αφήκατε τα βαρύτερα του νόμου την κρίσιν και τον έλεον και την πίστιν ταύτα έδει ποιήσαι κακείνα μη αφίεναι

Acts 20:29

KJV: For I know this that after my departing shall grievous wolves enter in among you not sparing the flock
GK: εγώ γαρ οίδα τούτο ότι εισελεύσονται μετά την άφιξίν μου λύκοι βαρείς εις υμάς μη φειδόμενοι του ποιμνίου

Acts 25:7

KJV: And when he was come the Jews which came down from Jerusalem stood round about and laid many and grievous complaints against Paul which they could not prove
GK: παραγενομένου δε αυτού περιέστησαν οι από Ιεροσολύμων καταβεβηκότες Ιουδαίοι πολλά και βαρέα αιτιώματα φέροντες κατά του Παύλου α ουκ ίσχυον αποδείξαι

2 Corinthians 10:10

KJV: For letters say they weighty and powerful but bodily presence weak and speech contemptible
GK: ότι αι μεν επιστολαί φησί βαρείαι και ισχυραί η δε παρουσία του σώματος ασθενής και ο λόγος εξουθενημένος

1 John 5:3

KJV: For this is the love of God that we keep his commandments and his commandments are not grievous
GK: αύτη γαρ εστιν η αγάπη του θεού ίνα τας εντολάς αυτού τηρώμεν και αι εντολαί αυτού βαρείαι ουκ εισίν

βαρύτιμος (very precious)

[edit]

Matthew 26:7

KJV: There came unto him a woman having an alabaster box of very precious ointment and poured it on his head as he sat
GK: προσήλθεν αυτώ γυνή αλάβαστρον μύρου έχουσα βαρυτίμου και κατέχεεν επί την κεφαλήν αυτού ανακειμένου

βασανίζω (pain)

[edit]

Matthew 8:6

KJV: And saying Lord my servant lieth at home sick of the palsy grievously tormented
GK: και λέγων κύριε ο παις μου βέβληται εν τη οικία παραλυτικός δεινώς βασανιζόμενος

Matthew 8:29

KJV: And behold they cried out saying What have we to do with thee Jesus thou Son of God art thou come hither to torment us before the time
GK: και ιδού έκραξαν λέγοντες τι ημίν και σοι Ιησού υιέ του θεού ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς

Matthew 14:24

KJV: But the ship was now in the midst of the sea tossed with waves for the wind was contrary
GK: το δε πλοίον ήδη μέσον της θαλάσσης ην βασανιζόμενον υπό των κυμάτων ην γαρ εναντίος ο άνεμος

Mark 5:7

KJV: And cried with a loud voice and said What have I to do with thee Jesus Son of the most high God I adjure thee by God that thou torment me not
GK: και κράξας φωνή μεγάλη είπε τι εμοί και σοι Ιησού υιέ του θεού του υψίστου ορκίζω σε τον θεόν μη με βασανίσης

Mark 6:48

KJV: And he saw them toiling in rowing for the wind was contrary unto them and about the fourth watch of the night he cometh unto them walking upon the sea and would have passed by them
GK: και είδεν αυτούς βασανιζομένους εν τω ελαύνειν ην γαρ ο άνεμος εναντίος αυτοίς και περί τετάρτην φυλακήν της νυκτός έρχεται προς αυτούς περιπατών επί της θαλάσσης και ήθελε παρελθείν αυτούς

Luke 8:28

KJV: When he saw Jesus he cried out and fell down before him and with a loud voice said What have I to do with thee Jesus Son of God most high I beseech thee torment me not
GK: ιδών δε τον Ιησούν και ανακράξας προσέπεσεν αυτώ και φωνή μεγάλη είπε τι εμοί και σοι Ιησού υιέ του θεού του υψίστου δέομαί σου μη με βασανίσης

2 Peter 2:8

KJV: For that righteous man dwelling among them in seeing and hearing vexed righteous soul from day to day with unlawful deeds
GK: βλέμματι γαρ και ακοή ο δίκαιος εγκατοικών εν αυτοίς ημέραν εξ ημέρας ψυχήν δικαίαν ανόμοις έργοις εβασάνιζεν

Revelation 9:5

KJV: And to them it was given that they should not kill them but that they should be tormented five months and their torment as the torment of a scorpion when he striketh a man
GK: και εδόθη αυταίς ίνα μη αποκτείνωσιν αυτούς αλλ΄ ίνα βασανίσθωσι μήνας πέντε και ο βασανισμός αυτών ως βασανισμός σκορπίου όταν παιση άνθρωπον

Revelation 11:10

KJV: And they that dwell upon the earth shall rejoice over them and make merry and shall send gifts one to another because these two prophets tormented them that dwelt on the earth
GK: και οι κατοικούντες επί της γης χαίρουσιν επ΄ αυτοίς και ευφρανθήσονται και δώρα πέμψουσιν αλλήλοις ότι ούτοι οι δύο προφήται εβασάνισαν τους κατοικούντας επί της γης

Revelation 12:2

KJV: And she being with child cried travailing in birth and pained to be delivered
GK: και εν γαστρί έχουσα έκραζεν ωδίνουσα και βασινιζομένη τεκείν

Revelation 14:10

KJV: The same shall drink of the wine of the wrath of God which is poured out without mixture into the cup of his indignation and he shall be tormented with fire and brimstone in the presence of the holy angels and in the presence of the Lamb
GK: και αυτός πίεται εκ του οίνου του θυμού του θεού του κεκερασμένου ακράτου εν τω ποτηρίω της οργής αυτού και βασανισθήσεται εν πυρί και θείω ενώπιον των αγίων αγγέλων και ενώπιον του αρνίου

Revelation 20:10

KJV: And the devil that deceived them was cast into the lake of fire and brimstone where the beast and the false prophet and shall be tormented day and night for ever and ever
GK: και ο διάβολος ο πλανών αυτούς εβλήθη εις την λίμνην του πυρός και θείου όπου το θηρίον και ο ψευδοπροφήτης και βασανισθήσονται ημέρας και νυκτός εις τους αιώνας των αιώνων

βασανισμός (torment)

[edit]

Revelation 9:5

KJV: And to them it was given that they should not kill them but that they should be tormented five months and their torment as the torment of a scorpion when he striketh a man
GK: και εδόθη αυταίς ίνα μη αποκτείνωσιν αυτούς αλλ΄ ίνα βασανίσθωσι μήνας πέντε και ο βασανισμός αυτών ως βασανισμός σκορπίου όταν παιση άνθρωπον

Revelation 14:11

KJV: And the smoke of their torment ascendeth up for ever and ever and they have no rest day night who worship the beast and his image and whosoever receiveth the mark of his name
GK: και ο καπνός του βασανισμού αυτών εις αιώνας αιώνων αναβαίνει και ουκ έχουσιν ανάπαυσιν ημέρας και νυκτός οι προσκυνούντες το θηρίον και την εικόνα αυτού και είτις λαμβάνει το χάραγμα του ονόματος αυτού

Revelation 18:7

KJV: How much she hath glorified herself and lived deliciously so much torment and sorrow give her for she saith in her heart I sit a queen and am no widow and shall see no sorrow
GK: όσα εδόξασεν εαυτήν και εστρηνίασε τοσούτον δότε αυτή βασανισμόν και πένθος ότι εν τη καρδία αυτής λέγει ότι κάθημαι βασίλισσα και χήρα ουκ ειμί και πένθος ου ίδω

Revelation 18:10

KJV: Standing afar off for the fear of her torment saying Alas alas that great city Babylon that mighty city for in one hour is thy judgment come
GK: από μακρόθεν εστηκότες διά τον φόβον του βασανισμού αυτής λέγοντες ουαί ουαί η πόλις η μεγάλη Βαβυλών η πόλις η ισχυρά ότι εν μιά ώρα ήλθεν η κρίσις σου

Revelation 18:15

KJV: The merchants of these things which were made rich by her shall stand afar off for the fear of her torment weeping and wailing
GK: οι έμποροι τούτων οι πλουτήσαντες απ΄ αυτής από μακρόθεν στήσονται διά τον φόβον του βασανισμού αυτής κλαίοντες και πενθούντες

βασανιστής (tormentor)

[edit]

Matthew 18:34

KJV: And his lord was wroth and delivered him to the tormentors till he should pay all that was due unto him
GK: και οργισθείς ο κύριος αυτού παρέδωκεν αυτόν τοις βασανισταίς εώς ου αποδώ παν το οφειλόμενον αυτώ

βάσανος (torment)

[edit]

Matthew 4:24

KJV: And his fame went throughout all Syria and they brought unto him all sick people that were taken with divers diseases and torments and those which were possessed with devils and those which were lunatick and those that had the palsy and he healed them
GK: και απήλθεν η ακοή αυτού εις όλην την Συρίαν και προσήνεγκαν αυτώ πάντας τους κακώς έχοντας ποικίλαις νόσοις και βασάνοις συνεχομένους και δαιμονιζομένους και σεληνιαζομένους και παραλυτικούς και εθεράπευσεν αυτούς

Luke 16:23

KJV: And in hell he lift up his eyes being in torments and seeth Abraham afar off and Lazarus in his bosom
GK: και εν τω άδη επάρας τους οφθαλμούς αυτού υπάρχων εν βασάνοις ορά τον Αβραάμ από μακρόθεν και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού

Luke 16:28

KJV: For I have five brethren that he may testify unto them lest they also come into this place of torment
GK: έχω γαρ πέντε αδελφούς όπως διαμαρτύρηται αυτοίς ίνα μη και αυτοί έλθωσιν εις τον τόπον τούτον της βασάνου

βασιλεία (kingdom)

[edit]

Matthew 3:2

KJV: And saying Repent ye for the kingdom of heaven is at hand
GK: και λέγων μετανοείτε ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών

Matthew 4:8

KJV: Again the devil taketh him up into an exceeding high mountain and sheweth him all the kingdoms of the world and the glory of them
GK: πάλιν παραλαμβάνει αυτόν ο διάβολος εις όρος υψηλόν λίαν και δείκνυσιν αυτώ πάσας τας βασιλείας του κόσμου και την δόξαν αυτών

Matthew 4:17

KJV: From that time Jesus began to preach and to say Repent for the kingdom of heaven is at hand
GK: από τότε ήρξατο ο Ιησούς κηρύσσειν και λέγειν μετανοείτε ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών

Matthew 4:23

KJV: And Jesus went about all Galilee teaching in their synagogues and preaching the gospel of the kingdom and healing all manner of sickness and all manner of disease among the people
GK: και περιήγεν όλην την Γαλιλαίαν ο Ιησούς διδάσκων εν ταις συναγωγαίς αυτών και κηρύσσων το ευαγγέλιον της βασιλείας και θεραπεύων πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν εν τω λαώ

Matthew 5:3

KJV: Blessed the poor in spirit for theirs is the kingdom of heaven
GK: μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι ότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανών

Matthew 5:10

KJV: Blessed they which are persecuted for righteousness’ sake for theirs is the kingdom of heaven
GK: μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών

Matthew 5:19

KJV: Whosoever therefore shall break one of these least commandments and shall teach men so shall be called the least in the kingdom of heaven but whosoever shall do and teach the same shall be called great in the kingdom of heaven
GK: ος εάν ουν λύση μίαν των εντολών τούτων των ελαχίστων και διδάξη ούτως τους ανθρώπους ελάχιστος κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών ος δ΄ αν ποιήση και διδάξη ούτος μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών

Matthew 5:20

KJV: For I say unto you That except your righteousness shall exceed of the scribes and Pharisees ye shall in no case enter into the kingdom of heaven
GK: λέγω γαρ υμίν ότι εάν μη περιοσσεύση η δικαιοσύνη υμών πλείον των γραμματέων και Φαρισαίων ου εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών

Matthew 6:10

KJV: Thy kingdom come Thy will be done in earth as in heaven
GK: ελθέτω η βασιλεία σου γενηθήτω το θέλημά σου ως εν ουρανώ και επί της γης

Matthew 6:13

KJV: And lead us not into temptation but deliver us from evil For thine is the kingdom and the power and the glory for ever Amen
GK: και μη εσενέγκης ημάς εις πειρασμόν αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού ότι σου εστιν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα εις τους αιώνας αμήν

Matthew 6:33

KJV: But seek ye first the kingdom of God and his righteousness and all these things shall be added unto you
GK: ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του θεού και την δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν

Matthew 7:21

KJV: Not every one that saith unto me Lord Lord shall enter into the kingdom of heaven but he that doeth the will of my Father which is in heaven
GK: ου πας ο λέγων μοι κύριε κύριε εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών αλλ΄ ο ποιών το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς

Matthew 8:11

KJV: And I say unto you That many shall come from the east and west and shall sit down with Abraham and Isaac and Jacob in the kingdom of heaven
GK: λέγω δε υμίν ότι πολλοί από ανατολών και δυσμών ήξουσι και ανακλιθήσονται μετά Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ εν τη βασιλεία των ουρανών

Matthew 8:12

KJV: But the children of the kingdom shall be cast out into outer darkness there shall be weeping and gnashing of teeth
GK: οι δε υιοί της βασιλείας εκβληθήσονται εις το σκότος το εξώτερον εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων

Matthew 9:35

KJV: And Jesus went about all the cities and villages teaching in their synagogues and preaching the gospel of the kingdom and healing every sickness and every disease among the people
GK: και περιήγεν ο Ισηούς τας πόλεις πάσας και τας κώμας διδάσκων εν ταις συναγωγαίς αυτών και κηρύσσων το ευαγγέλιον της βασιλείας και θεραπεύων πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν

Matthew 10:7

KJV: And as ye go preach saying The kingdom of heaven is at hand
GK: πορευόμενοι κηρύσσετε λέγοντες ότι ήγγικεν η βασιλεία των ουρανών

Matthew 11:11

KJV: Verily I say unto you Among them that are born of women there hath not risen a greater than John the Baptist notwithstanding he that is least in the kingdom of heaven is greater than he
GK: αμήν λέγω υμίν ουκ εγήγερται εν γεννητοίς γυναικών μείζων Ιωάννου του βαπτιστού ο δε μικρότερος εν τη βασιλεία των ουρανών μείζων αυτού εστιν

Matthew 11:12

KJV: And from the days of John the Baptist until now the kingdom of heaven suffereth violence and the violent take it by force
GK: από δε των ημερών Ιωάννου του βαπτιστού έως άρτι η βασιλεία των ουρανών βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν

Matthew 12:25

KJV: And Jesus knew their thoughts and said unto them Every kingdom divided against itself is brought to desolation and every city or house divided against itself shall not stand
GK: ειδώς δε ο Ιησούς τας ενθυμήσεις αυτών είπεν αυτοίς πάσα βασιλεία μερισθείσα καθ΄ εαυτής ερημούται και πάσα πόλις η οικία μερισθείσα καθ΄ εαυτής ου σταθήσεται

Matthew 12:26

KJV: And if Satan cast out Satan he is divided against himself how shall then his kingdom stand
GK: και ει ο σατανάς τον σατανάν εκβάλλει εφ΄ εαυτόν εμερίσθη πως ουν σταθήσεται η βασιλεία αυτού

Matthew 12:28

KJV: But if I cast out devils by the Spirit of God then the kingdom of God is come unto you
GK: ει δε εγώ εν πνεύματι θεού εκβάλλω τα δαιμόνια άρα έφθασεν εφ΄ υμάς η βασιλεία του θεού

Matthew 13:11

KJV: He answered and said unto them Because it is given unto you to know the mysteries of the kingdom of heaven but to them it is not given
GK: ο δε αποκριθείς είπεν αυτοίς ότι υμίν δέδοται γνώναι τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών εκείνοις δε ου δέδοται

Matthew 13:19

KJV: When any one heareth the word of the kingdom and understandeth not then cometh the wicked and catcheth away that which was sown in his heart This is he which received seed by the way side
GK: παντός ακούοντος τον λόγον της βασιλείας και μη συνιέντος έρχεται ο πονηρός και αρπάζει το εσπαρμένον εν τη καρδία αυτού ούτός εστιν ο παρά την οδόν σπαρείς

Matthew 13:24

KJV: Another parable put he forth unto them saying The kingdom of heaven is likened unto a man which sowed good seed in his field
GK: άλλην παραβολήν παρέθηκεν αυτοίς λέγων ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω σπείροντι καλόν σπέρμα εν τω αγρώ αυτού

Matthew 13:31

KJV: Another parable put he forth unto them saying The kingdom of heaven is like to a grain of mustard seed which a man took and sowed in his field
GK: άλλην παραβολήν παρέθηκεν αυτοίς λέγων ομοία εστίν η βασιλεία των ουρανών κόκκω σινάπεως ον λαβών άνθρωπος έσπειρεν εν τω αγρώ αυτού

Matthew 13:33

KJV: Another parable spake he unto them The kingdom of heaven is like unto leaven which a woman took and hid in three measures of meal till the whole was leavened
GK: άλλην παραβολήν ελάλησεν αυτοίς ομοία εστίν η βασιλεία των ουρανών ζύμη ην λαβούσα γυνή ενέκρυψεν εις αλεύρου σάτα τρία εώς ου εζυμώθη όλον

Matthew 13:38

KJV: The field is the world the good seed are the children of the kingdom but the tares are the children of the wicked
GK: ο δε αγρός εστιν ο κόσμος το δε καλόν σπέρμα ούτοί εισιν οι υιοί της βασιλείας τα δε ζιζάνιά εισιν οι υιοί του πονηρού

Matthew 13:41

KJV: The Son of man shall send forth his angels and they shall gather out of his kingdom all things that offend and them which do iniquity
GK: αποστελεί ο υιός του ανθρώπου τους αγγέλους αυτού και συλλέξουσιν εκ της βασιλείας αυτού πάντα τα σκάνδαλα και τους ποιούντας την ανομίαν

Matthew 13:43

KJV: Then shall the righteous shine forth as the sun in the kingdom of their Father Who hath ears to hear let him hear
GK: τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τη βασιλεία του πατρός αυτών ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω

Matthew 13:44

KJV: Again the kingdom of heaven is like unto treasure hid in a field the which when a man hath found he hideth and for joy thereof goeth and selleth all that he hath and buyeth that field
GK: πάλιν ομοία εστίν η βασιλεία των ουρανών θησαυρώ κεκρυμμένω εν τω αγρώ ον ευρών άνθρωπος έκρυψε και από της χαράς αυτού υπάγει και πάντα όσα έχει πωλεί και αγοράζει τον αγρόν εκείνον

βασίλειον (king's court)

[edit]

Luke 7:25

KJV: But what went ye out for to see A man clothed in soft raiment Behold they which are gorgeously apparelled and live delicately are in kings’ courts
GK: αλλά τι εξεληλύθατε ιδείν άνθρωπον εν μαλακοίς ιματίοις ημφιεσμένον ιδού οι εν ιματισμώ ενδόξω και τρυφή υπάρχοντες εν τοις βασιλείοις εισίν

βασίλειος (royal)

[edit]

1 Peter 2:9

KJV: But ye a chosen generation a royal priesthood an holy nation a peculiar people that ye should shew forth the praises of him who hath called you out of darkness into his marvellous light
GK: υμείς δε γένος εκλεκτόν βασίλειον ιεράτευμα έθνος άγιον λαός εις περιποίησιν όπως τας αρετάς εξαγγείλητε του εκ σκότους υμάς καλέσαντος εις το θαυμαστόν αυτού φως

βασιλεύς (king)

[edit]

Matthew 1:6

KJV: And Jesse begat David the king and David the king begat Solomon of her of Urias
GK: Ιεσσαί δε εγέννησε τον Δαβίδ τον βασιλέα Δαβίδ δε ο βασιλεύς εγέννησε τον Σολομώντα εκ της του Ουρίου

Matthew 2:1

KJV: Now when Jesus was born in Bethlehem of Judaea in the days of Herod the king behold there came wise men from the east to Jerusalem
GK: του δε Ιησού γεννηθέντος εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας εν ημέραις Ηρώδου του βασιλέως ιδού μάγοι από ανατολών παρεγένοντο εις Ιεροσόλυμα

Matthew 2:2

KJV: Saying Where is he that is born King of the Jews for we have seen his star in the east and are come to worship him
GK: λέγοντες που εστίν ο τεχθείς βασιλεύς των Ιουδαίων είδομεν γαρ αυτού τον αστέρα εν τη ανατολή και ήλθομεν προσκυνήσαι αυτώ

Matthew 2:3

KJV: When Herod the king had heard he was troubled and all Jerusalem with him
GK: ακούσας δε Ηρώδης ο βασιλεύς εταράχθη και πάσα Ιεροσόλυμα μετ΄ αυτού

Matthew 2:9

KJV: When they had heard the king they departed and lo the star which they saw in the east went before them till it came and stood over where the young child was
GK: οι δε ακούσαντες του βασιλέως επορεύθησαν και ιδού ο αστήρ ον είδον εν τη ανατολή προήγεν αυτούς έως ελθών έστη επάνω ου ην το παιδίον

Matthew 5:35

KJV: Nor by the earth for it is his footstool neither by Jerusalem for it is the city of the great King
GK: μήτε εν τη γη ότι υποπόδιόν εστι των ποδών αυτού μήτε εις Ιεροσόλυμα ότι πόλις εστί του μεγάλου βασιλέως

Matthew 10:18

KJV: And ye shall be brought before governors and kings for my sake for a testimony against them and the Gentiles
GK: και επί ηγεμόνας δε και βασιλείς αχθήσεσθε ένεκεν εμού εις μαρτύριον αυτοίς και τοις έθνεσιν

Matthew 11:8

KJV: But what went ye out for to see A man clothed in soft raiment behold they that wear soft are in kings’ houses
GK: αλλά τι εξήλθετε ιδείν άνθρωπον εν μαλακοίς ιματίοις ημφιεσμένον ιδού οι τα μαλακά φορούντες εν τοις οίκοις των βασιλείων εισίν

Matthew 14:9

KJV: And the king was sorry nevertheless for the oath’s sake and them which sat with him at meat he commanded to be given
GK: και ελυπήθη ο βασιλεύς διά δε τους όρκους και τους συνανακειμένους εκέλευσεν δοθήναι

Matthew 17:25

KJV: He saith Yes And when he was come into the house Jesus prevented him saying What thinkest thou Simon of whom do the kings of the earth take custom or tribute of their own children or of strangers
GK: λέγει ναι και ότε εισήλθεν εις την οικίαν προέφθασεν αυτόν ο Ιησούς λέγων τι σοι δοκεί Σίμων οι βασιλείς της γης από τίνων λαμβάνουσι τέλη η κήνσον από των υιών αυτών η από των αλλοτρίων

Matthew 18:23

KJV: Therefore is the kingdom of heaven likened unto a certain king which would take account of his servants
GK: διά τούτο ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω βασιλεί ος ηθέλησε συνάραι λόγον μετά των δούλων αυτού

Matthew 21:5

KJV: Tell ye the daughter of Sion Behold thy King cometh unto thee meek and sitting upon an ass and a colt the foal of an ass
GK: είπατε τη θυγατρί Σιών ιδού ο βασιλεύς σου έρχεταί σοι πραϋς και επιβεβηκώς επί όνον και πώλον υιόν υποζυγίου

Matthew 22:2

KJV: The kingdom of heaven is like unto a certain king which made a marriage for his son
GK: ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω βασιλεί όστις εποίησε γάμους τω υιώ αυτού

Matthew 22:7

KJV: But when the king heard he was wroth and he sent forth his armies and destroyed those murderers and burned up their city
GK: και ακούσας ο βασιλεύς εκείνος ωργίσθη και πέμψας τα στρατεύματα απώλεσεν τους φονείς εκείνους και την πόλιν αυτών ενέπρησε

Matthew 22:11

KJV: And when the king came in to see the guests he saw there a man which had not on a wedding garment
GK: εισελθών δε ο βασιλεύς θεάσασθαι τους ανακειμένους είδεν εκεί άνθρωπον ουκ ενδεδυμένον ένδυμα γάμου

Matthew 22:13

KJV: Then said the king to the servants Bind him hand and foot and take him away and cast into outer darkness there shall be weeping and gnashing of teeth
GK: τότε είπεν ο βασιλεύς τοις διακόνοις δήσαντες αυτού πόδας και χείρας άρατε αυτόν και εκβάλετε εις το σκότος το εξώτερον εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων

Matthew 25:34

KJV: Then shall the King say unto them on his right hand Come, ye blessed of my Father inherit the kingdom prepared for you from the foundation of the world
GK: τότε ερεί ο βασιλεύς τοις εκ δεξιών αυτού δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου

Matthew 25:40

KJV: And the King shall answer and say unto them Verily I say unto you Inasmuch as ye have done unto one of the least of these my brethren ye have done unto me
GK: και αποκριθείς ο βασιλεύς ερεί αυτοίς αμήν λέγω υμίν εφ΄ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων εμοί εποιήσατε

Matthew 27:11

KJV: And Jesus stood before the governor and the governor asked him saying Art thou the King of the Jews And Jesus said unto him Thou sayest
GK: ο δε Ιησούς έστη έμπροσθεν του ηγεμόνος και επηρώτησεν αυτόν ο ηγεμών λέγων συ ει ο βασιλεύς των Ιουδαίων ο δε Ιησούς έφη αυτώ συ λέγεις

Matthew 27:29

KJV: And when they had platted a crown of thorns they put upon his head and a reed in his right hand and they bowed the knee before him and mocked him saying Hail King of the Jews
GK: και πλέξαντες στέφανον εξ ακανθών επέθηκαν επί την κεφαλήν αυτού και κάλαμον επί την δεξιάν αυτού και γονυπετήσαντες έμπροσθεν αυτού ενέπαιζον αυτώ λέγοντες χαίρε ο βασιλεύς των Ιουδαίων

Matthew 27:37

KJV: And set up over his head his accusation written THIS IS JESUS THE KING OF THE JEWS
GK: και επέθηκαν επάνω της κεφαλής αυτού την αιτίαν αυτού γεγραμμένην ούτός εστιν Ιησούς ο βασιλεύς των Ιουδαίων

Matthew 27:42

KJV: He saved others himself he cannot save If he be the King of Israel let him now come down from the cross and we will believe him
GK: άλλους έσωσεν εαυτόν ου δύναται σώσαι ει βασιλεύς Ισραήλ εστι καταβάτω νυν από του σταυρού και πιστεύσομεν επ΄ αυτώ

Mark 6:14

KJV: And king Herod heard for his name was spread abroad and he said That John the Baptist was risen from the dead and therefore mighty works do shew forth themselves in him
GK: και ήκουσεν ο βασιλεύς Ηρώδης φανερόν γαρ εγένετο το όνομα αύτου και έλεγεν ότι Ιωάννης ο βαπτίζων εκ νεκρών ηγέρθη και διά τούτο ενεργούσιν αι δυνάμεις εν αυτώ

Mark 6:22

KJV: And when the daughter of the said Herodias came in and danced and pleased Herod and them that sat with him the king said unto the damsel Ask of me whatsoever thou wilt and I will give thee
GK: και εισελθούσης της θυγατρός αυτής της Ηρωδιάδος και ορχησαμένης και αρεσάσης τω Ηρώδη και τοις συνανακειμένοις είπεν ο βασιλεύς τω κορασίω αίτησόν με ο εάν θέλης και δώσω σοι

Mark 6:25

KJV: And she came in straightway with haste unto the king and asked saying I will that thou give me by and by in a charger the head of John the Baptist
GK: και εισελθούσα ευθέως μετά σπουδής προς τον βασιλέα ητήσατο λέγουσα θέλω ίνα μοι δως εξαυτής επί πίνακι την κεφαλήν Ιωάννου του βαπτιστού

Mark 6:26

KJV: And the king was exceeding sorry for his oath’s sake and for their sakes which sat with him he would not reject her
GK: και περίλυπος γενόμενος ο βασιλεύς διά τους όρκους και τους συνανακειμένους ουκ ηθέλησεν αυτήν αθετήσαι

Mark 6:27

KJV: And immediately the king sent an executioner and commanded his head to be brought and he went and beheaded him in the prison
GK: και ευθέως αποστείλας ο βασιλεύς σπεκουλάτωρα επέταξεν ενεχθήναι την κεφαλήν αυτού ο δε απελθών απεκεφάλισεν αυτόν εν τη φυλακή

Mark 13:9

KJV: But take heed to yourselves for they shall deliver you up to councils and in the synagogues ye shall be beaten and ye shall be brought before rulers and kings for my sake for a testimony against them
GK: βλέπετε δε υμείς εαυτούς παραδώσουσιν γαρ υμάς εις συνέδρια και εις συναγωγάς δαρήσεσθε και επί ηγεμόνων και βασιλέων αχθήσεσθε ένεκεν εμού εις μαρτύριον αυτοίς

Mark 15:2

KJV: And Pilate asked him Art thou the King of the Jews And he answering said unto him Thou sayest
GK: και επηρώτησεν αυτόν ο Πιλάτος συ ει ο βασιλεύς των Ιουδαίων ο δε αποκριθείς είπεν αυτώ συ λέγεις

Mark 15:9

KJV: But Pilate answered them saying Will ye that I release unto you the King of the Jews
GK: ο δε Πιλάτος απεκρίθη αυτοίς λέγων θέλετε απολύσω υμίν τον βασιλέα των Ιουδαίων

βασιλεύω (king)

[edit]

Matthew 2:22

KJV: But when he heard that Archelaus did reign in Judaea in the room of his father Herod he was afraid to go thither notwithstanding being warned of God in a dream he turned aside into the parts of Galilee
GK: ακούσας δε ότι Αρχέλαος βασιλεύει επί της Ιουδαίας αντί Ηρώδου του πατρός αυτου εφοβήθη εκεί απελθείν χρηματισθείς δε κατ΄ όναρ ανεχώρησεν εις τα μέρη της Γαλιλαίας

Luke 1:33

KJV: And he shall reign over the house of Jacob for ever and of his kingdom there shall be no end
GK: και βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος

Luke 19:14

KJV: But his citizens hated him and sent a message after him saying We will not have this to reign over us
GK: οι δε πολίται αυτού εμίσουν αυτόν και απέστειλαν πρεσβείαν οπίσω αυτού λέγοντες ου θέλομεν τούτον βασιλεύσαι εφ΄ ημάς

Luke 19:27

KJV: But those mine enemies which would not that I should reign over them bring hither and slay before me
GK: πλην τους εχθρούς μου εκείνους τους μη θελήσαντάς με βασιλεύσαι επ΄ αυτούς αγάγετε ώδε και κατασφάξατε έμπροσθέν μου

Romans 5:14

KJV: Nevertheless death reigned from Adam to Moses even over them that had not sinned after the similitude of Adam’s transgression who is the figure of him that was to come
GK: αλλ΄ εβασίλευσεν ο θάνατος από Αδάμ μέχρι Μωσέως και επί τους μη αμαρτήσαντας επί τω ομοιώματι της παραβάσεως Αδάμ ος εστι τύπος του μέλλοντος

Romans 5:17

KJV: For if by one man’s offence death reigned by one much more they which receive abundance of grace and of the gift of righteousness shall reign in life by one Jesus Christ
GK: ει γαρ τω του ενός παραπτώματι ο θάνατος εβασίλευσε διά του ενός πολλώ μάλλον οι την περισσείαν της χάριτος και της δωρεάς της δικαιοσύνης λαμβάνοντες εν ζωή βασιλεύσουσι διά του ενός Ιησού χριστού

Romans 5:21

KJV: That as sin hath reigned unto death even so might grace reign through righteousness unto eternal life by Jesus Christ our Lord
GK: ίνα ώσπερ εβασίλευσεν η αμαρτία εν τω θανάτω ούτω και η χάρις βασιλεύση διά δικαιοσύνης εις ζωήν αιώνιον διά Ιησού χριστού του κυρίου ημών

Romans 6:12

KJV: Let not sin therefore reign in your mortal body that ye should obey it in the lusts thereof
GK: μη ούν βασιλευέτω η αμαρτία εν τω θνητώ υμών σώματι εις το υπακούειν αυτή εν ταις επιθυμίαις αυτού

1 Corinthians 4:8

KJV: Now ye are full now ye are rich ye have reigned as kings without us and I would to God ye did reign that we also might reign with you
GK: ήδη κεκορεσμένοι εστέ ήδη επλουτήσατε χωρίς ημών εβασιλεύσατε και όφελον γε εβασιλεύσατε ίνα και ημείς υμίν συμβασιλεύσωμεν

1 Corinthians 15:25

KJV: For he must reign till he hath put all enemies under his feet
GK: δει γαρ αυτόν βασιλεύειν άχρις ου αν θη πάντας τους εχθρούς υπό τους πόδας αυτού

1 Timothy 6:15

KJV: Which in his times he shall shew the blessed and only Potentate the King of kings and Lord of lords
GK: ην καιροίς ιδίοις δείξει ο μακάριος και μόνος δυνάστης ο βασιλεύς των βασιλευόντων και κύριος των κυριευόντων

Revelation 5:10

KJV: And hast made us unto our God kings and priests and we shall reign on the earth
GK: και εποίησας αυτούς τω θεώ ημών βασιλείς και ιερείς και βασιλευουσιν επί της γης

Revelation 11:15

KJV: And the seventh angel sounded and there were great voices in heaven saying The kingdoms of this world are become of our Lord and of his Christ and he shall reign for ever and ever
GK: και ο έβδομος άγγελος εσάλπισε και εγένοντο φωναί μεγάλαι εν τω ουρανώ λέγουσαι εγένετο η βασιλεία του κόσμου του κυρίου ημών και του χριστού αυτού και βασιλεύσει εις τους αιώνας των αιώνων

Revelation 11:17

KJV: Saying We give thee thanks O Lord God Almighty which art and wast and art to come because thou hast taken to thee thy great power and hast reigned
GK: λέγοντες ευχαριστούμέν σοι κύριε ο θεός ο παντοκράτωρ ο ων και ο ην και ο ερχόμενος ότι είληφας την δύναμίν σου την μεγάλην και εβασίλευσας

Revelation 19:6

KJV: And I heard as it were the voice of a great multitude and as the voice of many waters and as the voice of mighty thunderings saying Alleluia for the Lord God omnipotent reigneth
GK: και ήκουσα ως φωνήν όχλου πολλού και ως φωνήν υδάτων πολλών και ως φωνήν βροντών ισχυρών λεγόντων αλληλούϊα ότι εβασίλευσε κύριος ο θεός ο παντοκράτωρ

Revelation 20:4

KJV: And I saw thrones and they sat upon them and judgment was given unto them and the souls of them that were beheaded for the witness of Jesus and for the word of God and which had not worshipped the beast neither his image neither had received mark upon their foreheads or in their hands and they lived and reigned with Christ a thousand years
GK: και είδον θρόνους και εκάθισαν επ΄ αυτούς και κρίμα εδόθη αυτοίς και τας ψυχάς των πεπελεκισμένων διά την μαρτυρίαν Ιησού και διά τον λόγον του θεού και οίτινες ου προσεκύνησαν τω θηρίω ούτε τη εικονι αυτού και ουκ έλαβον το χάραγμα επί το μέτωπον αυτών και επί την χείρα αυτών και έζησαν και εβασίλευσαν μετά του χριστού χίλια έτη

Revelation 20:6

KJV: Blessed and holy hath part in the first resurrection on such the second death hath no power but they shall be priests of God and of Christ and shall reign with him a thousand years
GK: μακάριος και άγιος ο έχων μέρος εν τη αναστάσει τη πρώτη επί τούτων ο δεύτερος θανατος ουκ έχει εξουσίαν αλλ΄ έσονται ιερείς του θεού και του χριστού και βασιλεύσουσι μετ΄ αυτού χίλια έτη

Revelation 22:5

KJV: And there shall be no night there and they need no candle neither light of the sun for the Lord God giveth them light and they shall reign for ever and ever
GK: και νυξ ουκ έσται εκεί και χρείαν ουκ έχουσι λύχνου και φωτός ηλίου ότι κύριος ο θεός φωτιζεί αυτούς και βασιλεύσουσιν εις τους αιώνας των αιώνων

βασιλικός (king's)

[edit]

John 4:46

KJV: So Jesus came again into Cana of Galilee where he made the water wine And there was a certain nobleman whose son was sick at Capernaum
GK: ήλθεν ουν ο Ιησούς πάλιν εις την Κανά της Γαλιλαίας όπου εποίησε το ύδωρ οίνον και ην τις βασιλικός ου ο υιός ησθένει εν Καπερναούμ

John 4:49

KJV: The nobleman saith unto him Sir come down ere my child die
GK: λέγει προς αυτόν ο βασιλικός κύριε κατάβηθι πριν αποθανείν το παιδίον μου

Acts 12:20

KJV: And Herod was highly displeased with them of Tyre and Sidon but they came with one accord to him and having made Blastus the king’s chamberlain their friend desired peace because their country was nourished by the king’s
GK: ην δε Ηρώδης θυμομαχών Τυρίοις και Σιδωνίοις ομοθυμαδόν δε παρήσαν προς αυτόν και πείσαντες Βλάστον τον επί του κοιτώνος του βασιλεώς ητούντο ειρήνην διά το τρέφεσθαι αυτών την χώραν από της βασιλικής

Acts 12:21

KJV: And upon a set day Herod arrayed in royal apparel sat upon his throne and made an oration unto them
GK: τακτή δε ημέρα ο Ηρώδης ενδυσάμενος εσθήτα βασιλικήν και καθίσας επί του βήματος εδημηγόρει προς αυτούς

James 2:8

KJV: If ye fulfil the royal law according to the scripture Thou shalt love thy neighbour as thyself ye do well
GK: ει μέντοι νόμον τελείτε βασιλικόν κατά την γραφήν αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν καλώς ποιείτε

βασίλισσα (queen)

[edit]

Matthew 12:42

KJV: The queen of the south shall rise up in the judgment with this generation and shall condemn it for she came from the uttermost parts of the earth to hear the wisdom of Solomon and behold a greater than Solomon here
GK: βασίλισσα νότου εγερθήσεται εν τη κρίσει μετά της γενεάς ταύτης και κατακρινεί αυτήν ότι ήλθεν εκ των περάτων της γης ακούσαι την σοφίαν Σολομώντος και ιδού πλείον Σολομώντος ώδε

Luke 11:31

KJV: The queen of the south shall rise up in the judgment with the men of this generation and condemn them for she came from the utmost parts of the earth to hear the wisdom of Solomon and behold a greater than Solomon here
GK: βασίλισσα νότου εγερθήσεται εν τη κρίσει μετά των ανδρών της γενεάς ταύτης και κατακρινεί αυτούς ότι ήλθεν εκ των περάτων της γης ακούσαι την σοφίαν Σολομώντος και ιδού πλείον Σολομώντος ώδε

Acts 8:27

KJV: And he arose and went and behold a man of Ethiopia an eunuch of great authority under Candace queen of the Ethiopians who had of all her treasure and had come to Jerusalem for to worship
GK: και αναστάς επορεύθη και ιδού ανήρ Αιθίοψ ευνούχος δυνάστης Κανδάκης της βασιλίσσης Αιθιόπων ος ην επί πάσης της γάζης αυτής ος εληλύθει προσκυνήσων εις Ιερουσαλήμ

Revelation 18:7

KJV: How much she hath glorified herself and lived deliciously so much torment and sorrow give her for she saith in her heart I sit a queen and am no widow and shall see no sorrow
GK: όσα εδόξασεν εαυτήν και εστρηνίασε τοσούτον δότε αυτή βασανισμόν και πένθος ότι εν τη καρδία αυτής λέγει ότι κάθημαι βασίλισσα και χήρα ουκ ειμί και πένθος ου ίδω

βάσις (foot)

[edit]

Acts 3:7

KJV: And he took him by the right hand and lifted up and immediately his feet and ankle bones received strength
GK: και πιάσας αυτόν της δεξιάς χειρός ήγειρε παραχρήμα δε εστερεώθησαν αυτού αι βάσεις και τα σφυρά

βασκαίνω (bewitch)

[edit]

Galatians 3:1

KJV: O foolish Galatians who hath bewitched you that ye should not obey the truth before whose eyes Jesus Christ hath been evidently set forth crucified among you
GK: ω ανόητοι Γάλαται τις υμάς εβάσκανε τη αληθεία μη πείθεσθαι οις κατ΄ οφθαλμούς Ιησούς χριστός προεγράφη εν υμίν εσταυρωμένος

βαστάζω (bear)

[edit]

Matthew 3:11

KJV: I indeed baptize you with water unto repentance but he that cometh after me is mightier than I whose shoes I am not worthy to bear he shall baptize you with the Holy Ghost and fire
GK: εγώ μεν βαπτίζω υμάς εν ύδατι εις μετάνοιαν ο δε οπίσω μου ερχόμενος ισχυρότερός μου εστίν ου ουκ ειμί ικανός τα υποδήματα βαστάσαι αυτός υμάς βαπτίσει εν πνεύματι αγίω και πυρί

Matthew 8:17

KJV: That it might be fulfilled which was spoken by Esaias the prophet saying Himself took our infirmities and bare sicknesses
GK: όπως πληρωθή το ρηθέν διά Ησαϊου του προφήτου λέγοντος αυτός τας ασθενείας ημών έλαβε και τας νόσους εβάστασεν

Matthew 20:12

KJV: Saying These last have wrought one hour and thou hast made them equal unto us which have borne the burden and heat of the day
GK: λέγοντες ότι ούτοι οι έσχατοι μίαν ώραν εποίησαν και ίσους ημίν αυτούς εποίησας τοις βαστάσασι το βάρος της ημέρας και τον καύσωνα

Mark 14:13

KJV: And he sendeth forth two of his disciples and saith unto them Go ye into the city and there shall meet you a man bearing a pitcher of water follow him
GK: και αποστέλλει δύο των μαθητών αυτού και λέγει αυτοίς υπάγετε εις την πόλιν και απαντήσει υμίν άνθρωπος κεράμιον ύδατος βαστάζων ακολουθήσατε αυτώ

Luke 7:14

KJV: And he came and touched the bier and they that bare stood still And he said Young man I say unto thee Arise
GK: και προσελθών ήψατο της σορού οι δε βαστάζοντες έστησαν και είπεν νεανίσκε σοι λέγω εγέρθητι

Luke 10:4

KJV: Carry neither purse nor scrip nor shoes and salute no man by the way
GK: μη βαστάζετε βαλάντιον μη πήραν μηδέ υποδήματα και μηδένα κατά την οδόν ασπάσησθε

Luke 11:27

KJV: And it came to pass as he spake these things a certain woman of the company lifted up her voice and said unto him Blessed the womb that bare thee and the paps which thou hast sucked
GK: εγένετο δε εν τω λέγειν αυτόν ταύτα επάρασά τις γυνή φωνήν εκ του όχλου είπεν αυτώ μακαρία η κοιλία η βαστάσασά σε και μαστοί ους εθήλασας

Luke 14:27

KJV: And whosoever doth not bear his cross and come after me cannot be my disciple
GK: και όστις ου βαστάζει τον σταυρόν αυτού και έρχεται οπίσω μου ου δύναταί μου ειναί μαθητής

Luke 22:10

KJV: And he said unto them Behold when ye are entered into the city there shall a man meet you bearing a pitcher of water follow him into the house where he entereth in
GK: ο δε είπεν αυτοίς ιδού εισελθόντων υμών εις την πόλιν συναντήσει υμίν άνθρωπος κεράμιον ύδατος βαστάζων ακολουθήσατε αυτώ εις την οικίαν ου εισπορεύεται

John 10:31

KJV: Then the Jews took up stones again to stone him
GK: εβάστασαν ούν πάλιν λίθους οι Ιουδαίοι ίνα λιθάσωσιν αυτόν

John 12:6

KJV: This he said not that he cared for the poor but because he was a thief and had the bag and bare what was put therein
GK: είπε δε τούτο ουχ ότι περί των πτωχών έμελλεν αυτώ αλλ΄ ότι κλέπτης ην και το γλωσσόκομον είχε και τα βαλλόμενα εβάσταζεν

John 16:12

KJV: I have yet many things to say unto you but ye cannot bear them now
GK: έτι πολλά έχω λέγειν υμίν αλλ΄ ου δύνασθε βαστάζειν άρτι

John 19:17

KJV: And he bearing his cross went forth into a place called of a skull which is called in the Hebrew Golgotha
GK: και βαστάζων τον σταυρόν αυτού εξήλθεν εις τον λεγόμενον κρανίου τόπον ος λέγεται Εβραϊστί Γολγοθά

John 20:15

KJV: Jesus saith unto her Woman why weepest thou whom seekest thou She supposing him to be the gardener saith unto him Sir if thou have borne him hence tell me where thou hast laid him and I will take him away
GK: λέγει αυτή ο Ιησούς γύναι τι κλαίεις τίνα ζητείς εκείνη δοκούσα ότι ο κηπουρός εστι λέγει αυτώ κύριε ει συ εβάστασας αυτόν ειπέ μοι που έθηκας αυτόν καγώ αυτόν αρώ

Acts 3:2

KJV: And a certain man lame from his mother’s womb was carried whom they laid daily at the gate of the temple which is called Beautiful to ask alms of them that entered into the temple
GK: και τις ανήρ χωλός εκ κοιλίας μητρός αυτού υπάρχων εβαστάζετο ον ετίθουν καθ΄ ημέραν προς την θύραν του ιερού την λεγομένην ωραίαν του αιτείν ελεημοσύνην παρά των εισπορευομένων εις το ιερόν

Acts 9:15

KJV: But the Lord said unto him Go thy way for he is a chosen vessel unto me to bear my name before the Gentiles and kings and the children of Israel
GK: είπε δε προς αυτόν ο κύριος πορεύου ότι σκεύος εκλογής μοι εστίν ούτος του βαστάσαι το όνομά μου ενώπιον εθνών και βασιλέων υιών τε Ισραήλ

Acts 15:10

KJV: Now therefore why tempt ye God to put a yoke upon the neck of the disciples which neither our fathers nor we were able to bear
GK: νυν ούν τι πειράζετε τον θεόν επιθείναι ζυγόν επί τον τράχηλον των μαθητών ον ούτε οι πατέρες ημών ούτε ημείς ισχύσαμεν βαστάσαι

Acts 21:35

KJV: And when he came upon the stairs so it was that he was borne of the soldiers for the violence of the people
GK: ότε δε εγένετο επί τους αναβάθμους συνέβη βαστάζεσθαι αυτόν υπό των στρατιωτών διά την βίαν του όχλου

Romans 11:18

KJV: Boast not against the branches But if thou boast thou bearest not the root but the root thee
GK: μη κατακαυχώ των κλάδων ει δε κατακαυχάσαι ου συ την ρίζαν βαστάζεις αλλά η ρίζα σε

Romans 15:1

KJV: We then that are strong ought to bear the infirmities of the weak and not to please ourselves
GK: οφείλομεν δε ημείς οι δυνατοί τα ασθενήματα των αδυνάτων βαστάζειν και μη εαυτοίς αρέσκειν

Galatians 5:10

KJV: I have confidence in you through the Lord that ye will be none otherwise minded but he that troubleth you shall bear his judgment whosoever he be
GK: εγώ πέποιθα εις υμάς εν κυρίω ότι ουδέν άλλο φρονήσετε ο δε ταράσσων υμάς βαστάσει το κρίμα όστις αν η

Galatians 6:2

KJV: Bear ye one another’s burdens and so fulfil the law of Christ
GK: αλλήλων τα βάρη βαστάζετε και ούτως αναπληρώσατε τον νόμον του χριστού

Galatians 6:5

KJV: For every man shall bear his own burden
GK: έκαστος γαρ το ίδιον φορτίον βαστάσει

Galatians 6:17

KJV: From henceforth let no man trouble me for I bear in my body the marks of the Lord Jesus
GK: του λοιπού κόπους μοι μηδείς παρεχέτω εγώ γαρ τα στίγματα του κυρίου Ιησού εν τω σώματί μου βαστάζω

Revelation 2:2

KJV: I know thy works and thy labour and thy patience and how thou canst not bear them which are evil and thou hast tried them which say they are apostles and are not and hast found them liars
GK: οίδα τα έργα σου και τον κόπον σου και την υπομονή σου και ότι ου δύνη βαστάσαι κακούς και επείρασας τους λέγοντας εαυτούς αποστόλους και ουκ εισί και εύρες αυτούς ψευδείς

Revelation 2:3

KJV: And hast borne and hast patience and for my name’s sake hast laboured and hast not fainted
GK: και εβάστασας και υπομονήν έχεις διά το όνομά μου και ουκ εκοπιασας

Revelation 17:7

KJV: And the angel said unto me Wherefore didst thou marvel I will tell thee the mystery of the woman and of the beast that carrieth her which hath the seven heads and ten horns
GK: και είπέ μοι ο άγγελος διατί εθαύμασας εγώ σοι ερώ το μυστήριον της γυναικός και του θηρίου του βαστάζοντος αυτήν του έχοντος τας επτά κεφαλάς και τα δέκα κέρατα

βάτος (bramble)

[edit]

Mark 12:26

KJV: And as touching the dead that they rise have ye not read in the book of Moses how in the bush God spake unto him saying I the God of Abraham and the God of Isaac and the God of Jacob
GK: περί δε των νεκρών ότι εγείρονται ουκ ανέγνωτε εν τη βίβλω Μωσέως επί της βάτου ως είπεν αυτώ ο θεός λέγων εγώ ο θεός Αβραάμ και ο θεός Ισαάκ και ο θεός Ιακώβ

Luke 6:44

KJV: For every tree is known by his own fruit For of thorns men do not gather figs nor of a bramble bush gather they grapes
GK: έκαστον γαρ δένδρον εκ του ιδίου καρπού γινώσκεται ου γαρ εξ ακανθών συλλέγουσι σύκα ουδέ εκ βάτου τρυγώσι σταφυλήν

Luke 20:37

KJV: Now that the dead are raised even Moses shewed at the bush when he calleth the Lord the God of Abraham and the God of Isaac and the God of Jacob
GK: ότι δε εγείρονται οι νεκροί και Μωσής εμήνυσεν επί της βάτου ως λέγει κύριον τον θεόν Αβραάμ και τον θεόν Ισαάκ και τον θεόν Ιακωβ

Acts 7:30

KJV: And when forty years were expired there appeared to him in the wilderness of mount Sina an angel of the Lord in a flame of fire in a bush
GK: και πληρωθέντων ετών τεσσαράκοντα ώφθη αυτώ εν τη ερήμω του όρους Σινά άγγελος κυρίου εν φλογί πυρός βάτου

Acts 7:35

KJV: This Moses whom they refused saying Who made thee a ruler and a judge the same did God send a ruler and a deliverer by the hand of the angel which appeared to him in the bush
GK: τούτον τον Μωϋσήν ον ηρνήσαντο ειπόντες τις σε κατέστησεν άρχοντα και δικαστήν τούτον ο θεός άρχοντα και λυτρωτήν απέστειλεν εν χειρί αγγέλου του οφθέντος αυτώ εν τη βάτω

βάτος (measure)

[edit]

Luke 16:6

KJV: And he said An hundred measures of oil And he said unto him Take thy bill and sit down quickly and write fifty
GK: ο δε είπεν εκατόν βάτους ελαίου και είπεν αυτώ δέξαι σου το γράμμα και καθίσας ταχέως γράψον πεντήκοντα

βάτραχος (frog)

[edit]

Revelation 16:13

KJV: And I saw three unclean spirits like frogs out of the mouth of the dragon and out of the mouth of the beast and out of the mouth of the false prophet
GK: και είδον εκ του στόματος του δράκοντος και εκ του στόματος του θηρίου και εκ του στόματος του ψευδοπροφήτου πνεύματα τρία ακάθαρτα ως βάτραχοι

βαττολογέω (use vain repetitions)

[edit]

Matthew 6:7

KJV: But when ye pray use not vain repetitions as the heathen for they think that they shall be heard for their much speaking
GK: προσευχόμενοι δε μη βαττολογήσητε ώσπερ οι εθνικοί δοκούσι γαρ ότι εν τη πολυλογία αυτών εισακουσθήσονται

βδέλυγμα (abomination)

[edit]

Matthew 24:15

KJV: When ye therefore shall see the abomination of desolation spoken of by Daniel the prophet stand in the holy place whoso readeth let him understand
GK: όταν ουν ίδητε το βδέλυγμα της ερημώσεως το ρηθέν διά Δανιήλ του προφήτου εστός εν τόπω αγίω ο αναγινώσκων νοείτω

Mark 13:14

KJV: But when ye shall see the abomination of desolation spoken of by Daniel the prophet standing where it ought not let him that readeth understand then let them that be in Judæa flee to the mountains
GK: όταν δε ίδητε το βδέλυγμα της ερημώσεως το ρηθέν υπό Δανιήλ του προφήτου εστώς όπου ου δει ο αναγινώσκων νοείτω τότε οι εν τη Ιουδαία φευγέτωσαν εις τα όρη

Luke 16:15

KJV: And he said unto them Ye are they which justify yourselves before men but God knoweth your hearts for that which is highly esteemed among men is abomination in the sight of God
GK: και είπεν αυτοίς υμείς εστε οι δικαιούντες εαυτούς ενώπιον των ανθρώπων ο δε θεός γινώσκει τας καρδίας υμών ότι το εν ανθρώποις υψηλόν βδέλυγμα ενώπιον του θεού εστιν

Revelation 17:4

KJV: And the woman was arrayed in purple and scarlet colour and decked with gold and precious stones and pearls having a golden cup in her hand full of abominations and filthiness of her fornication
GK: και η γυνή ην περιβεβλημένη πορφύρα και κόκκινον κεχρυσωμένη χρυσώ και λίθω τιμίω και μαργαρίταις έχουσα χρυσούν ποτήριον εν τη χειρί αυτής γέμον βδελυγμάτων και τα ακάθαρτα της πορνείας αυτής

Revelation 17:5

KJV: And upon her forehead a name written MYSTERY BABYLON THE GREAT THE MOTHER OF HARLOTS AND ABOMINATIONS OF THE EARTH
GK: και επί το μέτωπον αυτής όνομα γεγραμμένον μυστήριον Βαβυλών η μεγάλη η μήτηρ των πόρνων και των βδελυγμάτων της γης

Revelation 21:27

KJV: And there shall in no wise enter into it any thing that defileth neither worketh abomination or a lie but they which are written in the Lamb’s book of life
GK: και ου εισέλθη εις αυτήν παν κοινόν και ποιούν βδέλυγμα και ψεύδος ει οι γεγραμμένοι εν τω βιβλίω της ζωής του αρνίου

βδελυκτός (abominable)

[edit]

Titus 1:16

KJV: They profess that they know God but in works they deny being abominable and disobedient and unto every good work reprobate
GK: θεόν ομολογούσιν ειδέναι τοις δε έργοις αρνούνται βδελυκτοί όντες και απειθείς και προς παν έργον αγαθόν αδόκιμοι

βδελύσσομαι (abhor)

[edit]

Romans 2:22

KJV: Thou that sayest a man should not commit adultery dost thou commit adultery thou that abhorrest idols dost thou commit sacrilege
GK: ο λέγων μη μοιχεύειν μοιχεύεις ο βδελυσσόμενος τα είδωλα ιεροσυλείς

Revelation 21:8

KJV: But the fearful and unbelieving and the abominable and murderers and whoremongers and sorcerers and idolaters and all liars shall have their part in the lake which burneth with fire and brimstone which is the second death
GK: τοις δε δειλοίς και απίστοις και αμαρτωλοίς και εβδελυγμένοις και φονεύσι και πόρνοις και φαρμακοίς και ειδωλολάτραις και πάσι τοις ψευδέσι το μέρος αυτών εν τη λίμνη τη καιομένη πυρί και θείω ο εστίν ο θάνατος ο δεύτερος

βέβαιος (firm)

[edit]

Romans 4:16

KJV: Therefore of faith that by grace to the end the promise might be sure to all the seed not to that only which is of the law but to that also which is of the faith of Abraham who is the father of us all
GK: διά τούτο εκ πίστεως ίνα κατά χάριν εις το είναι βεβαίαν την επαγγελίαν παντί τω σπέρματι ου τω εκ του νόμου μόνον αλλά και τω εκ πίστεως Αβραάμ ος εστι πατήρ πάντων ημών

2 Corinthians 1:7

KJV: knowing that as ye are partakers of the sufferings so also of the consolation
GK: και η ελπίς ημών βεβαία υπέρ υμών είτε παρακαλούμεθα υπέρ της υμών παρακλήσεως και σωτηρίας ειδότες ότι ώσπερ κοινωνοί εστε των παθημάτων ούτω και της παρακλήσεως

Hebrews 2:2

KJV: For if the word spoken by angels was stedfast and every transgression and disobedience received a just recompence of reward
GK: ει γαρ ο δι΄ αγγέλων λαληθείς λόγος εγένετο βέβαιος και πάσα παράβασις και παρακοή έλαβεν ένδικον μισθαποδοσίαν

Hebrews 3:6

KJV: But Christ as a son over his own house whose house are we if we hold fast the confidence and the rejoicing of the hope firm unto the end
GK: χριστός δε ως υιός επί τον οίκον αυτού ου οίκός εσμεν ημείς εάνπερ την παρρησίαν και το καύχημα της ελπίδος μέχρι τέλους βεβαίαν κατάσχωμεν

Hebrews 3:14

KJV: For we are made partakers of Christ if we hold the beginning of our confidence stedfast unto the end
GK: μέτοχοι γαρ γεγόναμεν του χριστού εάνπερ την αρχήν της υποστάσεως μέχρι τέλους βεβαίαν κατάσχωμεν

Hebrews 6:19

KJV: Which we have as an anchor of the soul both sure and stedfast and which entereth into that within the veil
GK: ην ως άγκυραν έχομεν της ψυχής ασφαλή τε και βεβαίαν και εισερχομένην εις το εσώτερον του καταπετάσματος

Hebrews 9:17

KJV: For a testament of force after men are dead otherwise it is of no strength at all while the testator liveth
GK: διαθήκη γαρ επί νεκροίς βεβαία επεί μήποτε ισχύει ότε ζη ο διαθέμενος

2 Peter 1:10

KJV: Wherefore the rather brethren give diligence to make your calling and election sure for if ye do these things ye shall never fall
GK: διό μάλλον αδελφοί σπουδάσατε βέβαιαν υμών την κλήσιν και εκλογήν ποιείσθαι ταύτα γαρ ποιούντες ου πταίσητέ ποτε

2 Peter 1:19

KJV: We have also a more sure word of prophecy whereunto ye do well that ye take heed as unto a light that shineth in a dark place until the day dawn and the day star arise in your hearts
GK: και έχομεν βεβαιότερον τον προφητικόν λόγον ω καλώς ποιείτε προσέχοντες ως λύχνω φαίνοντι εν αυχμηρώ τόπω έως ου ημέρα διαυγάση και φωσφόρος ανατείλη εν ταις καρδίαις υμών

βεβαιόω (confirm)

[edit]

Mark 16:20

KJV: And they went forth and preached every where the Lord working with and confirming the word with signs following Amen
GK: εκείνοι δε εξελθόντες εκήρυξαν πανταχού του κυρίου συνεργούντος και τον λόγον βεβαιούντος διά των επακολουθούντων σημείων αμην

Romans 15:8

KJV: Now I say that Jesus Christ was a minister of the circumcision for the truth of God to confirm the promises unto the fathers
GK: λέγω δε χριστόν Ιησούν διάκονον γεγενήσθαι περιτομής υπέρ αληθείας θεού εις το βεβαιώσαι τας επαγγελίας των πατέρων

1 Corinthians 1:6

KJV: Even as the testimony of Christ was confirmed in you
GK: καθώς το μαρτύριον του χριστού εβεβαιώθη εν υμίν

1 Corinthians 1:8

KJV: Who shall also confirm you unto the end blameless in the day of our Lord Jesus Christ
GK: ος και βεβαιώσει υμάς έως τέλους ανεγκλήτους εν τη ημέρα του κυρίου ημών Ιησού χριστού

2 Corinthians 1:21

KJV: Now he which stablisheth us with you in Christ and hath anointed us God
GK: ο δε βεβαιών ημάς συν υμίν εις χριστόν και χρίσας ημάς θεός

Colossians 2:7

KJV: Rooted and built up in him and stablished in the faith as ye have been taught abounding there in with thanksgiving
GK: ερριζωμένοι και εποικοδομούμενοι εν αυτώ και βεβαιούμενοι εν τη πίστει καθώς εδιδάχθητε περισσεύοντες εν αυτή εν ευχαριστία

Hebrews 2:3

KJV: How shall we escape if we neglect so great salvation which at the first began to be spoken by the Lord was confirmed unto us by them that heard
GK: πως ημείς εκφευξόμεθα τηλικαύτης αμελήσαντες σωτηρίας ήτις αρχήν λαβούσα λαλείσθαι διά του κυρίου υπό των ακουσάντων εις ημάς εβεβαιώθη

Hebrews 13:9

KJV: Be not carried about with divers and strange doctrines For a good thing that the heart be established with grace not with meats which have not profited them that have been occupied therein
GK: διδαχαίς ποικίλαις και ξέναις μη περιφέρεσθε καλόν γαρ χάριτι βεβαιούσθαι την καρδίαν ου βρώμασιν εν οις ουκ ωφελήθησαν οι περιπατήσαντες

βεβαίωσις (confirmation)

[edit]

Philippians 1:7

KJV: Even as it is meet for me to think this of you all because I have you in my heart inasmuch as both in my bonds and in the defence and confirmation of the gospel ye all are partakers of my grace
GK: καθώς εστι δίκαιον εμοί τούτο φρονείν υπέρ πάντων υμών διά το έχειν με εν τη καρδία υμάς εν τε τοις δεσμοίς μου και εν τη απολογία και βεβαιώσει του ευαγγελίου συγκοινωνούς μου της χάριτος πάντας υμάς όντας

Hebrews 6:16

KJV: For men verily swear by the greater and an oath for confirmation to them an end of all strife
GK: άνθρωποι μεν γαρ κατά του μείζονος ομνύουσι και πάσης αυτοίς αντιλογίας πέρας εις βεβαίωσιν ο όρκος

βέβηλος (profane (person))

[edit]

1 Timothy 1:9

KJV: Knowing this that the law is not made for a righteous man but for the lawless and disobedient for the ungodly and for sinners for unholy and profane for murderers of fathers and murderers of mothers for manslayers
GK: ειδώς τούτο ότι δικαίω νόμος ου κείται ανόμοις δε και ανυποτάκτοις ασεβέσι και αμαρτωλοίς ανοσίοις και βεβήλοις πατραλώαις και μητραλώαις ανδροφόνοις

1 Timothy 4:7

KJV: But refuse profane and old wives’ fables and exercise thyself unto godliness
GK: τους δε βεβήλους και γραώδεις μύθους παραιτού γύμναζε δε σεαυτόν προς ευσέβειαν

1 Timothy 6:20

KJV: O Timothy keep that which is committed to thy trust avoiding profane vain babblings and oppositions of science falsely so called
GK: ω Τιμόθεε την παρακαταθήκην φύλαξον εκτρεπόμενος τας βεβήλους κενοφωνίας και αντιθέσεις της ψευδωνύμου γνώσεως

2 Timothy 2:16

KJV: But shun profane vain babblings for they will increase unto more ungodliness
GK: τας δε βεβήλους κενοφωνίας περιϊστασο επί πλείον γαρ προκόψουσιν ασεβείας

Hebrews 12:16

KJV: Lest there any fornicator or profane person as Esau who for one morsel of meat sold his birthright
GK: μη τις πόρνος η βέβηλος ως Ησαύ ος αντί βρώσεως μιάς απέδοτο τα πρωτοτόκια αυτού

βεβηλόω (profane)

[edit]

Matthew 12:5

KJV: Or have ye not read in the law how that on the sabbath days the priests in the temple profane the sabbath and are blameless
GK: η ουκ ανέγνωτε εν τω νόμω ότι τοις σάββασιν οι ιερείς εν τω ιερώ το σάββατον βεβηλούσι και αναίτιοί εισι

Acts 24:6

KJV: Who also hath gone about to profane the temple whom we took and would have judged according to our law
GK: ος και το ιερόν επείρασε βεβηλώσαι ον και εκρατήσαμεν και κατά τον ημέτερον νόμον ηθελήσαμεν κρίναι

Βεελζεβούλ (Beelzebub)

[edit]

Matthew 10:25

KJV: It is enough for the disciple that he be as his master and the servant as his lord If they have called the master of the house Beelzebub how much more them of his household
GK: αρκετόν τω μαθητή ίνα γένηται ως ο διδάσκαλος αυτού και ο δούλος ως ο κύριος αυτού ει τον οικοδεσπότην Βεελζεβούβ απεκάλεσαν πόσω μάλλον τους οικιακούς

Matthew 12:24

KJV: But when the Pharisees heard they said This doth not cast out devils but by Beelzebub the prince of the devils
GK: οι δε Φαρισαίοι ακουσάντες είπον ούτος ουκ εκβάλλει τα δαιμόνια ει εν τω Βεελζεβούλ άρχοντι των δαιμονίων

Matthew 12:27

KJV: And if I by Beelzebub cast out devils by whom do your children cast out therefore they shall be your judges
GK: και ει εγώ εν Βεελζεβούλ εκβάλλω τα δαιμόνια οι υιοί υμών εν τίνι εκβάλλουσι διά τούτο αυτοί υμών έσονται κριταί

Mark 3:22

KJV: And the scribes which came down from Jerusalem said He hath Beelzebub and by the prince of the devils casteth he out devils
GK: και οι γραμματείς οι από Ιεροσολύμων καταβάντες έλεγον ότι Βεελζεβούλ έχει και ότι εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια

Luke 11:15

KJV: But some of them said He casteth out devils through Beelzebub the chief of the devils
GK: τινές δε εξ αυτών είπον εν Βεελζεβούλ άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια

Luke 11:18

KJV: If Satan also be divided against himself how shall his kingdom stand because ye say that I cast out devils through Beelzebub
GK: ει δε και ο σατανάς εφ΄ εαυτόν διεμερίσθη πως σταθήσεται η βασιλεία αυτού ότι λέγετε εν Βεελζεβούλ εκβάλλειν με τα δαιμόνια

Luke 11:19

KJV: And if I by Beelzebub cast out devils by whom do your sons cast them out therefore shall they be your judges
GK: ει δε εγώ εν Βεελζεβούλ εκβάλλω τα δαιμόνια οι υιοί υμών εν τίνι εκβάλλουσι διά τούτο κριταί υμών αυτοί έσονται

Βελίαρ (Belial)

[edit]

2 Corinthians 6:15

KJV: And what concord hath Christ with Belial or what part hath he that believeth with an infidel
GK: τις δε συμφώνησις χριστώ προς Βελιάλ η τις μερίς πιστώ μετά απίστου

βέλος (dart)

[edit]

Ephesians 6:16

KJV: Above all taking the shield of faith wherewith ye shall be able to quench all the fiery darts of the wicked
GK: επί πάσιν αναλαβόντες τον θυρεόν της πίστεως εν ω δυνήσεσθε πάντα τα βέλη του πονηρού τα πεπυρωμένα σβέσαι

βελτίων (very well)

[edit]

2 Timothy 1:18

KJV: The Lord grant unto him that he may find mercy of the Lord in that day and in how many things he ministered at Ephesus thou knowest very well
GK: δώη αυτώ ο κύριος ευρείν έλεος παρά κυρίου εν εκείνη τη ημέρα και όσα εν Εφέσω διηκόνησε βέλτιον συ γινώσκεις

Βενιαμίν (Benjamin)

[edit]

Acts 13:21

KJV: And afterward they desired a king and God gave unto them Saul the son of Cis a man of the tribe of Benjamin by the space of forty years
GK: κακείθεν ητήσαντο βασιλέα και έδωκεν αυτοίς ο θεός τον Σαούλ υιόν Κις άνδρα εκ φυλής Βενιαμίν έτη τεσσαράκοντα

Romans 11:1

KJV: I say then Hath God cast away his people God forbid For I also am an Israelite of the seed of Abraham the tribe of Benjamin
GK: λέγω ούν μη απώσατο ο θεός τον λαόν αυτού μη γένοιτο και γαρ εγώ Ισραηλίτης ειμί εκ σπέρματος Αβραάμ φυλής Βενϊαμίν

Philippians 3:5

KJV: Circumcised the eighth day of the stock of Israel the tribe of Benjamin an Hebrew of the Hebrews as touching the law a Pharisee
GK: περιτομή οκταήμερος εκ γένους Ισραήλ φυλής Βενιαμίν Εβραίος εξ Εβραίων κατά νόμον Φαρισαίος

Revelation 7:8

KJV: Of the tribe of Zabulon sealed twelve thousand Of the tribe of Joseph sealed twelve thousand Of the tribe of Benjamin sealed twelve thousand
GK: εκ φυλής Ζαβουλών δώδεκα χιλιάδες εσφραγισμενοι εκ φυλής Ιωσήφ δώδεκα χιλιάδες εσφραγισμενοι εκ φυλής Βενιαμίν δώδεκα χιλιάδες εσφραγισμένοι

Βερνίκη (Bernice)

[edit]

Acts 25:13

KJV: And after certain days king Agrippa and Bernice came unto Cæsarea to salute Festus
GK: ημερών δε διαγενομένων τινών Αγρίππας ο βασιλεύς και Βερνίκη κατήντησαν εις Καισάρειαν ασπασόμενοι τον Φήστον

Acts 25:23

KJV: And on the morrow when Agrippa was come and Bernice with great pomp and was entered into the place of hearing with the chief captains and principal men of the city at Festus’ commandment Paul was brought forth
GK: τη ουν επαύριον ελθόντος του Αγρίππα και της Βερνίκης μετά πολλής φαντασίας και εισελθόντων εις το ακροατήριον συν τε τοις χιλιάρχοις και ανδράσι τοις κατ΄ εξοχήν ούσι της πόλεως και κελεύσαντος του Φήστου ήχθη ο Παύλος

Acts 26:30

KJV: And when he had thus spoken the king rose up and the governor and Bernice and they that sat with them
GK: και ταύτα ειπόντος αυτού ανέστη ο βασιλεύς και ο ηγεμών η τε Βερνίκη και οι συγκαθήμενοι αυτοίς

Βέροια (Berea)

[edit]

Acts 17:10

KJV: And the brethren immediately sent away Paul and Silas by night unto Berea who coming went into the synagogue of the Jews
GK: οι δε αδελφοί ευθέως διά της νυκτός εξέπεμψαν τον τε Παύλον και τον Σίλαν εις Βέροιαν οίτινες παραγενόμενοι εις την συναγωγήν απήεσαν των Ιουδαίων

Acts 17:13

KJV: But when the Jews of Thessalonica had knowledge that the word of God was preached of Paul at Berea they came thither also and stirred up the people
GK: ως δε έγνωσαν οι από της Θεσσαλονίκης Ιουδαίοι ότι και εν τη Βεροία κατηγγέλη υπό του Παύλου ο λόγος του θεού ήλθον κακεί σαλεύοντες τους όχλους

Βεροιαῖος (of Berea)

[edit]

Acts 20:4

KJV: And there accompanied him into Asia Sopater of Berea and of the Thessalonians Aristarchus and Secundus and Gaius of Derbe and Timotheus and of Asia Tychicus and Trophimus
GK: συνείπετο δε αυτώ άχρι της Ασίας Σώπατρος Βερροιαίος Θεσσαλονικέων δε Αρίσταρχος και Σεκούνδος και Γαϊος Δερβαίος και Τιμόθεος Ασιανοί δε Τυχικός και Τρόφιμος

Βηθαβαρά (Bethabara)

[edit]

John 1:28

KJV: These things were done in Bethabara beyond Jordan where John was baptizing
GK: ταύτα εν Βηθανία εγένετο πέραν του Ιορδάνου όπου ην Ιωάννης βαπτίζων

Βηθανία (Bethany)

[edit]

Matthew 21:17

KJV: And he left them and went out of the city into Bethany and he lodged there
GK: και καταλιπών αυτούς εξήλθεν έξω της πόλεως εις Βηθανίαν και ηυλίσθη εκεί

Matthew 26:6

KJV: Now when Jesus was in Bethany in the house of Simon the leper
GK: του δε Ιησού γενομένου εν Βηθανία εν οικία Σίμωνος του λεπρού

Mark 11:1

KJV: And when they came nigh to Jerusalem unto Bethphage and Bethany at the mount of Olives he sendeth forth two of his disciples
GK: και ότε εγγίζουσιν εις Ιερουσαλήμ εις Βηθφαγή και Βηθανίαν προς το όρος των ελαιών αποστέλλει δύο των μαθητών αυτού

Mark 11:11

KJV: And Jesus entered into Jerusalem and into the temple and when he had looked round about upon all things and now the eventide was come he went out unto Bethany with the twelve
GK: και εισήλθεν εις Ιεροσόλυμα ο Ιησούς και εις το ιερόν και περιβλεψάμενος πάντα οψίας ήδη ούσης της ώρας εξήλθεν εις Βηθανίαν μετά των δώδεκα

Mark 11:12

KJV: And on the morrow when they were come from Bethany he was hungry
GK: και τη επαύριον εξελθόντων αυτών από Βηθανίας επείνασεν

Mark 14:3

KJV: And being in Bethany in the house of Simon the leper as he sat at meat there came a woman having an alabaster box of ointment of spikenard very precious and she brake the box and poured on his head
GK: και όντος αυτού εν Βηθανία εν τη οικία Σίμωνος του λεπρού κατακειμένου αυτού ήλθε γυνή έχουσα αλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικής πολυτελούς και συντρίψασα το αλάβαστρον κατέχεεν αυτού κατά της κεφαλής

Luke 19:29

KJV: And it came to pass when he was come nigh to Bethphage and Bethany at the mount called of Olives he sent two of his disciples
GK: και εγένετο ως ήγγισεν εις Βηθσφαγή και Βηθανίαν προς το όρος το καλούμενον ελαιών απέστειλε δύο των μαθητών αυτού

Luke 24:50

KJV: And he led them out as far as to Bethany and he lifted up his hands and blessed them
GK: εξήγαγε δε αυτούς έξω έως εις Βηθανίαν και επάρας τας χείρας αυτού ευλόγησεν αυτούς

John 11:1

KJV: Now a certain was sick Lazarus of Bethany the town of Mary and her sister Martha
GK: ην δε τις ασθενών Λάζαρος από Βηθανίας εκ της κώμης Μαρίας και Μάρθας της αδελφής αυτής

John 11:18

KJV: Now Bethany was nigh unto Jerusalem about fifteen furlongs off
GK: ην δε η Βηθανία εγγύς των Ιεροσολύμων ως από σταδίων δεκαπέντε

John 12:1

KJV: Then Jesus six days before the passover came to Bethany where Lazarus was which had been dead whom he raised from the dead
GK: ο ούν Ιησούς προ εξ ημέρων του πάσχα ήλθεν εις Βηθανίαν όπου ην Λάζαρος ο τεθνηκώς ον ήγειρεν εκ νεκρών

Βηθεσδά (Bethesda)

[edit]

John 5:2

KJV: Now there is at Jerusalem by the sheep a pool which is called in the Hebrew tongue Bethesda having five porches
GK: έστι δε εν τοις Ιεροσολύμοις επί τη προβατική κολυμβήθρα η επιλεγομένη Εβραϊστί Βηθεσδά πέντε στοάς έχουσα

Βηθλεέμ (Bethlehem)

[edit]

Matthew 2:1

KJV: Now when Jesus was born in Bethlehem of Judaea in the days of Herod the king behold there came wise men from the east to Jerusalem
GK: του δε Ιησού γεννηθέντος εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας εν ημέραις Ηρώδου του βασιλέως ιδού μάγοι από ανατολών παρεγένοντο εις Ιεροσόλυμα

Matthew 2:5

KJV: And they said unto him In Bethlehem of Judaea for thus it is written by the prophet
GK: οι δε είπον αυτώ εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας ούτως γαρ γέγραπται διά του προφήτου

Matthew 2:6

KJV: And thou Bethlehem the land of Juda art not the least among the princes of Juda for out of thee shall come a Governor that shall rule my people Israel
GK: και συ Βηθλεέμ γη Ιούδα ουδαμώς ελαχίστη ει εν τοις ηγεμόσιν Ιούδα εκ σου γαρ εξελεύσεται ηγούμενος όστις ποιμανεί τον λαόν μου τον Ισραήλ

Matthew 2:8

KJV: And he sent them to Bethlehem and said Go and search diligently for the young child and when ye have found bring me word again that I may come and worship him also
GK: και πέμψας αυτούς εις Βηθλεέμ είπε πορευθέντες ακριβώς εξετάσατε περί του παιδίου επάν δε εύρητε απαγγείλατέ μοι όπως καγώ ελθών προσκυνήσω αυτώ

Matthew 2:16

KJV: Then Herod when he saw that he was mocked of the wise men was exceeding wroth and sent forth and slew all the children that were in Bethlehem and in all the coasts thereof from two years old and under according to the time which he had diligently enquired of the wise men
GK: τότε Ηρώδης ιδών ότι ενεπαίχθη υπό των μάγων εθυμώθη λίαν και αποστείλας ανείλε πάντας τους παίδας τους εν Βηθλεέμ και εν πάσι τοις ορίοις αυτής από διετούς και κατωτέρω κατά τον χρόνον ον ηκρίβωσε παρά των μάγων

Luke 2:4

KJV: And Joseph also went up from Galilee out of the city of Nazareth into Judæa unto the city of David which is called Bethlehem because he was of the house and lineage of David
GK: ανέβη δε και Ιωσήφ από της Γαλιλαίας εκ πόλεως Ναζαρέθ εις την Ιουδαίαν εις πόλιν Δαβίδ ήτις καλείται Βηθλεέμ διά το είναι αυτόν εξ οίκου και πατριάς Δαβίδ

Luke 2:15

KJV: And it came to pass as the angels were gone away from them into heaven the shepherds said one to another Let us now go even unto Bethlehem and see this thing which is come to pass which the Lord hath made known unto us
GK: και εγένετο ως απήλθον απ΄ αυτών εις τον ουρανόν οι άγγελοι και οι άνθρωποι οι ποιμένες είπον προς αλλήλους διέλθωμεν δη έως Βηθλεέμ και ίδωμεν το ρήμα τούτο το γεγονός ο ο κύριος εγνώρισεν ημίν

John 7:42

KJV: Hath not the scripture said That Christ cometh of the seed of David and out of the town of Bethlehem where David was
GK: ουχί η γραφή είπεν ότι εκ του σπέρματος Δαβίδ και από Βηθλέεμ της κώμης όπου ην Δαβίδ ο Χριστός έρχεται

Βηθσαϊδά (Bethsaida)

[edit]

Matthew 11:21

KJV: Woe unto thee Chorazin woe unto thee Bethsaida for if the mighty works which were done in you had been done in Tyre and Sidon they would have repented long ago in sackcloth and ashes
GK: ουαί σοι Χοραζίν ουαί σοι Βηθσαϊδά ότι ει εν Τύρω και Σιδώνι εγένοντο αι δυνάμεις αι γενόμεναι εν υμίν πάλαι αν εν σάκκω και σποδώ μετενόησαν

Mark 6:45

KJV: And straightway he constrained his disciples to get into the ship and to go to the other side before unto Bethsaida while he sent away the people
GK: και ευθέως ηνάγκασε τους μαθητάς αυτού εμβήναι εις το πλοίον και προάγειν εις το πέραν προς Βηθσαϊδά έως αυτός απολύση τον όχλον

Mark 8:22

KJV: And he cometh to Bethsaida and they bring a blind man unto him and besought him to touch him
GK: και έρχεται εις Βηθσαϊδαν και φέρουσιν αυτώ τυφλόν και παρακαλούσιν αυτόν ίνα αυτού άψηται

Luke 9:10

KJV: And the apostles when they were returned told him all that they had done And he took them and went aside privately into a desert place belonging to the city called Bethsaida
GK: και υποστρέψαντες οι απόστολοι διηγήσαντο αυτώ όσα εποίησαν και παραλαβών αυτούς υπεχώρησε κατ΄ ιδίαν εις τόπον έρημον πόλεως καλουμένης Βηθσαϊδά

Luke 10:13

KJV: Woe unto thee Chorazin woe unto thee Bethsaida for if the mighty works had been done in Tyre and Sidon which have been done in you they had a great while ago repented sitting in sackcloth and ashes
GK: ουαί σοι Χωραζίν ουαί σοι Βηθσαϊδά ότι ει εν Τύρω και Σιδώνι εγένοντο αι δυνάμεις αι γενόμεναι εν υμίν πάλαι αν εν σάκκω και σποδώ καθήμεναι μετενόησαν

John 1:44

KJV: Now Philip was of Bethsaida the city of Andrew and Peter
GK: ην δε ο Φίλιππος από Βηθσαϊδά εκ της πόλεως Ανδρέου και Πέτρου

John 12:21

KJV: The same came therefore to Philip which was of Bethsaida of Galilee and desired him saying Sir we would see Jesus
GK: ούτοι ούν προσήλθον Φιλίππω τω από Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και ηρώτων αυτόν λέγοντες κύριε θέλομεν τον Ιησούν ιδείν

Βηθφαγή (Bethphage)

[edit]

Matthew 21:1

KJV: And when they drew nigh unto Jerusalem and were come to Bethphage unto the mount of Olives then sent Jesus two disciples
GK: και ότε ήγγισαν εις Ιεροσόλυμα και ήλθον εις Βηθσφαγή προς το όρος των ελαιών τότε ο Ιησούς απέστειλε δύο μαθητάς

Mark 11:1

KJV: And when they came nigh to Jerusalem unto Bethphage and Bethany at the mount of Olives he sendeth forth two of his disciples
GK: και ότε εγγίζουσιν εις Ιερουσαλήμ εις Βηθφαγή και Βηθανίαν προς το όρος των ελαιών αποστέλλει δύο των μαθητών αυτού

Luke 19:29

KJV: And it came to pass when he was come nigh to Bethphage and Bethany at the mount called of Olives he sent two of his disciples
GK: και εγένετο ως ήγγισεν εις Βηθσφαγή και Βηθανίαν προς το όρος το καλούμενον ελαιών απέστειλε δύο των μαθητών αυτού

βῆμα (judgment-seat)

[edit]

Matthew 27:19

KJV: When he was set down on the judgment seat his wife sent unto him saying Have thou nothing to do with that just man for I have suffered many things this day in a dream because of him
GK: καθημένου δε αυτού επί του βήματος απέστειλε προς αυτόν η γυνή αυτού λέγουσα μηδέν σοι και τω δικαίω εκείνω πολλά γαρ έπαθον σήμερον κατ΄ όναρ δι΄ αυτόν

John 19:13

KJV: When Pilate therefore heard that saying he brought Jesus forth and sat down in the judgment seat in a place that is called the Pavement but in the Hebrew Gabbatha
GK: ο ούν Πιλάτος ακούσας τούτον τον λόγον ήγαγεν έξω τον Ιησούν και εκάθισεν επί του βήματος εις τόπον λεγόμενον Λιθόστρωτον Εβραϊστί δε Γαββαθά

Acts 7:5

KJV: And he gave him none inheritance in it no, not to set his foot on yet he promised that he would give it to him for a possession and to his seed after him when he had no child
GK: και ουκ έδωκεν αυτώ κληρονομίαν εν αυτή ουδέ βήμα ποδός και επηγγείλατο δούναι αυτώ εις κατάσχεσιν αυτήν και τω σπέρματι αυτού μετ΄ αυτόν ουκ όντος αυτώ τέκνου

Acts 12:21

KJV: And upon a set day Herod arrayed in royal apparel sat upon his throne and made an oration unto them
GK: τακτή δε ημέρα ο Ηρώδης ενδυσάμενος εσθήτα βασιλικήν και καθίσας επί του βήματος εδημηγόρει προς αυτούς

Acts 18:12

KJV: And when Gallio was the deputy of Achaia the Jews made insurrection with one accord against Paul and brought him to the judgment seat
GK: Γαλλίωνος δε ανθυπατεύοντος της Αχαϊας κατεπέστησαν ομοθυμαδόν οι Ιουδαίοι τω Παύλω και ήγαγον αυτόν επί το βήμα

Acts 18:16

KJV: And he drave them from the judgment seat
GK: και απήλασεν αυτούς από του βήματος

Acts 18:17

KJV: Then all the Greeks took Sosthenes the chief ruler of the synagogue and beat before the judgment seat And Gallio cared for none of those things
GK: επιλαβόμενοι δε πάντες οι Έλληνες Σωσθένην τον αρχισυνάγωγον έτυπτον έμπροσθεν του βήματος και ουδέν τούτων τω Γαλλίωνι έμελλεν

Acts 25:6

KJV: And when he had tarried among them more than ten days he went down unto Cæsarea and the next day sitting on the judgment seat commanded Paul to be brought
GK: διατρίψας δε εν αυτοίς ημέρας πλείους η δέκα καταβάς εις Καισάρειαν τη επαύριον καθίσας επί του βήματος εκέλευσε τον Παύλον αχθήναι

Acts 25:10

KJV: Then said Paul I stand at Cæsar’s judgment seat where I ought to be judged to the Jews have I done no wrong as thou very well knowest
GK: είπε δε ο Παύλος επί του βήματος Καίσαρος εστώς ειμι ου με δει κρίνεσθαι Ιουδαίους ουδέν ηδίκησα ως και συ κάλλιον επιγινώσκεις

Acts 25:17

KJV: Therefore when they were come hither without any delay on the morrow I sat on the judgment seat and commanded the man to be brought forth
GK: συνελθόντων ούν αυτών ενθάδε αναβολήν μηδεμίαν ποιησάμενος τη εξής καθίσας επί του βήματος εκέλευσα αχθήναι τον άνδρα

Romans 14:10

KJV: But why dost thou judge thy brother or why dost thou set at nought thy brother for we shall all stand before the judgment seat of Christ
GK: συ δε τι κρίνεις τον αδελφόν σου η και συ τι εξουθενείς τον αδελφόν σου πάντες γαρ παραστησόμεθα τω βήματι του χριστού

2 Corinthians 5:10

KJV: For we must all appear before the judgment seat of Christ that every one may receive the things in body according to that he hath done whether good or bad
GK: τους γαρ πάντας ημάς φανερωθήναι δει έμπροσθεν του βήματος του χριστού ίνα κομίσηται έκαστος τα διά του σώματος προς α έπραξεν είτε αγαθόν είτε κακόν

βήρυλλος (beryl)

[edit]

Revelation 21:20

KJV: The fifth sardonyx the sixth sardius the seventh chrysolite the eighth beryl the ninth a topaz the tenth a chrysoprasus the eleventh a jacinth the twelfth an amethyst
GK: ο πέμπτος σαρδόνυξ ο έκτος σάρδιος ο έβδομος χρυσόλιθος ο όγδοος βήρυλλος ο ένατος τοπάζιον ο δέκατος χρυσόπρασος ο ενδέκατος υάκινθος ο δωδέκατος αμέθυστος

βία (violence)

[edit]

Acts 5:26

KJV: Then went the captain with the officers and brought them without violence for they feared the people lest they should have been stoned
GK: τότε απελθών ο στρατηγός συν τοις υπηρέταις ήγαγεν αυτούς ου μετά βίας εφοβούντο γαρ τον λαόν ίνα μη λιθασθώσιν

Acts 21:35

KJV: And when he came upon the stairs so it was that he was borne of the soldiers for the violence of the people
GK: ότε δε εγένετο επί τους αναβάθμους συνέβη βαστάζεσθαι αυτόν υπό των στρατιωτών διά την βίαν του όχλου

Acts 24:7

KJV: But the chief captain Lysias came and with great violence took away out of our hands
GK: παρελθών δε Λυσίας ο χιλίαρχος πολής βίας εκ των χειρών ημών απήγαγε

Acts 27:41

KJV: And falling into a place where two seas met they ran the ship aground and the forepart stuck fast and remained unmoveable but the hinder part was broken with the violence of the waves
GK: περιπεσόντες δε εις τόπον διθάλασσον επώκειλαν την ναύν και η μεν πρώρα ερείσασα έμεινεν ασάλευτος η δε πρύμνα ελύετο υπό της βίας των κυμάτων

βιάζω (press)

[edit]

Matthew 11:12

KJV: And from the days of John the Baptist until now the kingdom of heaven suffereth violence and the violent take it by force
GK: από δε των ημερών Ιωάννου του βαπτιστού έως άρτι η βασιλεία των ουρανών βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν

Luke 16:16

KJV: The law and the prophets until John since that time the kingdom of God is preached and every man presseth into it
GK: ο νόμος και οι προφήται έως Ιωάννου από τότε η βασιλεία του θεού ευαγγελίζεται και πας εις αυτήν βιάζεται

βίαιος (mighty)

[edit]

Acts 2:2

KJV: And suddenly there came a sound from heaven as of a rushing mighty wind and it filled all the house where they were sitting
GK: και εγένετο άφνω εκ του ουρανού ήχος ώσπερ φερομένης πνοής βιαίας και επλήρωσεν όλον τον οίκον ου ήσαν καθήμενοι

βιαστής (violent)

[edit]

Matthew 11:12

KJV: And from the days of John the Baptist until now the kingdom of heaven suffereth violence and the violent take it by force
GK: από δε των ημερών Ιωάννου του βαπτιστού έως άρτι η βασιλεία των ουρανών βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν

βιβλιδάριον (little book)

[edit]

Revelation 10:2

KJV: And he had in his hand a little book open and he set his right foot upon the sea and left on the earth
GK: και είχεν εν τη χειρί αυτού βιβλιδάριον ανεωγμένον και έθηκε τον πόδα αυτού τον δεξιόν επί της θαλασσης τον δε ευώνυμον επί της γης

Revelation 10:8

KJV: And the voice which I heard from heaven spake unto me again and said Go take the little book which is open in the hand of the angel which standeth upon the sea and upon the earth
GK: και η φωνή ην ήκουσα εκ του ουρανού πάλιν λαλούσα μετ΄ εμού και λέγουσα ύπαγε λάβε το βιβλιδάριον το ανεωγμενον εν τη χειρί του αγγέλου του εστώτος επί της θαλάσσης και επί της γης

Revelation 10:9

KJV: And I went unto the angel and said unto him Give me the little book And he said unto me Take and eat it up and it shall make thy belly bitter but it shall be in thy mouth sweet as honey
GK: και απήλθον προς τον άγγελον λέγων αυτώ δος μοι το βιβλιδάριον και λέγει μοι λάβε και κατάφαγε αυτό και πικρανεί σου την κοιλίαν αλλ΄ εν τω στόματί σου έσται γλυκύ ως μέλι

Revelation 10:10

KJV: And I took the little book out of the angel’s hand and ate it up and it was in my mouth sweet as honey and as soon as I had eaten it my belly was bitter
GK: και έλαβον το βιβλιδάριον εκ της χειρός του αγγέλου και κατέφαγον αυτό και ην εν τω στόματί μου ως μέλι γλυκύ και ότε έφαγον αυτό επικράνθη η κοιλία μου

βιβλίον (bill)

[edit]

Matthew 19:7

KJV: They say unto him Why did Moses then command to give a writing of divorcement and to put her away
GK: λέγουσιν αυτώ τι ουν Μωσής ενετείλατο δούναι βιβλίον αποστασίου και απολύσαι αυτήν

Mark 10:4

KJV: And they said Moses suffered to write a bill of divorcement and to put her away
GK: οι δε είπον Μωσής επέτρεψεν βιβλίον αποστασίου γράψαι και απολύσαι

Luke 4:17

KJV: And there was delivered unto him the book of the prophet Esaias And when he had opened the book he found the place where it was written
GK: και επεδόθη αυτώ βιβλίον Ησαϊου του προφήτου και αναπτύξας το βιβλίον εύρε τον τόπον ου ην γεγραμμένον

Luke 4:20

KJV: And he closed the book and he gave again to the minister and sat down And the eyes of all them that were in the synagogue were fastened on him
GK: και πτύξας το βιβλίον αποδούς τω υπηρέτη εκάθισε και πάντων εν τη συναγωγή οι οφθαλμοί ήσαν ατενίζοντες αυτώ

John 20:30

KJV: And many other signs truly did Jesus in the presence of his disciples which are not written in this book
GK: πολλά μεν ούν και αλλά σημεία εποίησεν ο Ιησούς ενώπιον των μαθητών αυτού α ουκ έστι γεγραμμένα εν τω βιβλίω τούτω

John 21:25

KJV: And there are also many other things which Jesus did the which if they should be written every one I suppose that even the world itself could not contain the books that should be written Amen
GK: έστι δε και άλλα πολλά όσα εποίησεν ο Ιησούς άτινα εάν γράφηται καθ΄ εν ουδέ αυτόν οίμαι τον κόσμον χωρήσαι τα γραφόμενα βιβλία αμην

Galatians 3:10

KJV: For as many as are of the works of the law are under the curse for it is written Cursed every one that continueth not in all things which are written in the book of the law to do them
GK: όσοι γαρ εξ έργων νόμου εισίν υπό κατάραν εισί γέγραπται γαρ επικατάρατος πας ος ουκ εμμένει εν πάσι τοις γεγραμμένοις εν τω βιβλίω του νομου του ποιήσαι αυτά

2 Timothy 4:13

KJV: The cloke that I left at Troas with Carpus when thou comest bring and the books especially the parchments
GK: τον φελόνην ον απέλιπον εν Τρωάδι παρά Κάρπω ερχόμενος φέρε και τα βιβλία μάλιστα τας μεμβράνας

Hebrews 9:19

KJV: For when Moses had spoken every precept to all the people according to the law he took the blood of calves and of goats with water and scarlet wool and hyssop sprinkled both the book and all the people
GK: λαληθείσης γαρ πάσης εντολής κατά τον νόμον υπό Μωϋσέως παντί τω λαώ λαβών το αίμα των μόσχων και τράγων μετά ύδατος και ερίου κοκκίνου και υσσώπου αυτό τε το βιβλίον και πάντα τον λαόν ερράντισε

Hebrews 10:7

KJV: Then said I Lo I come in the volume of the book it is written of me to do thy will O God
GK: τότε είπον ιδού ήκω εν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται περί εμού του ποιήσαι ο θεός το θέλημά σου

Revelation 1:11

KJV: Saying I am Alpha and Omega the first and the last and What thou seest write in a book and send unto the seven churches which are in Asia unto Ephesus and unto Smyrna and unto Pergamos and unto Thyatira and unto Sardis and unto Philadelphia and unto Laodicea
GK: λεγούσης ο βλέπεις γράψον εις βιβλίον και πέμψον ταις επτά εκκλησίαις εις Εφεσον και εις Σμύρναν και εις Πέργαμον και εις Θυάτειρα και εις Σάρδεις και εις Φιλαδέλφειαν και εις Λαοδίκειαν

Revelation 5:1

KJV: And I saw in the right hand of him that sat on the throne a book written within and on the backside sealed with seven seals
GK: και είδον επί την δεξιάν του καθημένου επί του θρόνου βιβλίον γεγραμμένον έσωθεν και έξωθεν κατεσφραγισμένον σφραγίσιν επτά

Revelation 5:2

KJV: And I saw a strong angel proclaiming with a loud voice Who is worthy to open the book and to loose the seals thereof
GK: και είδον άγγελον ισχυρόν κηρύσσοντα φωνή μεγάλη τις εστιν άξιος ανοίξαι το βιβλίον και λύσαι τας σφραγίδας αυτού

Revelation 5:3

KJV: And no man in heaven nor in earth neither under the earth was able to open the book neither to look thereon
GK: και ουδείς εδύνατο εν τω ουρανώ ουδέ επί της γης ουδέ υποκάτω της γης ανοίξαι το βιβλίον ουδέ βλέπειν αυτό

Revelation 5:4

KJV: And I wept much because no man was found worthy to open and to read the book neither to look thereon
GK: και εγώ έκλαιον πολύ ότι ουδείς άξιος ευρέθη ανοίξαι και αναγνώναι το βιβλίον ούτε βλέπειν αυτό

Revelation 5:5

KJV: And one of the elders saith unto me Weep not behold the Lion of the tribe of Juda the Root of David hath prevailed to open the book and to loose the seven seals thereof
GK: και εις εκ των πρεσβυτέρων λέγει μοι μη κλαίε ιδού ενίκησεν ο λέων ο ων εκ της φυλής Ιούδα η ρίζα Δαβίδ ανοίξαι το βιβλίον και λυσαι τας επτά σφραγίδας αυτού

Revelation 5:7

KJV: And he came and took the book out of the right hand of him that sat upon the throne
GK: και ήλθε και είληφεν εκ της δεξιάς του καθημένου επί του θρόνου βιβλίον

Revelation 5:8

KJV: And when he had taken the book the four beasts and four twenty elders fell down before the Lamb having every harps and golden vials full of odours which are the prayers of saints
GK: και ότε έλαβε το βιβλίον τα τέσσαρα ζώα και εικοσιτέσσαρες πρεσβύτεροι έπεσαν ενώπιον του αρνίου έχοντες έκαστος κιθάρας και φιάλας χρυσάς γεμούσας θυμιαμάτων αι εισιν αι προσευχαί των αγίων

Revelation 5:9

KJV: And they sung a new song saying Thou art worthy to take the book and to open the seals thereof for thou wast slain and hast redeemed us to God by thy blood out of every kindred and tongue and people and nation
GK: και άδουσιν ωδήν καινήν λέγοντες άξιος ει λαβείν το βιβλίον και ανοίξαι τας σφραγίδας αυτού ότι εσφάγης και ηγόρασας τω θεώ ημάς εν τω αίματί σου εκ πάσης φυλής και γλώσσης και λαού και έθνους

Revelation 6:14

KJV: And the heaven departed as a scroll when it is rolled together and every mountain and island were moved out of their places
GK: και ο ουρανός απεχωρίσθη ως βιβλίον ελισσόμενον και παν όρος και νήσος εκ των τόπων αυτών εκινήθησαν

Revelation 17:8

KJV: The beast that thou sawest was and is not and shall ascend out of the bottomless pit and go into perdition and they that dwell on the earth shall wonder whose names were not written in the book of life from the foundation of the world when they behold the beast that was and is not and yet is
GK: το θηρίον ο είδες ην και ουκ έστι και μέλλει αναβαίνειν εκ της αβύσσου και εις απώλειαν υπάγειν και θαυμάσονται οι κατοικούντες επί της γης ων ου γέγραπται τα ονόματα επί το βιβλίον της ζωης από καταβολής κόσμου βλέποντων το θηρίον ότι ην και ουκ έστι και παρεσται

Revelation 20:12

KJV: And I saw the dead small and great stand before God and the books were opened and another book was opened which is of life and the dead were judged out of those things which were written in the books according to their works
GK: και είδον τους νεκρούς τους μεγάλους και τους μικρούς εστώτας ενώπιον του θρόνου και βιβλια ανεώχθησαν και άλλο βιβλίον ανεώχθη ο εστι της ζωής και εκρίθησαν οι νεκροί εκ των γεγραμμένων εν τοις βιβλίοις κατά τα έργα αυτών

Revelation 21:27

KJV: And there shall in no wise enter into it any thing that defileth neither worketh abomination or a lie but they which are written in the Lamb’s book of life
GK: και ου εισέλθη εις αυτήν παν κοινόν και ποιούν βδέλυγμα και ψεύδος ει οι γεγραμμένοι εν τω βιβλίω της ζωής του αρνίου

Revelation 22:7

KJV: Behold I come quickly blessed he that keepeth the sayings of the prophecy of this book
GK: ιδού έρχομαι ταχύ μακάριος ο τηρών τους λόγους της προφητείας του βιβλίου τούτου

Revelation 22:9

KJV: Then saith he unto me See not for I am thy fellowservant and of thy brethren the prophets and of them which keep the sayings of this book worship God
GK: και λέγει μοι όρα μη σύνδουλός σου γαρ ειμι και των αδελφών σου των προφητών και των τηρούντων τους λόγους του βιβλίου τούτου τω θεώ προσκύνησον

Revelation 22:10

KJV: And he saith unto me Seal not the sayings of the prophecy of this book for the time is at hand
GK: και λέγει μοι μη σφραγίσης τους λόγους της προφητείας του βιβλίου τούτου ότι ο καιρός εγγύς εστιν

Revelation 22:18

KJV: For I testify unto every man that heareth the words of the prophecy of this book If any man shall add unto these things God shall add unto him the plagues that are written in this book
GK: μαρτυρώ εγώ παντί ακούοντι τους λόγους της προφητείας του βιβλίου τούτου εάν τις επιτιθή επ΄ αύτα επιθήσει επ΄ αυτόν ο θεός τας πληγάς τας γεγραμμένας εν τω βιβλίω τούτω

Revelation 22:19

KJV: And if any man shall take away from the words of the book of this prophecy God shall take away his part out of the book of life and out of the holy city and the things which are written in this book
GK: και εάν τις αφέλη από των λόγων του βιβλίου της προφητείας ταύτης αφέλοι ο θεός το μέρος αυτού από του ξύλου της ζωής και εκ της πόλεως της αγίας των γεγραμμένων εν τω βιβλίω τούτω

βίβλος (book)

[edit]

Matthew 1:1

KJV: The book of the generation of Jesus Christ the son of David the son of Abraham
GK: βίβλος γενέσεως Ιησού Χριστού υιού Δαβίδ υιού Αβραάμ

Mark 12:26

KJV: And as touching the dead that they rise have ye not read in the book of Moses how in the bush God spake unto him saying I the God of Abraham and the God of Isaac and the God of Jacob
GK: περί δε των νεκρών ότι εγείρονται ουκ ανέγνωτε εν τη βίβλω Μωσέως επί της βάτου ως είπεν αυτώ ο θεός λέγων εγώ ο θεός Αβραάμ και ο θεός Ισαάκ και ο θεός Ιακώβ

Luke 3:4

KJV: As it is written in the book of the words of Esaias the prophet saying The voice of one crying in the wilderness Prepare ye the way of the Lord make his paths straight
GK: ως γέγραπται εν βίβλω λόγων Ησαϊου του προφήτου λέγοντος φωνή βοώντος εν τη ερήμω ετοιμάσατε την οδόν κυρίου ευθείας ποιείτε τας τρίβους αυτού

Luke 20:42

KJV: And David himself saith in the book of Psalms LORD said unto my Lord Sit thou on my right hand
GK: και αυτός Δαβίδ λέγει εν βίβλω ψαλμών είπεν ο κύριος τω κυρίω μου κάθου εκ δεξιών μου

Acts 1:20

KJV: For it is written in the book of Psalms Let his habitation be desolate and let no man dwell therein and his bishoprick let another take
GK: γέγραπται γαρ εν βίβλω ψαλμών γενηθήτω η έπαυλις αυτού έρημος και μη έστω ο κατοικών εν αυτή και την επισκοπήν αυτού λάβοι έτερος

Acts 7:42

KJV: Then God turned and gave them up to worship the host of heaven as it is written in the book of the prophets house of Israel have ye offered to me slain beasts and sacrifices forty years in the wilderness
GK: έστρεψε δε ο θεός και παρέδωκεν αυτούς λατρεύειν τη στρατιά του ουρανού καθώς γέγραπται εν βίβλω των προφητών μη σφάγια και θυσίας προσηνέγκατέ μοι έτη τεσσαράκοντα εν τη ερήμω οίκος Ισραήλ

Acts 19:19

KJV: Many of them also which used curious arts brought their books together and burned them before all and they counted the price of them and found fifty thousand of silver
GK: ικανοί δε των τα περίεργα πραξάντων συνενέγκαντες τας βίβλους κατέκαιον ενώπιον πάντων και συνεψήφισαν τας τιμάς αυτών και εύρον αργυρίου μυριάδας πέντε

Philippians 4:3

KJV: And I intreat thee also true yokefellow help those women which laboured with me in the gospel with Clement also and other my fellowlabourers whose names in the book of life
GK: ναι ερωτώ και σε σύζυγε γνήσιε συλλαμβάνου αυταίς αίτινες εν τω ευαγγελίω συνήθλησάν μοι μετά και Κλήμεντος και των λοιπών συνεργών μου ων τα ονόματα εν βίβλω ζωης

Revelation 3:5

KJV: He that overcometh the same shall be clothed in white raiment and I will not blot out his name out of the book of life but I will confess his name before my Father and before his angels
GK: ο νικών ούτος περιβαλείται εν ιματίοις λευκοίς και ου εξαλείψω το όνομα αυτού εκ της βίβλου της ζωής και ομολογησομαι το όνομα αυτού ενώπιον του πατρός μου και ενώπιον των αγγέλων αυτου

Revelation 13:8

KJV: And all that dwell upon the earth shall worship him whose names are not written in the book of life of the Lamb slain from the foundation of the world
GK: και προσκυνήσουσιν αυτώ παντες οι κατοικούντες επί της γης ων ου γέγραπται το όνομα εν τω βιβλιω της ζωής του αρνίου του εσφαγμένου από καταβολής κόσμου

Revelation 20:15

KJV: And whosoever was not found written in the book of life was cast into the lake of fire
GK: και ει ουχ ευρέθη εν τη βίβλω της ζωής γεγραμμένος εβλήθη εις την λίμνην του πυρός

Revelation 22:19

KJV: And if any man shall take away from the words of the book of this prophecy God shall take away his part out of the book of life and out of the holy city and the things which are written in this book
GK: και εάν τις αφέλη από των λόγων του βιβλίου της προφητείας ταύτης αφέλοι ο θεός το μέρος αυτού από του ξύλου της ζωής και εκ της πόλεως της αγίας των γεγραμμένων εν τω βιβλίω τούτω

βιβρώσκω (eat)

[edit]

John 6:13

KJV: Therefore they gathered together and filled twelve baskets with the fragments of the five barley loaves which remained over and above unto them that had eaten
GK: συνήγαγον ούν και εγέμισαν δώδεκα κοφίνους κλασμάτων εκ των πέντε άρτων των κριθίνων α επερίσσευσε τοις βεβρωκόσιν

βιθυνία (Bithynia)

[edit]

Acts 16:7

KJV: After they were come to Mysia they assayed to go into Bithynia but the Spirit suffered them not
GK: ελθόντες κατά την Μυσίαν επείραζον κατά την Βιθυνίαν πορεύεσθαι και ουκ είασεν αυτούς το πνεύμα

1 Peter 1:1

KJV: Peter an apostle of Jesus Christ to the strangers scattered throughout Pontus Galatia Cappadocia Asia and Bithynia
GK: Πέτρος απόστολος Ιησού χριστού εκλεκτοίς παρεπιδήμοις διασποράς Πόντου Γαλατίας Καππαδοκίας Ασίας και Βιθυνίας

βίος (good)

[edit]

Mark 12:44

KJV: For all did cast in of their abundance but she of her want did cast in all that she had all her living
GK: πάντες γαρ εκ του περισσεύοντος αυτοίς έβαλον αύτη δε εκ της υστερήσεως αυτής πάντα όσα είχεν έβαλεν όλον τον βίον αυτής

Luke 8:14

KJV: And that which fell among thorns are they which when they have heard go forth and are choked with cares and riches and pleasures of life and bring no fruit to perfection
GK: το δε εις τας ακάνθας πεσόν ούτοί εισιν οι ακούσαντες και υπό μεριμνών και πλούτου και ηδονών του βίου πορευόμενοι συμπνίγονται και ου τελεσφορούσι

Luke 8:43

KJV: And a woman having an issue of blood twelve years which had spent all her living upon physicians neither could be healed of any
GK: και γυνή ούσα εν ρύσει αίματος από ετών δώδεκα ήτις εις ιατρούς προσαναλώσασα όλον τον βίον ουκ ίσχυσεν υπ΄ ουδενός θεραπευθήναι

Luke 15:12

KJV: And the younger of them said to father Father give me the portion of goods that falleth And he divided unto them living
GK: και είπεν ο νεώτερος αυτών τω πατρί πάτερ δος μοι το επιβάλλον μέρος της ουσίας και διείλεν αυτοίς τον βίον

Luke 15:30

KJV: But as soon as this thy son was come which hath devoured thy living with harlots thou hast killed for him the fatted calf
GK: ότε δε ο υιός σου ούτος ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών ήλθεν έθυσας αυτώ τον μόσχον τον σιτευτόν

Luke 21:4

KJV: For all these have of their abundance cast in unto the offerings of God but she of her penury hath cast in all the living that she had
GK: άπαντες γαρ ούτοι εκ του περισσεύοντος αυτοίς έβαλον εις τα δώρα του θεού αύτη δε εκ του υστερήματος αυτής άπαντα τον βίον ον είχεν έβαλε

1 Timothy 2:2

KJV: For kings and all that are in authority that we may lead a quiet and peaceable life in all godliness and honesty
GK: υπέρ βασιλέων και πάντων των εν υπεροχή όντων ίνα ήρεμον και ησύχιον βίον διάγωμεν εν πάση ευσεβεία και σεμνότητι

2 Timothy 2:4

KJV: No man that warreth entangleth himself with the affairs of life that he may please him who hath chosen him to be a soldier
GK: ουδείς στρατευόμενος εμπλέκεται ταις του βίου πραγματείαις ίνα τω στρατολογήσαντι αρέση

1 Peter 4:3

KJV: For the time past of life may suffice us to have wrought the will of the Gentiles when we walked in lasciviousness lusts excess of wine revellings banquetings and abominable idolatries
GK: αρκετός γαρ ημίν ο παρεληλυθώς χρόνος του βίου το θέλημα των εθνών κατεργάσασθαι πεπορευμένους εν ασελγείαις επιθυμίαις οινοφλυγίαις κώμοις πότοις και αθεμίτοις ειδωλολατρείας

1 John 2:16

KJV: For all that in the world the lust of the flesh and the lust of the eyes and the pride of life is not of the Father but is of the world
GK: ότι παν το εν τω κόσμω η επιθυμία της σαρκός και η επιθυμία των οφθαλμών και η αλαζονεία του βίου ουκ έστιν εκ του πατρός αλλ΄ εκ του κόσμου εστί

1 John 3:17

KJV: But whoso hath this world’s good and seeth his brother have need and shutteth up his bowels from him how dwelleth the love of God in him
GK: ος δ΄ αν έχη τον βίον του κόσμου και θεωρή τον αδελφόν αυτού χρείαν έχοντα και κλείση τα σπλάγχνα αυτού απ΄ αυτού πως η αγάπη του θεού μένει εν αυτώ

βιόω (live)

[edit]

1 Peter 4:2

KJV: That he no longer should live the rest of time in the flesh to the lusts of men but to the will of God
GK: εις το μηκέτι ανθρώπων επιθυμίαις αλλά θελήματι θεού τον επίλοιπον εν σαρκί βιώσαι χρόνον

βίωσις (manner of life)

[edit]

Acts 26:4

KJV: My manner of life from my youth which was at the first among mine own nation at Jerusalem know all the Jews
GK: την μεν ουν βίωσίν μου την εκ νεότητος την απ΄ αρχής γενομένην εν τω έθνει μου εν Ιεροσολύμοις ίσασι πάντες οι Ιουδαίοι

βιωτικός (of (pertaining to)

[edit]

Luke 21:34

KJV: And take heed to yourselves lest at any time your hearts be overcharged with surfeiting and drunkenness and cares of this life and that day come upon you unawares
GK: προσέχετε δε εαυτοίς μήποτε βαρυνθώσιν υμών αι καρδίαι εν κραιπάλη και μέθη και μερίμναις βιωτικαίς και αιφνίδιος εφ΄ υμάς επιστή η ημέρα εκείνη

1 Corinthians 6:3

KJV: Know ye not that we shall judge angels how much more things that pertain to this life
GK: ουκ οίδατε ότι αγγέλους κρινούμεν μήτι γε βιωτικά

1 Corinthians 6:4

KJV: If then ye have judgments of things pertaining to this life set them to judge who are least esteemed in the church
GK: βιωτικά μεν ούν κριτήρια εάν έχητε τους εξουθενημένους εν τη εκκλησία τούτους καθίζετε

βλαβερός (hurtful)

[edit]

1 Timothy 6:9

KJV: But they that will be rich fall into temptation and a snare and many foolish and hurtful lusts which drown men in destruction and perdition
GK: οι δε βουλόμενοι πλουτείν εμπίπτουσιν εις πειρασμόν και παγίδα και επιθυμίας πολλάς ανοήτους και βλαβεράς αίτινες βυθίζουσι τους ανθρώπους εις όλεθρον και απώλειαν

βλάπτω (hurt)

[edit]

Mark 16:18

KJV: They shall take up serpents and if they drink any deadly thing it shall not hurt them they shall lay hands on the sick and they shall recover
GK: όφεις αρούσι καν θανάσιμόν τι πίωσιν ου αυτούς βλάψει επί αρρώστους χείρας επιθήσουσι και καλώς έξουσιν

Luke 4:35

KJV: And Jesus rebuked him saying Hold thy peace and come out of him And when the devil had thrown him in the midst he came out of him and hurt him not
GK: και επετίμησεν αυτώ ο Ιησούς λέγων φιμώθητι και έξελθε εξ αυτού και ρίψαν αυτόν το δαιμόνιον εις μέσον εξήλθεν απ΄ αυτού μηδέν βλάψαν αυτόν

βλαστάνω (bring forth)

[edit]

Matthew 13:26

KJV: But when the blade was sprung up and brought forth fruit then appeared the tares also
GK: ότε δε εβλάστησεν ο χόρτος και καρπόν εποίησε τότε εφάνη και τα ζιζάνια

Mark 4:27

KJV: And should sleep and rise night and day and the seed should spring and grow up he knoweth not how
GK: και καθεύδη και εγείρηται νύκτα και ημέραν και ο σπόρος βλαστάνη και μηκύνηται ως ουκ οίδεν αυτός

Hebrews 9:4

KJV: Which had the golden censer and the ark of the covenant overlaid round about with gold where in the golden pot that had manna and Aaron’s rod that budded and the tables of the covenant
GK: χρυσούν έχουσα θυμιατήριον και την κιβωτόν της διαθήκης περικεκαλυμμένην πάντοθεν χρυσίω εν η στάμνος χρυσή έχουσα το μάννα και η ράβδος Ααρών η βλαστήσασα και αι πλάκες της διαθήκης

James 5:18

KJV: And he prayed again and the heaven gave rain and the earth brought forth her fruit
GK: και πάλιν προσηύξατο και ο ουρανός υετόν έδωκε και η γη εβλάστησε τον καρπόν αυτής

Βλάστος (Blastus)

[edit]

Acts 12:20

KJV: And Herod was highly displeased with them of Tyre and Sidon but they came with one accord to him and having made Blastus the king’s chamberlain their friend desired peace because their country was nourished by the king’s
GK: ην δε Ηρώδης θυμομαχών Τυρίοις και Σιδωνίοις ομοθυμαδόν δε παρήσαν προς αυτόν και πείσαντες Βλάστον τον επί του κοιτώνος του βασιλεώς ητούντο ειρήνην διά το τρέφεσθαι αυτών την χώραν από της βασιλικής

βλασφημέω ((speak) blaspheme(-er)

[edit]

Matthew 9:3

KJV: And behold certain of the scribes said within themselves This blasphemeth
GK: και ιδού τινές των γραμματέων είπον εν εαυτοίς ούτος βλασφημεί

Matthew 26:65

KJV: Then the high priest rent his clothes saying He hath spoken blasphemy what further need have we of witnesses behold now ye have heard his blasphemy
GK: τότε ο αρχιερεύς διέρρηξε τα ιμάτια αυτού λέγων ότι εβλασφήμησε τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων ίδε νυν ηκούσατε την βλασφημίαν αυτού

Matthew 27:39

KJV: And they that passed by reviled him wagging their heads
GK: οι δε παραπορευόμενοι εβλασφήμουν αυτόν κινούντες τας κεφαλάς αυτών

Mark 3:28

KJV: Verily I say unto you All sins shall be forgiven unto the sons of men and blasphemies wherewith soever they shall blaspheme
GK: αμήν λέγω υμίν ότι πάντα αφεθήσεται τα αμαρτήματα τοις υιοίς των ανθρώπων και βλασφημίαι όσας αν βλασφημήσωσιν

Mark 3:29

KJV: But he that shall blaspheme against the Holy Ghost hath never forgiveness but is in danger of eternal damnation
GK: ος δ΄ αν βλασφημήση εις το πνεύμα το άγιον ουκ έχει άφεσιν εις τον αιώνα αλλ΄ ένοχός εστιν αιωνίου κρίσεως

Mark 15:29

KJV: And they that passed by railed on him wagging their heads and saying Ah thou that destroyest the temple and buildest in three days
GK: και οι παραπορευόμενοι εβλασφήμουν αυτόν κινούντες τας κεφαλάς αυτών και λέγοντες ουά ο καταλύων τον ναόν και εν τρισίν ημέραις οικοδομών

Luke 12:10

KJV: And whosoever shall speak a word against the Son of man it shall be forgiven him but unto him that blasphemeth against the Holy Ghost it shall not be forgiven
GK: και πας ος ερεί λόγον εις τον υιόν του ανθρώπου αφεθήσεται αυτώ τω δε εις το άγιον πνεύμα βλασφημήσαντι ουκ αφεθήσεται

Luke 22:65

KJV: And many other things blasphemously spake they against him
GK: και έτερα πολλά βλασφημούντες έλεγον εις αυτόν

Luke 23:39

KJV: And one of the malefactors which were hanged railed on him saying If thou be Christ save thyself and us
GK: εις δε των κρεμασθέντων κακούργων εβλασφήμει αυτόν λέγων ει συ ει ο Χριστός σώσον σεαυτόν και ημάς

John 10:36

KJV: Say ye of him, whom the Father hath sanctified and sent into the world Thou blasphemest because I said I am the Son of God
GK: ον ο πατήρ ηγίασεν και απέστειλεν εις τον κόσμον υμείς λέγετε ότι βλασφημείς ότι είπον υιός του θεού ειμι

Acts 13:45

KJV: But when the Jews saw the multitudes they were filled with envy and spake against those things which were spoken by Paul contradicting and blaspheming
GK: ιδόντες δε οι Ιουδαίοι τους όχλους επλήσθησαν ζήλου και αντέλεγον τοις υπό του Παύλου λεγομένοις αντιλέγοντες και βλασφημούντες

Acts 18:6

KJV: And when they opposed themselves and blasphemed he shook raiment and said unto them Your blood upon your own heads I clean from henceforth I will go unto the Gentiles
GK: αντιτασσομένων δε αυτών και βλασφημούντων εκτιναξάμενος τα ιμάτια είπε προς αυτούς το αίμα υμών επί την κεφαλήν υμών καθαρός εγώ από του νυν εις τα έθνη πορεύσομαι

Acts 19:37

KJV: For ye have brought hither these men which are neither robbers of churches nor yet blasphemers of your goddess
GK: ηγάγετε γαρ τους άνδρας τούτους ούτε ιεροσύλους ούτε βλασφημούντας την θεόν υμών

Acts 26:11

KJV: And I punished them oft in every synagogue and compelled to blaspheme and being exceedingly mad against them I persecuted even unto strange cities
GK: και κατά πάσας τας συναγωγάς πολλάκις τιμωρών αυτούς ηνάγκαζον βλασφημείν περισσώς τε εμμαινόμενος αυτοίς εδίωκον έως και εις τας έξω πόλεις

Romans 2:24

KJV: For the name of God is blasphemed among the Gentiles through you as it is written
GK: το γαρ όνομα του θεού δι΄ υμάς βλασφημείται εν τοις έθνεσι καθώς γέγραπται

Romans 3:8

KJV: And not as we be slanderously reported and as some affirm that we say Let us do evil that good may come whose damnation is just
GK: και μη καθώς βλασφημούμεθα και καθώς φασί τινες ημάς λέγειν ότι ποιήσωμεν τα κακά ίνα έλθη τα αγαθά ων το κρίμα ένδικόν εστι

Romans 14:16

KJV: Let not then your good be evil spoken of
GK: μη βλασφημείσθω ούν υμών το αγαθόν

1 Corinthians 4:13

KJV: Being defamed we intreat we are made as the filth of the world the offscouring of all things unto this day
GK: βλασφημούμενοι παρακαλούμεν ως περικαθάρματα του κόσμου εγενήθημεν πάντων περίψημα έως άρτι

1 Corinthians 10:30

KJV: For if I by grace be a partaker why am I evil spoken of for that for which I give thanks
GK: ει εγώ χάριτι μετέχω τι βλασφημούμαι υπέρ ου εγώ ευχαριστώ

1 Timothy 1:20

KJV: Of whom is Hymenaeus and Alexander whom I have delivered unto Satan that they may learn not to blaspheme
GK: ων εστιν Υμέναιος και Αλέξανδρος ους παρέδωκα τω σατανά ίνα παιδευθώσι μη βλασφημείν

1 Timothy 6:1

KJV: Let as many servants as are under the yoke count their own masters worthy of all honour that the name of God and doctrine be not blasphemed
GK: όσοι εισίν υπό ζυγόν δούλοι τους ιδίους δεσπότας πάσης τιμής αξίους ηγείσθωσαν ίνα μη το όνομα του θεού και η διδασκαλία βλασφημήται

Titus 2:5

KJV: discreet chaste keepers at home good obedient to their own husbands that the word of God be not blasphemed
GK: σώφρονας αγνάς οικουρούς αγαθάς υποτασσομένας τοις ιδίοις ανδράσιν ίνα μη ο λόγος του θεού βλασφημήται

Titus 3:2

KJV: To speak evil of no man to be no brawlers gentle shewing all meekness unto all men
GK: μηδένα βλασφημείν αμάχους είναι επιεικείς πάσαν ενδεικνυμένους πραότητα προς πάντας ανθρώπους

James 2:7

KJV: Do not they blaspheme that worthy name by the which ye are called
GK: ουκ αυτοί βλασφημούσι το καλόν όνομα το επικληθέν εφ΄ υμάς

1 Peter 4:4

KJV: Wherein they think it strange that ye run not with to the same excess of riot speaking evil of
GK: εν ω ξενίζονται μη συντρεχόντων υμών εις την αυτήν της ασωτίας ανάχυσιν βλασφημούντες

1 Peter 4:14

KJV: If ye be reproached for the name of Christ happy for the spirit of glory and of God resteth upon you on their part he is evil spoken of but on your part he is glorified
GK: ει ονειδίζεσθε εν ονόματι χριστού μακάριοι ότι το της δόξης και το του θεού πνεύμα εφ΄ υμάς αναπαύεται κατά μεν αυτούς βλασφημείται κατά δε υμάς δοξάζεται

2 Peter 2:2

KJV: And many shall follow their pernicious ways by reason of whom the way of truth shall be evil spoken of
GK: και πολλοί εξακολουθήσουσιν αυτών ταις απωλείαις δι΄ ους η οδός της αληθείας βλασφημηθήσεται

2 Peter 2:10

KJV: But chiefly them that walk after the flesh in the lust of uncleanness and despise government Presumptuous selfwilled they are not afraid to speak evil of dignities
GK: μάλιστα δε τους οπίσω σαρκός εν επιθυμία μιασμού πορευομένους και κυριότητος καταφρονούντας τολμηταί αυθάδεις δόξας ου τρέμουσι βλασφημούντες

2 Peter 2:12

KJV: But these as natural brute beasts made to be taken and destroyed speak evil of the things that they understand not and shall utterly perish in their own corruption
GK: ούτοι δε ως άλογα ζώα φυσικά γεγεννημένα εις άλωσιν και φθοράν εν οις αγνοούσι βλασφημούντες εν τη φθορά αυτών καταφθαρήσονται

Jude 1:8

KJV: Likewise also these dreamers defile the flesh despise dominion and speak evil of dignities
GK: ομοίως μέντοι και ούτοι ενυπνιαζόμενοι σάρκα μεν μιαίνουσι κυριότητα δε αθετούσι δόξας δε βλασφημούσιν

βλασφημία (blasphemy)

[edit]

Matthew 12:31

KJV: Wherefore I say unto you All manner of sin and blasphemy shall be forgiven unto men but blasphemy the Ghost shall not be forgiven unto men
GK: διά τούτο λέγω υμίν πάσα αμαρτία και βλασφημία αφεθήσεται τοις ανθρώποις η του πνεύματος βλασφημία ουκ αφεθήσεται τοις ανθρώποις

Matthew 15:19

KJV: For out of the heart proceed evil thoughts murders adulteries fornications thefts false witness blasphemies
GK: εκ γαρ της καρδίας εξέρχονται διαλογισμοί πονηροί φόνοι μοιχείαι πορνείαι κλοπαί ψευδομαρτυρίαι βλασφημίαι

Matthew 26:65

KJV: Then the high priest rent his clothes saying He hath spoken blasphemy what further need have we of witnesses behold now ye have heard his blasphemy
GK: τότε ο αρχιερεύς διέρρηξε τα ιμάτια αυτού λέγων ότι εβλασφήμησε τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων ίδε νυν ηκούσατε την βλασφημίαν αυτού

Mark 2:7

KJV: Why doth this thus speak blasphemies who can forgive sins but God only
GK: τι ούτος ούτω λαλεί βλασφημίας τις δύναται αφιέναι αμαρτίας ει εις ο θεός

Mark 3:28

KJV: Verily I say unto you All sins shall be forgiven unto the sons of men and blasphemies wherewith soever they shall blaspheme
GK: αμήν λέγω υμίν ότι πάντα αφεθήσεται τα αμαρτήματα τοις υιοίς των ανθρώπων και βλασφημίαι όσας αν βλασφημήσωσιν

Mark 7:22

KJV: Thefts covetousness wickedness deceit lasciviousness an evil eye blasphemy pride foolishness
GK: κλοπαί πλεονεξίαι πονηρίαι δόλος ασέλγεια οφθαλμός πονηρός βλασφημία υπερηφανία αφροσύνη

Mark 14:64

KJV: Ye have heard the blasphemy what think ye And they all condemned him to be guilty of death
GK: ηκούσατε της βλασφημίας τι υμίν φαίνεται οι δε πάντες κατέκριναν αυτόν είναι ένοχον θανάτου

Luke 5:21

KJV: And the scribes and the Pharisees began to reason saying Who is this which speaketh blasphemies Who can forgive sins but God alone
GK: και ήρξαντο διαλογίζεσθαι οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι λέγοντες τις εστιν ούτος ος λαλεί βλασφημίας τις δύναται αφιέναι αμαρτίας ει μόνος ο θεος

John 10:33

KJV: The Jews answered him saying For a good work we stone thee not but for blasphemy and because that thou being a man makest thyself God
GK: απεκρίθησαν αυτώ οι Ιουδαίοι λέγοντες περί καλού εργού ου λιθάζομέν σε αλλά περί βλασφημίας και ότι συ άνθρωπος ων ποιείς σεαυτόν θεόν

Ephesians 4:31

KJV: Let all bitterness and wrath and anger and clamour and evil speaking be put away from you with all malice
GK: πάσα πικρία και θυμός και οργή και κραυγή και βλασφημία αρθήτω αφ΄ υμών συν πάση κακία

Colossians 3:8

KJV: But now ye also put off all these anger wrath malice blasphemy filthy communication out of your mouth
GK: νυνί δε απόθεσθε και υμείς τα πάντα οργήν θυμόν κακίαν βλασφημίαν αισχρολογίαν εκ του στόματος υμών

1 Timothy 6:4

KJV: He is proud knowing nothing but doting about questions and strifes of words where of cometh envy strife railings evil surmisings
GK: τετύφωται μηδέν επιστάμενος αλλά νοσών περί ζητήσεις και λογομαχίας εξ ων γίνεται φθόνος έρις βλασφημίαι υπόνοιαι πονηραί

Jude 1:9

KJV: Yet Michael the archangel when contending with the devil he disputed about the body of Moses durst not bring against him a railing accusation but said The Lord rebuke thee
GK: ο δε Μιχαήλ ο αρχάγγελος ότε τω διαβόλω διακρινόμενος διελέγετο περί του Μωσέως σώματος ουκ ετόλμησε κρίσιν επενεγκείν βλασφημίας αλλ΄ είπεν επιτιμήσαι σοι κύριος

Revelation 2:9

KJV: I know thy works and tribulation and poverty but thou art rich and the blasphemy of them which say they are Jews and are not but the synagogue of Satan
GK: οίδά σου τα έργα και την θλίψιν και την πτωχείαν αλλά πλούσιος ει και την βλασφημίαν των λεγόντων Ιουδαίους είναι εαυτούς και ουκ εισίν αλλά συναγωγή του σατανά

Revelation 13:1

KJV: And I stood upon the sand of the sea and saw a beast rise up out of the sea having seven heads and ten horns and upon his horns ten crowns and upon his heads the name of blasphemy
GK: και εστάθη επί την άμμον της θαλάσσης και είδον εκ της θαλάσσης θηρίον αναβαίνον έχον κέρατα δέκα και κεφαλάς επτά και επί των κεράτων αυτού δέκα διαδήματα και επί τας κεφαλάς αυτού ονόμα βλασφημίας

Revelation 13:5

KJV: And there was given unto him a mouth speaking great things and blasphemies and power was given unto him to continue forty two months
GK: και εδόθη αυτώ στόμα λαλούν μεγάλα και βλασφημίαν και εδόθη αυτώ εξουσία πόλεμον ποιήσαι μήνας τεσσαράκοντα δύο

Revelation 13:6

KJV: And he opened his mouth in blasphemy against God to blaspheme his name and his tabernacle and them that dwell in heaven
GK: και ήνοιξε το στόμα αυτού εις βλασφημίαν προς τον θεόν βλασφημήσαι το όνομα αυτού και την σκηνήν αυτού και τους εν τω ουρανώ σκηνούντας

Revelation 17:3

KJV: So he carried me in the spirit into the wilderness and I saw a woman sit upon a scarlet coloured beast full of names of blasphemy having seven heads and ten horns
GK: και απήνεγκέ με εις έρημον εν πνεύματι και είδον γυναίκα καθημένην επί θηρίον κόκκινον γέμον ονομάτων βλασφημίας έχον κεφαλάς επτά και κέρατα δέκα

βλάσφημος (blasphemer(-mous))

[edit]

Acts 6:11

KJV: Then they suborned men which said We have heard him speak blasphemous words against Moses and God
GK: τότε υπέβαλον άνδρας λέγοντας ότι ακηκόαμεν αυτού λαλούντος ρήματα βλάσφημα εις Μωυσήν και τον θεόν

Acts 6:13

KJV: And set up false witnesses which said This man ceaseth not to speak blasphemous words against this holy place and the law
GK: έστησάν τε μάρτυρας ψευδείς λέγοντας ο άνθρωπος ούτος ου παύεται ρήματα βλάσφημα λαλών κατά του τόπου του αγίου τούτου και του νόμου

1 Timothy 1:13

KJV: Who was before a blasphemer and a persecutor and injurious but I obtained mercy because I did ignorantly in unbelief
GK: τον πρότερον όντα βλάσφημον και διώκτην και υβριστήν αλλά ηλεήθην ότι αγνοών εποίησα εν απιστία

2 Timothy 3:2

KJV: For men shall be lovers of their own selves covetous boasters proud blasphemers disobedient to parents unthankful unholy
GK: έσονται γαρ οι άνθρωποι φίλαυτοι φιλάργυροι αλαζόνες υπερήφανοι βλάσφημοι γονεύσιν απειθείς αχάριστοι ανόσιοι

2 Peter 2:11

KJV: Whereas angels which are greater in power and might bring not railing accusation against them before the Lord
GK: όπου άγγελοι ισχύϊ και δυνάμει μείζονες όντες ου φέρουσι κατ΄ αυτών παρά κυρίω βλάσφημον κρίσιν

βλέμμα (seeing)

[edit]

2 Peter 2:8

KJV: For that righteous man dwelling among them in seeing and hearing vexed righteous soul from day to day with unlawful deeds
GK: βλέμματι γαρ και ακοή ο δίκαιος εγκατοικών εν αυτοίς ημέραν εξ ημέρας ψυχήν δικαίαν ανόμοις έργοις εβασάνιζεν

βλέπω (behold)

[edit]

Matthew 5:28

KJV: But I say unto you That whosoever looketh on a woman to lust after her hath committed adultery with her already in his heart
GK: εγώ δε λέγω υμίν ότι πας ο βλέπων γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτήν ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού

Matthew 6:4

KJV: That thine alms may be in secret and thy Father which seeth in secret himself shall reward thee openly
GK: όπως η σου η ελεημοσύνη εν τω κρυπτώ και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αυτός αποδώσει σοι εν τω φανερώ

Matthew 6:6

KJV: But thou when thou prayest enter into thy closet and when thou hast shut thy door pray to thy Father which is in secret and thy Father which seeth in secret shall reward thee openly
GK: συ δε όταν προσεύχη είσελθε εις το ταμείον σου και κλείσας την θύραν σου πρόσευξαι τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ

Matthew 6:18

KJV: That thou appear not unto men to fast but unto thy Father which is in secret and thy Father which seeth in secret shall reward thee openly
GK: όπως μη φανής τοις ανθρώποις νηστεύων αλλά τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ

Matthew 7:3

KJV: And why beholdest thou the mote that is in thy brother’s eye but considerest not the beam in thine own eye
GK: τι δε βλέπεις το κάρφος το εν τω οφθαλμώ του αδελφού σου την δε εν τω σω οφθαλμώ δοκόν ου κατανοείς

Matthew 11:4

KJV: Jesus answered and said unto them Go and shew John again those things which ye do hear and see
GK: και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτοίς πορευθέντες απαγγείλατε Ιωάννη α ακούετε και βλέπετε

Matthew 12:22

KJV: Then was brought unto him one possessed with a devil blind and dumb and he healed him insomuch that the blind and dumb both spake and saw
GK: τότε προσηνέχθη αυτώ δαιμονιζόμενος τυφλός και κωφός και εθεράπευσεν αυτόν ώστε τον τυφλόν και κωφόν και λαλείν και βλέπειν

Matthew 13:13

KJV: Therefore speak I to them in parables because they seeing see not and hearing they hear not neither do they understand
GK: διά τούτο εν παραβολαίς αυτοίς λαλώ ότι βλέποντες ου βλέπουσιν και ακούοντες ουκ ακούουσιν ουδέ συνιούσιν

Matthew 13:14

KJV: And in them is fulfilled the prophecy of Esaias which saith By hearing ye shall hear and shall not understand and seeing ye shall see and shall not perceive
GK: και αναπληρούται επ΄ αυτοίς η προφητεία Ησαϊου η λέγουσα ακοή ακούσετε και ου συνήτε και βλέποντες βλέψετε και ου ίδητε

Matthew 13:16

KJV: But blessed your eyes for they see and your ears for they hear
GK: υμών δε μακάριοι οι οφθαλμοί ότι βλέπουσι και τα ώτα υμών ότι ακούει

Matthew 13:17

KJV: For verily I say unto you That many prophets and righteous have desired to see which ye see and have not seen and to hear which ye hear and have not heard
GK: αμήν γαρ λέγω υμίν ότι πολλοί προφήται και δίκαιοι επεθύμησαν ιδείν α βλέπετε και ουκ είδον και ακούσαι α ακούετε και ουκ ήκουσαν

Matthew 14:30

KJV: But when he saw the wind boisterous he was afraid and beginning to sink he cried saying Lord save me
GK: βλέπων δε τον άνεμον ισχυρόν εφοβήθη και αρξάμενος καταποντίζεσθαι έκραξε λέγων κύριε σώσόν με

Matthew 15:31

KJV: Insomuch that the multitude wondered when they saw the dumb to speak the maimed to be whole the lame to walk and the blind to see and they glorified the God of Israel
GK: ώστε τους όχλους θαυμάσαι βλέποντας κωφούς λαλούντας κυλλούς υγιείς χωλούς περιπατούντας και τυφλούς βλέποντας και εδόξασαν τον θεόν Ισραήλ

Matthew 18:10

KJV: Take heed that ye despise not one of these little ones for I say unto you That in heaven their angels do always behold the face of my Father which is in heaven
GK: οράτε μη καταφρονήσητε ενός των μικρών τούτων λέγω γαρ υμίν ότι οι άγγελοι αυτών εν ουρανοίς διά βλέπουσιν το πρόσωπον του πατρός μου του εν ουρανοίς

Matthew 22:16

KJV: And they sent out unto him their disciples with the Herodians saying Master we know that thou art true and teachest the way of God in truth neither carest thou for any for thou regardest not the person of men
GK: και αποστέλλουσιν αυτώ τους μαθητάς αυτών μετά των Ηρωδιανών λέγοντες διδάσκαλε οίδαμεν ότι αληθής ει και την οδόν του θεού εν αληθεία διδάσκεις και ου μέλει σοι περί ουδενός ου γαρ βλέπεις εις πρόσωπον ανθρώπων

Matthew 24:2

KJV: And Jesus said unto them See ye not all these things verily I say unto you There shall not be left here one stone upon another that shall not be thrown down
GK: ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς ου βλέπετε πάντα ταύτα αμήν λέγω υμίν ου αφεθή ώδε λίθος επί λίθον ος ου καταλυθήσεται

Matthew 24:4

KJV: And Jesus answered and said unto them Take heed that no man deceive you
GK: και αποκριθείς ο Ιησους είπεν αυτοίς βλέπετε μη τις υμάς πλανήση

Mark 4:12

KJV: That seeing they may see and not perceive and hearing they may hear and not understand lest at any time they should be converted and sins should be forgiven them
GK: ίνα βλέποντες βλέπωσι και μη ίδωσι και ακούοντες ακούωσι και μη συνιώσι μήποτε επιστρέψωσι και αφεθή αυτοίς τα αμαρτήματα

Mark 4:24

KJV: And he said unto them Take heed what ye hear with what measure ye mete it shall be measured to you and unto you that hear shall more be give
GK: και έλεγεν αυτοίς βλέπετε τι ακούετε εν ω μέτρω μετρείτε μετρηθήσεται υμίν και προστεθήσεται υμίν τοις ακούουσιν

Mark 5:31

KJV: And his disciples said unto him Thou seest the multitude thronging thee and sayest thou Who touched me
GK: και έλεγον αυτώ οι μαθηταί αυτού βλέπεις τον όχλον συνθλίβοντά σε και λέγεις τις μου ήψατο

Mark 8:15

KJV: And he charged them saying Take heed beware of the leaven of the Pharisees and the leaven of Herod
GK: και διεστέλλετο αυτοίς λέγων οράτε βλέπετε από της ζύμης των Φαρισαίων και της ζύμης Ηρώδου

Mark 8:18

KJV: Having eyes see ye not and having ears hear ye not and do ye not remember
GK: οφθαλμούς έχοντες ου βλέπετε και ώτα έχοντες ουκ ακούετε και ου μνημονεύετε

Mark 8:23

KJV: And he took the blind man by the hand and led him out of the town and when he had spit on his eyes and put his hands upon him he asked him if he saw ought
GK: και επιλαβόμενος της χειρός του τυφλού εξήγαγεν αυτόν έξω της κώμης και πτύσας εις τα όμματα αυτού επιθείς τας χείρας αυτώ επηρώτα αυτόν ει βλέπει

Mark 8:24

KJV: And he looked up and said I see men as trees walking
GK: και αναβλέψας έλεγεν βλέπω τους ανθρώπους ως δένδρα περιπατούντας

Mark 12:14

KJV: And when they were come they say unto him Master we know that thou art true and carest for no man for thou regardest not the person of men but teachest the way of God in truth Is it lawful to give tribute to Cæsar or not
GK: οι δε ελθόντες λέγουσιν αυτώ διδάσκαλε οίδαμεν ότι αληθής ει και ου μέλει σοι περί ουδενός ου γαρ βλέπεις εις πρόσωπον ανθρώπων αλλ΄ επ΄ αληθείας την οδόν του θεού διδάσκεις έξεστι κήνσον Καίσαρι δούναι η ου

Mark 12:38

KJV: And he said unto them in his doctrine Beware of the scribes which love to go in long clothing and salutations in the marketplaces
GK: και έλεγεν αυτοίς εν τη διδαχή αυτού βλέπετε από των γραμματέων των θελόντων εν στολαίς περιπατείν και ασπασμούς εν ταις αγοραίς

Mark 13:2

KJV: And Jesus answering said unto him Seest thou these great buildings there shall not be left one stone upon another that shall not be thrown down
GK: και ο Ιησούς αποκριθείς είπεν αυτώ βλέπεις ταύτας τας μεγάλας οικοδομάς ου αφεθή λίθος επί λίθω ος ου καταλυθή

Mark 13:5

KJV: And Jesus answering them began to say Take heed lest any deceive you
GK: ο δε Ιησούς αποκριθείς αυτοίς ήρξατο λέγειν βλέπετε μη τις υμάς πλανήση

Mark 13:9

KJV: But take heed to yourselves for they shall deliver you up to councils and in the synagogues ye shall be beaten and ye shall be brought before rulers and kings for my sake for a testimony against them
GK: βλέπετε δε υμείς εαυτούς παραδώσουσιν γαρ υμάς εις συνέδρια και εις συναγωγάς δαρήσεσθε και επί ηγεμόνων και βασιλέων αχθήσεσθε ένεκεν εμού εις μαρτύριον αυτοίς

Mark 13:23

KJV: But take ye heed behold I have foretold you all things
GK: υμείς δε βλέπετε ιδού προείρηκα υμίν πάντα

βλητέος (must be put)

[edit]

Mark 2:22

KJV: And no man putteth new wine into old bottles else the new wine doth burst the bottles and the wine is spilled and the bottles will be marred but new wine must be put into new bottles
GK: και ουδείς βάλλει οίνον νέον εις ασκούς παλαιούς ει ρήσσει ο οίνος ο νέος τους ασκούς και ο οίνος εκχείται και οι ασκοί απολούνται αλλά οίνον νέον εις ασκούς καινούς βλητέον

Luke 5:38

KJV: But new wine must be put into new bottles and both are preserved
GK: αλλά οίνον νέον εις ασκούς καινούς βλητέον και αμφότεροι συντηρούνται

Βοανεργέσ (Boanerges)

[edit]

Mark 3:17

KJV: And James the of Zebedee and John the brother of James and he surnamed them Boanerges which is The sons of thunder
GK: και Ιάκωβον τον του Ζεβεδαίου και Ιωάννην τον αδελφόν του Ιακώβου και επέθηκεν αυτοίς ονόματα Βοανεργές ο εστιν υιοί βροντής

βοάω (cry)

[edit]

Matthew 3:3

KJV: For this is he that was spoken of by the prophet Esaias saying The voice of one crying in the wilderness Prepare ye the way of the Lord make his paths straight
GK: ούτος γαρ εστιν ο ρηθείς υπό Ησαϊου του προφήτου λέγοντος φωνή βοώντος εν τη ερήμω ετοιμάσατε την οδόν κυρίου ευθείας ποιείτε τας τρίβους αυτού

Mark 1:3

KJV: The voice of one crying in the wilderness Prepare ye the way of the Lord make his paths straight
GK: φωνή βοώντος εν τη ερήμω ετοιμάσατε την οδόν κυρίου ευθείας ποιείτε τας τρίβους αυτού

Mark 15:34

KJV: And at the ninth hour Jesus cried with a loud voice saying Eloi Eloi lama sabachthani which is being interpreted My God my God why hast thou forsaken me
GK: και τη ώρα τη εννάτη εβόησεν ο Ιησούς φωνή μεγάλη λέγων ελωϊ ελωϊ λιμά σαβαχθανί ο εστι μεθερμηνευόμενον ο θεός μου ο θεός μου εις τι με εγκατέλιπες

Luke 3:4

KJV: As it is written in the book of the words of Esaias the prophet saying The voice of one crying in the wilderness Prepare ye the way of the Lord make his paths straight
GK: ως γέγραπται εν βίβλω λόγων Ησαϊου του προφήτου λέγοντος φωνή βοώντος εν τη ερήμω ετοιμάσατε την οδόν κυρίου ευθείας ποιείτε τας τρίβους αυτού

Luke 18:7

KJV: And shall not God avenge his own elect which cry day and night unto him though he bear long with them
GK: ο δε θεός ου ποιήσει την εκδίκησιν των εκλεκτών αυτού των βοώντων προς αυτόν ημέρας και νυκτός και μακροθυμών επ΄ αυτοίς

Luke 18:38

KJV: And he cried saying Jesus Son of David have mercy on me
GK: και εβόησε λέγων Ιησού υιέ Δαβίδ ελέησόν με

John 1:23

KJV: He said I the voice of one crying in the wilderness Make straight the way of the Lord as said the prophet Esaias
GK: έφη εγώ φωνή βοώντος εν τη ερήμω ευθύνατε την οδόν κυρίου καθώς είπεν Ησαϊας ο προφήτης

Acts 8:7

KJV: For unclean spirits crying with loud voice came out of many that were possessed and many taken with palsies and that were lame were healed
GK: πολλών γαρ των εχόντων πνεύματα ακάθαρτα βοώντα φωνή μεγάλη εξήρχετο πολλοί δε παραλελυμένοι και χωλοί εθεραπεύθησαν

Acts 17:6

KJV: And when they found them not they drew Jason and certain brethren unto the rulers of the city crying These that have turned the world upside down are come hither also
GK: μη ευρόντες δε αυτούς έσυρον τον Ιάσονα και τινας αδελφούς επί τους πολιτάρχας βοώντες ότι οι την οικουμένην αναστατώσαντες ούτοι και ενθάδε πάρεισιν

Acts 21:34

KJV: And some cried one thing another among the multitude and when he could not know the certainty for the tumult he commanded him to be carried into the castle
GK: άλλοι δε άλλο τι εβόων εν τω όχλω μη δυνάμενος δε γνώναι το ασφαλές διά τον θόρυβον εκέλευσεν άγεσθαι αυτόν εις την παρεμβολήν

Galatians 4:27

KJV: For it is written Rejoice barren that bearest not break forth and cry thou that travailest not for the desolate hath many more children than she which hath an husband
GK: γέγραπται γαρ ευφράνθητι στείρα η ου τίκτουσα ρήξον και βόησον η ουκ ωδίνουσα ότι πολλά τα τέκνα της ερήμου μάλλον η της εχούσης τον άνδρα

βοή (cry)

[edit]

James 5:4

KJV: Behold the hire of the labourers who have reaped down your fields which is of you kept back by fraud crieth and the cries of them which have reaped are entered into the ears of the Lord of sabaoth
GK: ιδού ο μισθός των εργατών των αμησάντων τας χώρας υμών ο απεστερημένος αφ΄ υμών κράζει και αι βοαί των θερισάντων εις τα ώτα κυρίου σαβαώθ εισεληλύθασιν

βοήθεια (help)

[edit]

Acts 27:17

KJV: Which when they had taken up they used helps undergirding the ship and fearing lest they should fall into the quicksands strake sail and so were driven
GK: ην άραντες βοηθείας εχρώντο υποζωννύντες το πλοίον φοβούμενοί τε μη εις την Σύρτιν εκπέσωσι χαλάσαντες το σκεύος ούτως εφέροντο

Hebrews 4:16

KJV: Let us therefore come bold ly unto the throne of grace that we may obtain mercy and find grace to help in time of need
GK: προσερχώμεθα ούν μετά παρρησίας τω θρόνω της χάριτος ίνα λάβωμεν έλεον και χάριν εύρωμεν εις εύκαιρον βοήθειαν

βοηθέω (help)

[edit]

Matthew 15:25

KJV: Then came she and worshipped him saying Lord help me
GK: η δε ελθούσα προσεκύνει αυτώ λέγουσα κύριε βοήθει μοι

Mark 9:22

KJV: And ofttimes it hath cast him into the fire and into the waters to destroy him but if thou canst do any thing have compassion on us and help us
GK: και πολλάκις αυτόν και εις πυρ έβαλε και εις ύδατα ίνα απολέση αυτόν αλλ΄ ει δύνασαι βοήθησον ημίν σπλαγχνισθείς εφ΄ ημάς

Mark 9:24

KJV: And straightway the father of the child cried out and said with tears Lord I believe help thou mine unbelief
GK: και ευθέως κράξας ο πατήρ του παιδίου μετά δακρύων έλεγε πιστεύω κύριε βοήθει μου τη απιστία

Acts 16:9

KJV: And a vision appeared to Paul in the night There stood a man of Macedonia and prayed him saying Come over into Macedonia and help us
GK: και όραμα διά της νυκτός ώφθη τω Παύλω ανήρ τις ην Μακεδών εστώς παρακαλών αυτόν και λέγων διαβάς εις Μακεδονίαν βοήθησον ημίν

Acts 21:28

KJV: Crying out Men of Israel help This is the man that teacheth all every where against the people and the law and this place and further brought Greeks also into the temple and hath polluted this holy place
GK: κράζοντες άνδρες Ισραηλίται βοηθείτε ούτός εστιν ο άνθρωπος ο κατά του λαού και του νόμου και του τόπου τούτου πάντας πανταχού διδάσκων έτι τε και Έλληνας εισήγαγεν εις το ιερόν και κεκοίνωκε τον άγιον τόπον τούτον

2 Corinthians 6:2

KJV: For he saith I have heard thee in a time accepted and in the day of salvation have I succoured thee behold now the accepted time behold now the day of salvation
GK: λέγει γαρ καιρώ δεκτώ επήκουσά σου και εν ημέρα σωτηρίας εβοήθησά σοι ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος ιδού νυν ημέρα σωτηρίας

Hebrews 2:18

KJV: For in that he himself hath suffered being tempted he is able to succour them that are tempted
GK: εν ω γαρ πέπονθεν αυτός πειρασθείς δύναται τοις πειραζομένοις βοηθήσαι

Revelation 12:16

KJV: And the earth helped the woman and the earth opened her mouth and swallowed up the flood which the dragon cast out of his mouth
GK: και εβοήθησεν η γη τη γυναικί και ήνοιξεν η γη το στόμα αυτής και κατέπιε τον ποταμόν ον έβαλεν ο δράκων εκ του στόματος αυτού

βοηθός (helper)

[edit]

Hebrews 13:6

KJV: So that we may boldly say The Lord my helper and I will not fear what man shall do unto me
GK: ώστε θαρρούντας ημάς λέγειν κύριος εμοί βοηθός και ου φοβηθήσομαι τι ποιήσει μοι άνθρωπος

βόθυνος (ditch)

[edit]

Matthew 12:11

KJV: And he said unto them What man shall there be among you that shall have one sheep and if it fall into a pit on the sabbath day will he not lay hold on it and lift out
GK: ο δε είπεν αυτοίς τις έσται εξ υμών άνθρωπος ος έξει πρόβατον εν και εάν εμπέση τούτο τοις σάββασιν εις βόθυνον ουχί κρατήσει αυτό και εγερεί

Matthew 15:14

KJV: Let them alone they be blind leaders of the blind And if the blind lead the blind both shall fall into the ditch
GK: άφετε αυτούς οδηγοί εισι τυφλοί τυφλών τυφλός δε τυφλόν εάν οδηγή αμφότεροι εις βόθυνον πεσούνται

Luke 6:39

KJV: And he spake a parable unto them Can the blind lead the blind shall they not both fall into the ditch
GK: είπε δε παραβολήν αυτοίς μήτι δύναται τυφλός τυφλόν οδηγείν ουχί αμφότεροι εις βόθυνον πεσούνται

βολή (cast)

[edit]

Luke 22:41

KJV: And he was withdrawn from them about a stone’s cast and kneeled down and prayed
GK: και αυτός απεσπάσθη απ΄ αυτών ωσεί λίθου βολήν και θείς τα γόνατα προσηύχετο

βολίζω (sound)

[edit]

Acts 27:28

KJV: And sounded and found twenty fathoms and when they had gone a little further they sounded again and found fifteen fathoms
GK: και βολίσαντες εύρον οργυιάς είκοσι βραχύ δε διαστήσαντες και πάλιν βολίσαντες εύρον οργυιάς δεκαπέντε

βολίς (dart)

[edit]

Hebrews 12:20

KJV: For they could not endure that which was commanded And if so much as a beast touch the mountain it shall be stoned or thrust through with a dart
GK: ουκ έφερον γαρ το διαστελλόμενον καν θηρίον θίγη του όρους λιθοβοληθήσεται η βολίδι κατατοξευθήσεται

Βοόζ (Booz)

[edit]

Matthew 1:5

KJV: And Salmon begat Booz of Rachab and Booz begat Obed of Ruth and Obed begat Jesse
GK: Σαλμών δε εγέννησε τον Βοόζ εκ της Ραχάβ Βοόζ δε εγέννησε τον Ωβήδ εκ της Ρούθ Ωβήδ δε εγέννησε τον Ιεσσαί

Luke 3:32

KJV: Which was of Jesse which was of Obed which was of Booz which was of Salmon which was of Naasson
GK: του Ιεσσαί του Ωβήδ του Βοόζ του Σαλμών του Ναασσών

βόρβορος (mire)

[edit]

2 Peter 2:22

KJV: But it is happened unto them according to the true proverb The dog turned to his own vomit again and the sow that was washed to her wallowing in the mire
GK: συμβέβηκε δε αυτοίς το της αληθούς παροιμίας κύων επιστρέψας επί το ίδιον εξέραμα και υς λουσαμένη εις κύλισμα βορβόρου

βορρᾶς (north)

[edit]

Luke 13:29

KJV: And they shall come from the east and the west and from the north and the south and shall sit down in the kingdom of God
GK: και ήξουσιν από ανατολών και δυσμών και βορρά και νότου και ανακλιθήσονται εν τη βασιλεία του θεού

Revelation 21:13

KJV: On the east three gates on the north three gates on the south three gates and on the west three gates
GK: από ανατοληών πυλώνες τρεις και από βορρά πυλώνες τρείς και από νότου πυλώνες τρεις και από δυσμών πυλωνες τρεις

βόσκω (feed)

[edit]

Matthew 8:30

KJV: And there was a good way off from them an herd of many swine feeding
GK: ην δε μακράν απ΄ αυτών αγέλη χοίρων πολλών βοσκομένη

Matthew 8:33

KJV: And they that kept them fled and went their ways into the city and told every thing and what was befallen to the possessed of the devils
GK: οι δε βόσκοντες έφυγον και απελθόντες εις την πόλιν απήγγειλαν πάντα και τα των δαιμονίζομενων

Mark 5:11

KJV: Now there was there nigh unto the mountains a great herd of swine feeding
GK: ην δε εκεί προς τα όρη αγέλη χοίρων μεγάλη βοσκομένη

Mark 5:14

KJV: And they that fed the swine fled and told in the city and in the country And they went out to see what it was that was done
GK: οι δε βόσκοντες τους χοίρους έφυγον και ανήγγειλαν εις την πόλιν και εις τους αγρούς και εξήλθον ιδείν τι εστι το γεγονός

Luke 8:32

KJV: And there was there an herd of many swine feeding on the mountain and they besought him that he would suffer them to enter into them And he suffered them
GK: ην δε εκεί αγέλη χοίρων ικανών βοσκομένων εν τω όρει και παρεκάλουν αυτόν ίνα επιτρέψη αυτοίς εις εκείνους εισελθείν και επετρέψεν αυτοίς

Luke 8:34

KJV: When they that fed saw what was done they fled and went and told in the city and in the country
GK: ιδόντες δε οι βόσκοντες το γεγενημένον έφυγον και απελθόντες απήγγειλαν εις την πόλιν και εις τους αγρούς

Luke 15:15

KJV: And he went and joined himself to a citizen of that country and he sent him into his fields to feed swine
GK: και πορευθείς εκολλήθη ενί των πολιτών της χώρας εκείνης και έπεμψεν αυτόν εις τους αγρούς αυτού βόσκειν χοίρους

John 21:15

KJV: So when they had dined Jesus saith to Simon Peter Simon of Jonas lovest thou me more than these He saith unto him Yea Lord thou knowest that I love thee He saith unto him Feed my lambs
GK: ότε ούν ηρίστησαν λέγει τω Σίμωνι Πέτρω ο Ιησούς Σίμων Ιωνά αγαπάς με πλείον τούτων λέγει αυτώ ναι κύριε συ οίδας ότι φιλώ σε λέγει αυτώ βόσκε τα αρνία μου

John 21:17

KJV: He saith unto him the third time Simon of Jonas lovest thou me Peter was grieved because he said unto him the third time Lovest thou me And he said unto him Lord thou knowest all things thou knowest that I love thee Jesus saith unto him Feed my sheep
GK: λέγει αυτώ το τρίτον Σίμων Ιωνά φιλείς με ελυπήθη ο Πέτρος ότι είπεν αυτώ το τρίτον φιλείς με και είπεν αυτώ κύριε συ πάντα οίδας συ γινώσκεις ότι φιλώ σε λέγει αυτώ ο Ιησούς βόσκε τα πρόβατά μου

Βοσόρ (Bosor)

[edit]

2 Peter 2:15

KJV: Which have forsaken the right way and are gone astray following the way of Balaam of Bosor who loved the wages of unrighteousness
GK: καταλιπόντες την ευθείαν οδόν επλανήθησαν εξακολουθήσαντες τη οδώ του Βαλαάμ του Βοσόρ ος μισθόν αδικίας ηγάπησεν

βοτάνη (herb)

[edit]

Hebrews 6:7

KJV: For the earth which drinketh in the rain that cometh oft upon it and bringeth forth herbs meet for them by whom it is dressed receiveth blessing from God
GK: γη γαρ η πιούσα τον επ΄ αυτής πολλάκις ερχόμενον υετόν και τίκτουσα βοτάνην εύθετον εκείνοις δι΄ ους και γεωργείται μεταλαμβάνει ευλογίας από του θεού

βότρυς ((vine) cluster (of the vine))

[edit]

Revelation 14:18

KJV: And another angel came out from the altar which had power over fire and cried with a loud cry to him that had the sharp sickle saying Thrust in thy sharp sickle and gather the clusters of the vine for her grapes are fully ripe
GK: και άλλος άγγελος εξήλθεν εκ του θυσιαστηρίου έχων εξουσίαν επί του πυρός και εφώνησε κραυγή μεγάλη τω έχοντι το δρέπανον το οξύ λέγων πέμψον σου το δρέπανον το οξύ και τρύγησον τους βότρυας της αμπέλου της γης ότι ήκμασαν αι σταφυλαί αυτής

βουλευτής (counsellor)

[edit]

Mark 15:43

KJV: Joseph of Arimathaea an honourable counsellor which also waited for the kingdom of God came and went in boldly unto Pilate and craved the body of Jesus
GK: ήλθεν Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας ευσχήμων βουλευτής ος και αυτός ην προσδεχόμενος την βασιλείαν του θεού τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού

Luke 23:50

KJV: And behold a man named Joseph a counsellor a good man and a just
GK: και ιδού ανήρ ονόματι Ιωσήφ βουλευτής υπάρχων ανήρ αγαθός και δίκαιος

βουλεύω (consult)

[edit]

Luke 14:31

KJV: Or what king going to make war against another king sitteth not down first and consulteth whether he be able with ten thousand to meet him that cometh against him with twenty thousand
GK: η τις βασιλεύς πορευόμενος συμβαλείν ετέρω βασιλεί εις πόλεμον ουχί καθίσας πρώτον βουλεύεται ει δυνατός εστιν εν δέκα χιλιάσιν απαντήσαι τω μετά είκοσι χιλιάδων ερχομένω επ΄ αυτόν

John 12:10

KJV: But the chief priests consulted that they might put Lazarus also to death
GK: εβουλεύσαντο δε οι αρχιερείς ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν

Acts 5:33

KJV: When they heard they were cut and took counsel to slay them
GK: οι δε ακούσαντες διεπρίοντο και εβουλεύοντο ανελείν αυτούς

Acts 15:37

KJV: And Barnabas determined to take with them John whose surname was Mark
GK: Βαρνάβας δε εβουλεύσατο συμπαραλαβείν τον Ιωάννην τον καλούμενον Μάρκον

Acts 27:39

KJV: And when it was day they knew not the land but they discovered a certain creek with a shore into the which they were minded if it were possible to thrust in the ship
GK: ότε δε ημέρα εγένετο την γην ουκ επεγίνωσκον κόλπον δε τινα κατενόουν έχοντα αιγιαλόν εις ον εβουλεύσαντο ει δυνατόν εξώσαι το πλοίον

2 Corinthians 1:17

KJV: When I therefore was thus minded did I use lightness or the things that I purpose do I purpose according to the flesh that with me there should be yea yea and nay nay
GK: τούτο ούν βουλευόμενος μη άρα τη ελαφρία εχρησάμην η α βουλεύομαι κατά σάρκα βουλεύομαι ίνα η παρ΄ εμοί το ναι ναι και το ου ου

βουλή (+ advise)

[edit]

Luke 7:30

KJV: But the Pharisees and lawyers rejected the counsel of God against themselves being not baptized of him
GK: οι δε Φαρισαίοι και οι νομικοί την βουλήν του θεού ηθέτησαν εις εαυτούς μη βαπτισθέντες υπ΄ αυτού

Luke 23:51

KJV: The same had not consented to the counsel and deed of them of Arimathæa a city of the Jews who also himself waited for the kingdom of God
GK: ούτος ουκ ην συγκατατεθειμένος τη βουλή και τη πράξει αυτών από Αριμαθαίας πόλεως των Ιουδαίων ος και προσεδέχετο και αυτός την βασιλείαν του θεού

Acts 2:23

KJV: Him being delivered by the determinate counsel and foreknowledge of God ye have taken and by wicked hands have crucified and slain
GK: τούτον τη ωρισμένη βουλή και προγνώσει του θεού έκδοτον λαβόντες διά χειρών ανόμων προσπήξαντες ανείλετε

Acts 4:28

KJV: For to do whatsoever thy hand and thy counsel determined before to be done
GK: ποιήσαι όσα η χείρ σου και η βουλή σου προώρισε γενέσθαι

Acts 5:38

KJV: And now I say unto you Refrain from these men and let them alone for if this counsel or this work be of men it will come to nought
GK: και τα λέγω υμίν απόστητε από των ανθρώπων τούτων και εάσατε αυτούς ότι εάν η εξ ανθρώπων η βουλή αυτη η το έργον τούτο καταλυθήσεται

Acts 13:36

KJV: For David after he had served his own generation by the will of God fell on sleep and was laid unto his fathers and saw corruption
GK: Δαβίδ μεν γαρ ιδία γενεά υπηρετήσας τη του θεού βουλή εκοιμήθη και προσετέθη προς τους πατέρας αυτού και είδε διαφθοράν

Acts 20:27

KJV: For I have not shunned to declare unto you all the counsel of God
GK: ου γαρ υπεστειλάμην του μη αναγγείλαι υμίν πάσαν την βουλήν του θεού

Acts 27:12

KJV: And because the haven was not commodious to winter in the more part advised to depart thence also if by any means they might attain to Phenice to winter an haven of Crete and lieth toward the south west and north west
GK: ανευθέτου δε του λιμένος υπάρχοντος προς παραχειμασίαν οι πλείους έθεντο βουλήν αναχθήναι κακείθεν ει δύναιντο καταντήσαντες εις Φοίνικα παραχειμάσαι λιμένα της Κρήτης βλέποντα κατά λίβα και κατά χώρον

Acts 27:42

KJV: And the soldiers’ counsel was to kill the prisoners lest any of them should swim out and escape
GK: των δε στρατιωτών βουλή εγένετο ίνα τους δεσμώτας αποκτείνωσι μη τις εκκολυμβήσας διαφύγη

1 Corinthians 4:5

KJV: Therefore judge nothing before the time until the Lord come who both will bring to light the hidden things of darkness and will make manifest the counsels of the hearts and then shall every man have praise of God
GK: ώστε μη προ καιρού τι κρίνετε έως αν έλθη ο κύριος ος και φωτίσει το κρυπτά του σκότους και φανερώσει τας βουλάς των καρδιών και τότε ο έπαινος γενήσεται εκάστω από του θεού

Ephesians 1:11

KJV: In whom also we have obtained an inheritance being predestinated according to the purpose of him who worketh all things after the counsel of his own will
GK: εν ω και εκληρώθημεν προορισθέντες κατά πρόθεσιν του τα πάντα ενεργούντος κατά την βουλήν του θελήματος αυτού

Hebrews 6:17

KJV: Where in God willing more abundantly to shew unto the heirs of promise the immutability of his counsel confirmed by an oath
GK: εν ω περισσότερον βουλόμενος ο θεός επιδείξαι τοις κληρονόμοις της επαγγελίας το αμετάθετον της βουλής αυτού εμεσίτευσεν όρκω

βούλημα (purpose)

[edit]

Acts 27:43

KJV: But the centurion willing to save Paul kept them from purpose and commanded that they which could swim should cast first and get to land
GK: ο δε εκατόνταρχος βουλόμενος διασώσαι τον Παύλον εκώλυσεν αυτούς του βουλήματος εκέλευσέ τε τους δυναμένους κολυμβάν απορρίψαντας πρώτους επί την γην εξιέναι

Romans 9:19

KJV: Thou wilt say then unto me Why doth he yet find fault For who hath resisted his will
GK: ερείς ούν μοι τι έτι μέμφεται τω γαρ βουλήματι αυτού τις ανθέστηκεν

βούλομαι (be disposed)

[edit]

Matthew 1:19

KJV: Then Joseph her husband being a just and not willing to make her a publick example was minded to put her away privily
GK: Ιωσήφ δε ο ανήρ αυτής δίκαιος ων και μη θέλων αυτήν παραδειγματίσαι εβουλήθη λάθρα απολύσαι αυτήν

Matthew 11:27

KJV: All things are delivered unto me of my Father and no man knoweth the Son but the Father neither knoweth any man the Father save the Son and to whom soever the Son will reveal
GK: πάντα μοι παρεδόθη υπό του πατρός μου και ουδείς επιγινώσκει τον υιόν ει ο πατήρ ουδέ τον πατέρα τις επιγινώσκει ει ο υιός και ω εάν βούληται ο υιός αποκαλύψαι

Mark 15:15

KJV: And Pilate willing to content the people released Barabbas unto them and delivered Jesus when he had scourged to be crucified
GK: ο δε Πιλάτος βουλόμενος τω όχλω το ικανόν ποιήσαι απέλυσεν αυτοίς τον Βαραββάν και παρέδωκε τον Ιησούν φραγελλώσας ίνα σταυρωθή

Luke 10:22

KJV: All things are delivered to me of my Father and no man knoweth who the Son is but the Father and who the Father is but the Son and to whom the Son will reveal
GK: και στραφείς προς τους μαθητάς είπε πάντα παρεδόθη μοι υπό του πατρός μου και ουδείς γινώσκει τις εστιν ο υιός ει ο πατήρ και τις εστιν ο πατήρ ει ο υιός και ω εάν βούληται ο υιός αποκαλύψαι

Luke 22:42

KJV: Saying Father if thou be willing remove this cup from me nevertheless not my will but thine be done
GK: λέγων πάτερ ει βούλει παρενεγκείν το ποτήριον τούτο απ΄ εμού πλήν μη το θέλημά μου αλλά το σον γινέσθω

John 18:39

KJV: But ye have a custom that I should release unto you one at the passover will ye therefore that I release unto you the King of the Jews
GK: έστι δε συνήθεια υμίν ίνα ένα υμίν απολύσω εν τω πάσχα βούλεσθε ούν υμίν απολύσω τον βασιλέα των Ιουδαίων

Acts 5:28

KJV: Saying not we straitly command you that ye should not teach in this name and behold ye have filled Jerusalem with your doctrine and intend to bring this man’s blood upon us
GK: λέγων ου παραγγελία παρηγγείλαμεν υμίν μη διδάσκειν επί τω ονόματι τούτω και ιδού πεπληρώκατε την Ιερουσαλήμ της διδαχής υμών και βούλεσθε επαγαγείν εφ΄ ημάς το αίμα του ανθρώπου τούτου

Acts 12:4

KJV: And when he had apprehended him he put in prison and delivered to four quaternions of soldiers to keep him intending after Easter to bring him forth to the people
GK: ον και πιάσας έθετο εις φυλακήν παραδούς τέσσαρσι τετραδίοις στρατιωτών φυλάσσειν αυτόν βουλόμενος μετά το πάσχα αναγαγείν αυτόν τω λαώ

Acts 17:20

KJV: For thou bringest certain strange to our ears we would know therefore what these things mean
GK: ξενίζοντα γαρ τινα εισφέρεις εις τας ακοάς ημών βουλόμεθα ούν γνώναι τι αν θέλοι ταύτα είναι

Acts 18:15

KJV: But if it be a question of words and names and your law look ye for I will be no judge of such
GK: ει δε ζήτημά εστι περί λόγου και ονομάτων και νόμου του καθ΄ υμάς όψεσθε αυτοί κριτής γαρ εγώ τούτων ου βούλομαι είναι

Acts 18:27

KJV: And when he was disposed to pass into Achaia the brethren wrote exhorting the disciples to receive him who when he was come helped them much which had believed through grace
GK: βουλομένου δε αυτού διελθείν εις την Αχαϊαν προτρεψάμενοι οι αδελφοί έγραψαν τοις μαθηταίς αποδέξασθαι αυτόν ος παραγενόμενος συνεβάλετο πολύ τοις πεπιστευκόσι διά της χάριτος

Acts 19:30

KJV: And when Paul would have entered in unto the people the disciples suffered him not
GK: του δε Παύλου βουλομένου εισελθείν εις τον δήμον ουκ είων αυτόν οι μαθηταί

Acts 22:30

KJV: On the morrow because he would have known the certainty wherefore he was accused of the Jews he loosed him from bands and commanded the chief priests and all their council to appear and brought Paul down and set him before them
GK: τη δε επαύριον βουλόμενος γνώναι το ασφαλές το τι κατηγορείται παρά των Ιουδαίων έλυσεν αυτόν από των δεσμών και εκέλευσεν ελθείν τους αρχιερείς και όλον το συνέδριον αυτών και καταγαγών τον Παύλον έστησεν εις αυτούς

Acts 23:28

KJV: And when I would have known the cause wherefore they accused him I brought him forth into their council
GK: βουλόμενος δε γνώναι την αιτίαν δι΄ ην ενέκαλουν αυτώ κατήγαγον αυτόν εις το συνέδριον αυτών

Acts 25:20

KJV: And because I doubted of such manner of questions I asked whether he would go to Jerusalem and there be judged of these matters
GK: απορούμενος δε εγώ την περί τούτου ζήτησιν έλεγον ει βούλοιτο πορεύεσθαι εις Ιερουσαλήμ κακεί κρίνεσθαι περί τούτων

Acts 25:22

KJV: Then Agrippa said unto Festus I would also hear the man myself To morrow said he thou shalt hear him
GK: Αγρίππας δε προς τον Φήστον έφη εβουλόμην και αυτός του ανθρώπου ακούσαι ο δε αύριον φησίν ακούση αυτού

Acts 27:43

KJV: But the centurion willing to save Paul kept them from purpose and commanded that they which could swim should cast first and get to land
GK: ο δε εκατόνταρχος βουλόμενος διασώσαι τον Παύλον εκώλυσεν αυτούς του βουλήματος εκέλευσέ τε τους δυναμένους κολυμβάν απορρίψαντας πρώτους επί την γην εξιέναι

Acts 28:18

KJV: Who when they had examined me would have let go because there was no cause of death in me
GK: οίτινες ανακρίναντές με εβούλοντο απολύσαι διά το μηδεμίαν αιτίαν θανάτου υπάρχειν εν εμοί

1 Corinthians 12:11

KJV: But all these worketh one and the selfsame Spirit dividing to every man severally as he will
GK: πάντα δε ταύτα ενεργεί το εν και το αυτό πνεύμα διαιρούν ιδία εκάστω καθώς βούλεται

2 Corinthians 1:15

KJV: And in this confidence I was minded to come unto you before that ye might have a second benefit
GK: και ταύτη τη πεποιθήσει εβουλόμην ελθείν προς υμάς πρότερον ίνα δευτέραν χάριν έχητε

Philippians 1:12

KJV: But I would ye should understand brethren that the things unto me have fallen out rather unto the furtherance of the gospel
GK: γινώσκειν δε υμάς βούλομαι αδελφοί ότι τα κατ΄ εμέ μάλλον εις προκοπήν του ευαγγελίου ελήλυθεν

1 Timothy 2:8

KJV: I will therefore that men pray every where lifting up holy hands without wrath and doubting
GK: βούλομαι ούν προσεύχεσθαι τους άνδρας εν παντί τόπω επαίροντας οσίους χείρας χωρίς οργής και διαλογισμού

1 Timothy 5:14

KJV: I will therefore that the younger women marry bear children guide the house give none occasion to the adversary to speak reproachfully
GK: βούλομαι ούν νεωτέρας γαμείν τεκνογονείν οικοδεσποτείν μηδεμίαν αφορμήν διδόναι τω αντικειμένω λοιδορίας χάριν

1 Timothy 6:9

KJV: But they that will be rich fall into temptation and a snare and many foolish and hurtful lusts which drown men in destruction and perdition
GK: οι δε βουλόμενοι πλουτείν εμπίπτουσιν εις πειρασμόν και παγίδα και επιθυμίας πολλάς ανοήτους και βλαβεράς αίτινες βυθίζουσι τους ανθρώπους εις όλεθρον και απώλειαν

Titus 3:8

KJV: a faithful saying and these things I will that thou affirm constantly that they which have believed in God might be careful to maintain good works These things are good and profitable unto men
GK: πιστός ο λόγος και περί τούτων βούλομαί σε διαβεβαιούσθαι ίνα φροντίζωσι καλών έργων προϊστασθαι οι πεπιστευκότες τω θεώ ταύτά εστι τα καλά και ωφέλιμα τοις ανθρώποις

Philemon 1:13

KJV: Whom I would have retained with me that in thy stead he might have ministered unto me in the bonds of the gospel
GK: ον εγώ εβουλόμην προς εμαυτόν κατέχειν ίνα υπέρ σου διακονή μοι εν τοις δεσμοίς του ευαγγελίου

Hebrews 6:17

KJV: Where in God willing more abundantly to shew unto the heirs of promise the immutability of his counsel confirmed by an oath
GK: εν ω περισσότερον βουλόμενος ο θεός επιδείξαι τοις κληρονόμοις της επαγγελίας το αμετάθετον της βουλής αυτού εμεσίτευσεν όρκω

James 1:18

KJV: Of his own will begat he us with the word of truth that we should be a kind of firstfruits of his creatures
GK: βουληθείς απεκύησεν ημάς λόγω αληθείας εις το είναι ημάς απαρχήν των αυτού κτισμάτων

James 3:4

KJV: Behold also the ships which though so great and driven of fierce winds yet are they turned about with a very small helm whithersoever the governor listeth
GK: ιδού και τα πλοία τηλικαύτα όντα και υπό σκληρών ανέμων ελαυνόμενα μετάγεται υπό ελαχίστου πηδαλίου όπου αν η ορμή του ευθύνοντος βούληται

James 4:4

KJV: Ye adulterers and adulteresses know ye not that the friendship of the world is enmity with God whosoever therefore will be a friend of the world is the enemy of God
GK: μοιχοί και μοιχαλίδες ουκ οίδατε ότι η φιλία του κόσμου έχθρα του θεού εστίν ος αν ούν βουληθή φίλος είναι του κόσμου εχθρός του θεού καθίσταται

βουνός (hill)

[edit]

Luke 3:5

KJV: Every valley shall be filled and every mountain and hill shall be brought low and the crooked shall be made straight and the rough ways made smooth
GK: πάσα φάραγξ πληρωθήσεται και παν όρος και βουνός ταπεινωθήσεται και έσται τα σκολιά εις ευθείαν και αι τραχείαι εις οδούς λείας

Luke 23:30

KJV: Then shall they begin to say to the mountains Fall on us and to the hills Cover us
GK: τότε άρξονται λέγειν τοις όρεσι πέσετε εφ΄ ημάς και τοις βουνοίς καλύψατε ημάς

βοῦς (ox)

[edit]

Luke 13:15

KJV: The Lord then answered him and said hypocrite doth not each one of you on the sabbath loose his ox or ass from the stall and lead away to watering
GK: απεκρίθη ούν αυτώ ο κύριος και είπεν υποκριταί έκαστος υμών τω σαββάτω ου λύει τον βουν αυτού η τον όνον από της φάτνης και απαγαγών ποτίζει

Luke 14:5

KJV: And answered them saying Which of you shall have an ass or an ox fallen into a pit and will not straightway pull him out on the sabbath day
GK: και αποκριθείς προς αυτούς είπε τίνος υμών όνος η βους εις φρέαρ εμπεσείται και ουκ ευθέως ανασπάσει αυτόν εν τη ημέρα του σάββατου

Luke 14:19

KJV: And another said I have bought five yoke of oxen and I go to prove them I pray thee have me excused
GK: και έτερος είπε ζεύγη βοών ηγόρασα πέντε και πορεύομαι δοκιμάσαι αυτά ερωτώ σε έχε με παρητημένον

John 2:14

KJV: And found in the temple those that sold oxen and sheep and doves and the changers of money sitting
GK: και εύρεν εν τω ιερώ τους πωλούντας βόας και πρόβατα και περιστεράς και τους κερματιστάς καθημένους

John 2:15

KJV: And when he had made a scourge of small cords he drove them all out of the temple and the sheep and the oxen and poured out the changers’ money and overthrew the tables
GK: και ποιήσας φραγέλλιον εκ σχοινίων πάντας εξέβαλεν εκ του ιερού τα τε πρόβατα και τους βόας και των κολλυβιστών εξέχεε το κέρμα και τας τραπέζας ανέστρεψε

1 Corinthians 9:9

KJV: For it is written in the law of Moses Thou shalt not muzzle the mouth of the ox that treadeth out the corn Doth God take care for oxen
GK: εν γαρ τω Μωσέως νόμω γέγραπται ου φιμώσεις βούν αλοώντα μη των βοών μέλει τω θεώ

1 Timothy 5:18

KJV: For the scripture saith Thou shalt not muzzle the ox that treadeth out the corn And The labourer worthy of his reward
GK: λέγει γαρ η γραφή βουν αλοώντα ου φιμώσεις και άξιος ο εργάτης του μισθού αυτού

βραβεῖον (prize)

[edit]

1 Corinthians 9:24

KJV: Know ye not that they which run in a race run all but one receiveth the prize So run that ye may obtain
GK: ουκ οίδατε ότι οι εν σταδίω τρέχοντες πάντες μεν τρέχουσιν εις δε λαμβάνει το βραβείον ούτω τρέχετε ίνα καταλάβητε

Philippians 3:14

KJV: I press toward the mark for the prize of the high calling of God in Christ Jesus
GK: κατά σκοπόν διώκω επί το βραβείον της άνω κλήσεως του θεού εν χριστώ Ιησού

βραβεύω (rule)

[edit]

Colossians 3:15

KJV: And let the peace of God rule in your hearts to the which also ye are called in one body and be ye thankful
GK: και η ειρήνη του θεού βραβευέτω εν ταις καρδίαις υμών εις ην και εκλήθητε εν ενί σώματι και ευχάριστοι γίνεσθε

βραδύνω (be slack)

[edit]

1 Timothy 3:15

KJV: But if I tarry long that thou mayest know how thou oughtest to behave thyself in the house of God which is the church of the living God the pillar and ground of the truth
GK: εαν δε βραδύνω ίνα ειδής πως δει εν οίκω θεού αναστρέφεσθαι ήτις εστίν εκκλησία θεού ζώντος στύλος και εδραίωμα της αληθείας

2 Peter 3:9

KJV: The Lord is not slack concerning his promise as some men count slackness but is longsuffering to us-ward not willing that any should perish but that all should come to repentance
GK: ου βραδύνει ο κύριος της επαγγελίας ως τινες βραδυτήτα ηγούνται αλλά μακροθυμεί εις ημάς μη βουλόμενός τινας απολέσθαι αλλά πάντας εις μετάνοιαν χωρήσαι

βραδυπλοέω (sail slowly)

[edit]

Acts 27:7

KJV: And when we had sailed slowly many days and scarce were come over against Cnidus the wind not suffering us we sailed under Crete over against Salmone
GK: εν ικαναίς δε ημέραις βραδυπλοούντες και μόλις γενόμενοι κατά την Κνίδον μη προσεώντος ημάς του ανέμου υπεπλεύσαμεν την Κρήτην κατά Σαλμώνην

βραδύς (slow)

[edit]

Luke 24:25

KJV: Then he said unto them O fools and slow of heart to believe all that the prophets have spoken
GK: και αυτός είπεν προς αυτούς ω ανόητοι και βραδείς τη καρδία του πιστεύειν επί πάσιν οις ελάλησαν οι προφήται

James 1:19

KJV: Wherefore my beloved brethren let every man be swift to hear slow to speak slow to wrath
GK: ώστε αδελφοί μου αγαπητοί έστω πας άνθρωπος ταχύς εις το ακούσαι βραδύς εις το λαλήσαι βραδύς εις οργήν

βραδυτής (slackness)

[edit]

2 Peter 3:9

KJV: The Lord is not slack concerning his promise as some men count slackness but is longsuffering to us-ward not willing that any should perish but that all should come to repentance
GK: ου βραδύνει ο κύριος της επαγγελίας ως τινες βραδυτήτα ηγούνται αλλά μακροθυμεί εις ημάς μη βουλόμενός τινας απολέσθαι αλλά πάντας εις μετάνοιαν χωρήσαι

βραχίων (arm)

[edit]

Luke 1:51

KJV: He hath shewed strength with his arm he hath scattered the proud in the imagination of their hearts
GK: εποίησε κράτος εν βραχίονι αυτού διεσκόρπισεν υπερηφάνους διανοία καρδίας αυτών

John 12:38

KJV: That the saying of Esaias the prophet might be fulfilled which he spake Lord who hath believed our report and to whom hath the arm of the Lord been revealed
GK: ίνα ο λόγος Ησαϊου του προφήτου πληρωθή ον είπεν κύριε τις επίστευσε τη ακοή ημών και ο βραχίων κυρίου τίνι απεκαλύφθη

Acts 13:17

KJV: The God of this people of Israel chose our fathers and exalted the people when they dwelt as strangers in the land of Egypt and with an high arm brought he them out of it
GK: ο θεός του λαού τούτου Ισραήλ εξελέξατο τους πατέρας ημών και τον λαόν ύψωσεν εν τη παροικία εν γη Αιγύπτω και μετά βραχίονος υψηλού εξήγαγεν αυτούς εξ αυτής

βραχύς (few words)

[edit]

Luke 22:58

KJV: And after a little while another saw him and said Thou art also of them And Peter said Man I am not
GK: και μετά βραχύ έτερος ιδών αυτόν έφη και συ εξ αυτών ει ο δε Πέτρος είπεν άνθρωπε ουκ ειμί

John 6:7

KJV: Philip answered him Two hundred pennyworth of bread is not sufficient for them that every one of them may take a little
GK: απεκρίθη αυτώ Φίλιππος διακοσίων δηναρίων άρτοι ουκ αρκούσιν αυτοίς ίνα έκαστος αυτών βραχύ τι λάβη

Acts 5:34

KJV: Then stood there up one in the council a Pharisee named Gamaliel a doctor of the law had in reputation among all the people commanded to put the apostles forth a little space
GK: αναστάς δε τις εν τω συνεδρίω Φαρισαίος ονόματι Γαμαλιήλ νομοδιδάσκαλος τίμιος παντί τω λαώ εκέλευσεν έξω βραχύ τι τους αποστόλους ποιήσαι

Acts 27:28

KJV: And sounded and found twenty fathoms and when they had gone a little further they sounded again and found fifteen fathoms
GK: και βολίσαντες εύρον οργυιάς είκοσι βραχύ δε διαστήσαντες και πάλιν βολίσαντες εύρον οργυιάς δεκαπέντε

Hebrews 2:7

KJV: Thou madest him a little lower than the angels thou crownedst him with glory and honour and didst set him over the works of thy hands
GK: ηλάττωσας αυτόν βραχύ τι παρ΄ αγγέλους δόξη και τιμή εστεφάνωσας αυτόν και κατέστησας αυτόν επί τα έργα των χειρών σου

Hebrews 2:9

KJV: But we see Jesus, who was made a little lower than the angels for the suffering of death crowned with glory and honour that he by the grace of God should taste death for every man
GK: τον δε βραχύ τι παρ΄ αγγέλους ηλαττωμένον βλέπομεν Ιησούν διά το πάθημα του θανάτου δόξη και τιμή εστεφανωμένον όπως χάριτι θεού υπέρ παντός γεύσηται θανάτου

Hebrews 13:22

KJV: And I beseech you brethren suffer the word of exhortation for I have written a letter unto you in few words
GK: παρακαλώ δε υμάς αδελφοί ανέχεσθε του λόγου της παρακλήσεως και γαρ διά βραχέων επέστειλα υμίν

βρέφος (babe)

[edit]

Luke 1:41

KJV: And it came to pass that, when Elisabeth heard the salutation of Mary the babe leaped in her womb and Elisabeth was filled with the Holy Ghost
GK: και εγένετο ως ήκουσεν η Ελισάβετ τον ασπασμόν της Μαρίας εσκίρτησε το βρέφος εν τη κοιλία αυτής και επλήσθη πνεύματος αγίου η Ελισάβετ

Luke 1:44

KJV: For lo as soon as the voice of thy salutation sounded in mine ears the babe leaped in my womb for joy
GK: ιδου γαρ ως εγένετο η φωνή του ασπασμού σου εις τα ώτά μου εσκίρτησε εν αγαλλιάσει το βρέφος εν τη κοιλία μου

Luke 2:12

KJV: And this a sign unto you Ye shall find the babe wrapped in swaddling clothes lying in a manger
GK: και τούτο υμίν το σημείον ευρήσετε βρέφος εσπαργανωμένον κείμενον εν φάτνη

Luke 2:16

KJV: And they came with haste and found Mary and Joseph and the babe lying in a manger
GK: και ήλθον σπεύσαντες και ανεύρον την τε Μαριάμ και τον Ιωσήφ και το βρέφος κείμενον εν τη φάτνη

Luke 18:15

KJV: And they brought unto him also infants that he would touch them but when disciples saw they rebuked them
GK: προσέφερον δε αυτώ και τα βρέφη ίνα αυτών άπτηται ιδόντες δε οι μαθηταί επετίμησαν αυτοίς

Acts 7:19

KJV: The same dealt subtilly with our kindred evil entreated our fathers so that they cast out their young children to the end they might not live
GK: ούτος κατασοφισάμενος το γένος ημών εκάκωσε τους πατέρας ημών του ποιείν έκθετα τα βρέφη αυτών εις το μη ζωογονείσθαι

2 Timothy 3:15

KJV: And that from a child thou hast known the holy scriptures which are able to make thee wise unto salvation through faith which is in Christ Jesus
GK: και ότι από βρέφους τα ιερά γράμματα οίδας τα δυνάμενά σε σοφίσαι εις σωτηρίαν διά πίστεως της εν χριστώ Ιησού

1 Peter 2:2

KJV: As newborn babes desire the sincere milk of the word that ye may grow thereby
GK: ως αρτιγέννητα βρέφη το λογικόν άδολον γάλα επιποθήσατε ίνα εν αυτώ αυξηθήτε

βρέχω ((send) rain)

[edit]

Matthew 5:45

KJV: That ye may be the children of your Father which is in heaven for he maketh his sun to rise on the evil and on the good and sendeth rain on the just and on the unjust
GK: όπως γένησθε υιοί του πατρός υμών του εν ουρανοίς ότι τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους

Luke 7:38

KJV: And stood at his feet behind weeping and began to wash his feet with tears and did wipe with the hairs of her head and kissed his feet and anointed with the ointment
GK: και στάσα παρά τους πόδας αυτού οπίσω κλαίουσα ήρξατο βρέχειν τους πόδας αυτού τοις δάκρυσι και ταις θριξί της κεφαλής αυτής εξέμασσε και κατεφίλει τους πόδας αυτού και ήλειφε τω μύρω

Luke 7:44

KJV: And he turned to the woman and said unto Simon Seest thou this woman I entered into thine house thou gavest me no water for my feet but she hath washed my feet with tear and wiped with the hairs of her head
GK: και στραφείς προς την γυναίκα τω Σίμωνι έφη βλέπεις ταύτην την γυναίκα εισήλθόν σου εις την οικίαν ύδωρ επί τους πόδας μου ουκ έδωκας αύτη δε τοις δάκρυσιν έβρεξέ μου τους πόδας και ταις θριξί της κεφαλής αυτής εξέμαξε

Luke 17:29

KJV: But the same day that Lot went out of Sodom it rained fire and brimstone from heaven and destroyed all
GK: η δε ημέρα εξήλθε Λωτ από Σοδόμων έβρεξε πυρ και θείον απ΄ ουρανού και απώλεσεν άπαντας

James 5:17

KJV: Elias was a man subject to like passions as we are and he prayed earnestly that it might not rain and it rained not on the earth by the space of three years and six months
GK: Ηλίας άνθρωπος ην ομοιοπαθής ημίν και προσευχή προσηύξατο του μη βρέξαι και ουκ έβρεξεν επί της γης ενιαυτούς τρεις και μήνας εξ

Revelation 11:6

KJV: These have power to shut heaven that it rain not in the days of their prophecy and have power over waters to turn them to blood and to smite the earth with all plagues as often as they will
GK: ούτοι έχουσιν εξουσίαν κλείσαι τον ουρανόν ίνα μη υετός βρέχη τας ημέρας της προφητείας αυτών και εξουσίαν έχουσιν επί των υδάτων στρέφειν αυτά εις αίμα και πατάξαι την γην εν πάση πληγή οσάκις εάν θελήσωσιν

βροντή (thunder(-ing))

[edit]

Mark 3:17

KJV: And James the of Zebedee and John the brother of James and he surnamed them Boanerges which is The sons of thunder
GK: και Ιάκωβον τον του Ζεβεδαίου και Ιωάννην τον αδελφόν του Ιακώβου και επέθηκεν αυτοίς ονόματα Βοανεργές ο εστιν υιοί βροντής

John 12:29

KJV: The people therefore that stood by and heard said that it thundered others said An angel spake to him
GK: ο ουν όχλος ο εστώς και ακούσας έλεγεν βροντήν γεγονέναι άλλοι έλεγον άγγελος αυτώ λελάληκεν

Revelation 4:5

KJV: And out of the throne proceeded lightnings and thunderings and voices and seven lamps of fire burning before the throne which are the seven Spirits of God
GK: και εκ του θρόνου εκπορεύονται αστραπαί και φωναί και βρονταί και επτά λαμπάδες πυρός καιόμεναι ενώπιον του θρόνου αυτού αι εισιν επτά πνεύματα του θεού

Revelation 6:1

KJV: And I saw when the Lamb opened one of the seals and I heard as it were the noise of thunder one of the four beasts saying Come and see
GK: και είδον ότι ήνοιξε το αρνίον μίαν εκ των επτά σφραγίδων και ήκουσα ενός εκ των τεσσάρων ζώων λέγοντος ως φωνή βροντής έρχου και βλεπε

Revelation 8:5

KJV: And the angel took the censer and filled it with fire of the altar and cast into the earth and there were voices and thunderings and lightnings and an earthquake
GK: και είληφεν ο άγγελος τον λιβανωτόν και εγέμισεν αυτόν εκ του πυρός του θυσιαστηρίου και έβαλεν εις την γην και εγένοντο φωναί και βρονταί και αστραπαί και σεισμός

Revelation 10:3

KJV: And cried with a loud voice as a lion roareth and when he had cried seven thunders uttered their voices
GK: και έκραξε φωνή μεγάλη ώσπερ λέων μυκάται και ότε έκραξεν ελάλησαν αι επτά βρονταί τας εαυτών φωνάς

Revelation 10:4

KJV: And when the seven thunders had uttered their voices I was about to write and I heard a voice from heaven saying unto me Seal up those things which the seven thunders uttered and write them not
GK: και ότε ελάλησαν αι επτά βρονταί έμελλον γράφειν και ήκουσα φωνήν εκ του ουρανού λέγουσάν μοι σφράγισον α ελάλησαν αι επτά βρονταί και μη ταύτα γράψης

Revelation 11:19

KJV: And the temple of God was opened in heaven and there was seen in his temple the ark of his testament and there were lightnings and voices and thunderings and an earthquake and great hail
GK: και ηνοίγη ο ναός του θεού εν τω ουρανώ και ώφθη η κιβωτός της διαθήκης του κυρίου εν τω ναώ αυτού και εγένοντο αστραπαί και φωναί και βρονταί και χάλαζα μεγάλη

Revelation 14:2

KJV: And I heard a voice from heaven as the voice of many waters and as the voice of a great thunder and I heard the voice of harpers harping with their harps
GK: και ήκουσα φωνήν εκ του ουρανού ως φωνήν υδάτων πολλών και ως φωνήν βροντής μεγάλης και η φωνή ην ήκουσα ως κιθαρωδών κιθαριζόντων εν ταις κιθάραις αυτών

Revelation 16:18

KJV: And there were voices and thunders and lightnings and there was a great earthquake such as was not since men were upon the earth so mighty an earthquake so great
GK: και εγένοντο αστραπαί και βρονταί και φωναί και σεισμός εγένετο μέγας οίος ουκ εγένετο αφ΄ ου οι άνθρωποι εγένοντο επί της γης τηλικούτος σεισμός ούτω μέγας

Revelation 19:6

KJV: And I heard as it were the voice of a great multitude and as the voice of many waters and as the voice of mighty thunderings saying Alleluia for the Lord God omnipotent reigneth
GK: και ήκουσα ως φωνήν όχλου πολλού και ως φωνήν υδάτων πολλών και ως φωνήν βροντών ισχυρών λεγόντων αλληλούϊα ότι εβασίλευσε κύριος ο θεός ο παντοκράτωρ

βροχή (rain)

[edit]

Matthew 7:25

KJV: And the rain descended and the floods came and the winds blew and beat upon that house and it fell not for it was founded upon a rock
GK: και κατέβη η βροχή και ήλθον οι ποταμοί και έπνευσαν οι άνεμοι και προσέπεσον τη οικία εκείνη και ουκ έπεσε τεθεμελίωτο γαρ επί την πέτραν

Matthew 7:27

KJV: And the rain descended and the floods came and the winds blew and beat upon that house and it fell and great was the fall of it
GK: και κατέβη η βροχή και ήλθον οι ποταμοί και έπνευσαν οι άνεμοι και προσέκοψαν τη οικία εκείνη και έπεσε και ην η πτώσις αυτής μεγάλη

βρόχος (snare)

[edit]

1 Corinthians 7:35

KJV: And this I speak for your own profit not that I may cast a snare upon you but for that which is comely and that ye may attend upon the Lord without distraction
GK: τούτο δε προς το υμών αυτών συμφέρον λέγω ουχ ίνα βρόχον υμίν επιβάλω αλλά προς το εύσχημον και ευπρόσεδρον τω κυρίω απερισπάστως

βρυγμός (gnashing)

[edit]

Matthew 8:12

KJV: But the children of the kingdom shall be cast out into outer darkness there shall be weeping and gnashing of teeth
GK: οι δε υιοί της βασιλείας εκβληθήσονται εις το σκότος το εξώτερον εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων

Matthew 13:42

KJV: And shall cast them into a furnace of fire there shall be wailing and gnashing of teeth
GK: και βαλούσιν αυτούς εις την κάμινον του πυρός εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων

Matthew 13:50

KJV: And shall cast them into the furnace of fire there shall be wailing and gnashing of teeth
GK: και βαλούσιν αυτούς εις την κάμινον του πυρός εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων

Matthew 22:13

KJV: Then said the king to the servants Bind him hand and foot and take him away and cast into outer darkness there shall be weeping and gnashing of teeth
GK: τότε είπεν ο βασιλεύς τοις διακόνοις δήσαντες αυτού πόδας και χείρας άρατε αυτόν και εκβάλετε εις το σκότος το εξώτερον εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων

Matthew 24:51

KJV: And shall cut him asunder and appoint his portion with the hypocrites there shall be weeping and gnashing of teeth
GK: και διχοτομήσει αυτόν και το μέρος αυτού μετά των υποκριτών θήσει εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων

Matthew 25:30

KJV: And cast ye the unprofitable servant into outer darkness there shall be weeping and gnashing of teeth
GK: και τον αχρείον δούλον εκβάλετε εις το σκότος το εξώτερον εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων

Luke 13:28

KJV: There shall be weeping and gnashing of teeth when ye shall see Abraham and Isaac and Jacob and all the prophets in the kingdom of God and you thrust out
GK: εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων όταν όψησθε Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ και πάντας τους προφήτας εν τη βασιλεία του θεού υμάς δε εκβαλλομένους έξω

βρύχω (gnash)

[edit]

Acts 7:54

KJV: When they heard these things they were cut to the heart and they gnashed on him with teeth
GK: ακούοντες δε ταύτα διεπρίοντο ταις καρδίαις αυτών και έβρυχον τους οδόντας επ΄ αυτόν

βρύω (send forth)

[edit]

James 3:11

KJV: Doth a fountain send forth at the same place sweet and bitter
GK: μήτι η πηγή εκ της αυτής οπής βρύει το γλυκύ και το πικρόν

βρῶμα (meat)

[edit]

Matthew 14:15

KJV: And when it was evening his disciples came to him saying This is a desert place and the time is now past send the multitude away that they may go into the villages and buy themselves victuals
GK: οψίας δε γενομένης προσήλθον αυτώ οι μαθηταί αυτού λέγοντες έρημός εστιν ο τόπος και η ώρα ήδη παρήλθεν απόλυσον τους όχλους ίνα απελθόντες εις τας κώμας αγοράσωσιν εαυτοίς βρώματα

Mark 7:19

KJV: Because it entereth not into his heart but into the belly and goeth out into the draught purging all meats
GK: ότι ουκ εισπορεύεται αυτού εις την καρδίαν αλλ΄ εις την κοιλίαν και εις τον αφεδρώνα εκπορεύεται καθαρίζον πάντα τα βρώματα

Luke 3:11

KJV: He answereth and saith unto them He that hath two coats let him impart to him that hath none and he that hath meat let him do likewise
GK: αποκριθείς δε λέγει αυτοίς ο έχων δύο χιτώνας μεταδότω τω μη έχοντι και ο έχων βρώματα ομοίως ποιείτω

Luke 9:13

KJV: But he said unto them Give ye them to eat And they said We have no more but five loaves and two fishes except we should go and buy meat for all this people
GK: είπε δε προς αυτούς δότε αυτοίς υμείς φαγείν οι δε είπον ουκ εισίν ημίν πλείον η πέντε άρτοι και δύο ιχθύες ει πορευθέντες ημείς αγοράσωμεν εις πάντα τον λαόν τούτον βρώματα

John 4:34

KJV: Jesus saith unto them My meat is to do the will of him that sent me and to finish his work
GK: λέγει αυτοίς ο Ιησούς εμόν βρώμά εστιν ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με και τελειώσω αυτού το έργον

Romans 14:15

KJV: But if thy brother be grieved with meat now walkest thou not charitably Destroy not him with thy meat for whom Christ died
GK: ει δε διά βρώμα ο αδελφός σου λυπείται ουκέτι κατά αγάπην περιπατείς μη τω βρώματί σου εκείνον απόλλυε υπέρ ου χριστός απέθανεν

Romans 14:20

KJV: For meat destroy not the work of God All things indeed pure but evil for that man who eateth with offence
GK: μη ένεκεν βρώματος κατάλυε το έργον του θεού πάντα μεν καθαρά αλλά κακόν τω ανθρώπω τω διά προσκόμματος εσθίοντι

1 Corinthians 3:2

KJV: I have fed you with milk and not with meat for hitherto ye were not able neither yet now are ye able
GK: γάλα υμάς επότισα και ου βρώμα ούπω γαρ εδύνασθε αλλ΄ ούτε έτι νυν δύνασθε

1 Corinthians 6:13

KJV: Meats for the belly and the belly for meats but God shall destroy both it and them Now the body not for fornication but for the Lord and the Lord for the body
GK: τα βρώματα τη κοιλία και η κοιλία τοις βρώμασιν ο δε θεός και ταύτην και ταύτα καταργήσει το δε σώμα ου τη πορνεία αλλά τω κυρίω και ο κύριος τω σώματι

1 Corinthians 8:8

KJV: But meat commendeth us not to God for neither if we eat are we the better neither if we eat not are we the worse
GK: βρώμα δε ημάς ου παρίστησι τω θεώ ούτε γαρ εάν φάγωμεν περισσεύομεν ούτε εάν μη φάγωμεν υστερούμεθα

1 Corinthians 8:13

KJV: Wherefore if meat make my brother to offend I will eat no flesh while the world standeth lest I make my brother to offend
GK: διόπερ ει βρώμα σκανδαλίζει τον αδελφόν μου ου φάγω κρέα εις τον αιώνα ίνα μη τον αδελφόν μου σκανδαλίσω

1 Corinthians 10:3

KJV: And did all eat the same spiritual meat
GK: και πάντες το αυτό βρώμα πνευματικόν έφαγον

1 Timothy 4:3

KJV: Forbidding to marry to abstain from meats which God hath created to be received with thanksgiving of them which believe and know the truth
GK: κωλυόντων γαμείν απέχεσθαι βρωμάτων α ο θεός έκτισεν εις μετάληψιν μετά ευχαριστίας τοις πιστοίς και επεγνωκόσι την αλήθειαν

Hebrews 9:10

KJV: only in meats and drinks and divers washings and carnal ordinances imposed until the time of reformation
GK: μόνον επί βρώμασι και πόμασι και διαφόροις βαπτισμοίς και δικαιώμασι σαρκός μέχρι καιρού διορθώσεως επικείμενα

Hebrews 13:9

KJV: Be not carried about with divers and strange doctrines For a good thing that the heart be established with grace not with meats which have not profited them that have been occupied therein
GK: διδαχαίς ποικίλαις και ξέναις μη περιφέρεσθε καλόν γαρ χάριτι βεβαιούσθαι την καρδίαν ου βρώμασιν εν οις ουκ ωφελήθησαν οι περιπατήσαντες

βρώσιμος (meat)

[edit]

Luke 24:41

KJV: And while they yet believed not for joy and wondered he said unto them Have ye here any meat
GK: έτι δε απιστούντων αυτών από της χαράς και θαυμαζόντων είπεν αυτοίς έχετέ τι βρώσιμον ενθάδε

βρῶσις (eating)

[edit]

Matthew 6:19

KJV: Lay not up for yourselves treasures upon earth where moth and rust doth corrupt and where thieves break through and steal
GK: μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης όπου σης και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι

Matthew 6:20

KJV: But lay up for yourselves treasures in heaven where neither moth nor rust doth corrupt and where thieves do not break through nor steal
GK: θησαυρίζετε δε υμίν θησαυρούς εν ουρανώ όπου ούτε σης ούτε βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται ου διορύσσουσιν ουδέ κλέπτουσιν

John 4:32

KJV: But he said unto them I have meat to eat that ye know not
GK: ο δε είπεν αυτοίς εγώ βρώσιν έχω φαγείν ην υμείς ουκ οίδατε

John 6:27

KJV: Labour not for the meat which perisheth but for that meat which endureth unto everlasting life which the Son of man shall give unto you for him hath God the Father sealed
GK: εργάζεσθε μη την βρώσιν την απολλυμένην αλλά την βρώσιν την μένουσαν εις ζωήν αιώνιον ην ο υιός του ανθρώπου υμίν δώσει τούτον γαρ ο πατήρ εσφράγισεν ο θεός

John 6:55

KJV: For my flesh is meat indeed and my blood is drink indeed
GK: η γαρ σάρξ μου αληθώς εστι βρώσις και το αίμά μου αληθώς εστι πόσις

Romans 14:17

KJV: For the kingdom of God is not meat and drink but righteousness and peace and joy in the Holy Ghost
GK: ου γαρ εστιν η βασιλεία του θεού βρώσις και πόσις αλλά δικαιοσύνη και ειρήνη και χαρά εν πνεύματι αγίω

1 Corinthians 8:4

KJV: As concerning therefore the eating of those things that are offered in sacrifice unto idols we know that an idol nothing in the world and that none other God but one
GK: περί της βρώσεως ούν των ειδωλοθύτων οίδαμεν ότι ουδέν είδωλον εν κόσμω και ότι ουδείς θεός έτερος ει εις

2 Corinthians 9:10

KJV: Now he that ministereth seed to the sower both minister bread for food and multiply your seed sown and increase the fruits of your righteousness
GK: ο δε επιχορηγών σπέρμα τω σπείροντι και άρτον εις βρώσιν χορηγήσαι και πληθύναι τον σπόρον υμών και αυξήσαι τα γενήματα της δικαιοσύνης υμών

Colossians 2:16

KJV: Let no man therefore judge you in meat or in drink or in respect of an holyday or of the new moon or of the sabbath
GK: μη ουν τις υμάς κρινέτω εν βρώσει η εν πόσει η εν μέρει εορτής η νουμηνίας η σαββάτων

Hebrews 12:16

KJV: Lest there any fornicator or profane person as Esau who for one morsel of meat sold his birthright
GK: μη τις πόρνος η βέβηλος ως Ησαύ ος αντί βρώσεως μιάς απέδοτο τα πρωτοτόκια αυτού

βυθίζω (begin to sink)

[edit]

Luke 5:7

KJV: And they beckoned unto partners which were in the other ship that they should come and help them And they came and filled both the ships so that they began to sink
GK: και κατένευσαν τοις μετόχοις τοις εν τω ετέρω πλοίω του ελθόντας συλλαβέσθαι αυτοίς και ήλθον και έπλησαν αμφότερα τα πλοία ώστε βυθίζεσθαι αυτά

1 Timothy 6:9

KJV: But they that will be rich fall into temptation and a snare and many foolish and hurtful lusts which drown men in destruction and perdition
GK: οι δε βουλόμενοι πλουτείν εμπίπτουσιν εις πειρασμόν και παγίδα και επιθυμίας πολλάς ανοήτους και βλαβεράς αίτινες βυθίζουσι τους ανθρώπους εις όλεθρον και απώλειαν

βυθός (deep)

[edit]

2 Corinthians 11:25

KJV: Thrice was I beaten with rods once was I stoned thrice I suffered shipwreck a night and a day I have been in the deep
GK: τρις ερραβδίσθην άπαξ ελιθάσθην τρις εναυάγησα νυχθήμερον εν τω βυθώ πεποίηκα

βυρσεύς (tanner)

[edit]

Acts 9:43

KJV: And it came to pass that he tarried many days in Joppa with one Simon a tanner
GK: εγένετο δε ημέρας ικανάς μείναι αυτόν εν Ιόππη παρά τινι Σίμωνι βυρσεί

Acts 10:6

KJV: He lodgeth with one Simon a tanner whose house is by the sea side he shall tell thee what thou oughtest to do
GK: ούτος ξενίζεται παρά τινι Σίμωνι βυρσεί ω εστιν οικία παρά θάλασσαν ούτος λαλήσει σοι τι σε ποιείν

Acts 10:32

KJV: Send therefore to Joppa and call hither Simon whose surname is Peter he is lodged in the house of Simon a tanner by the sea side who when he cometh shall speak unto thee
GK: πέμψον ούν εις Ιόππην και μετακάλεσαι Σίμωνα ος επικαλείται Πέτρος ούτος ξενίζεται εν οικία Σίμωνος βυρσέως παρά θάλασσαν ος παραγενόμενος λαλήσει σοι

βύσσινος (fine linen)

[edit]

Revelation 18:16

KJV: And saying Alas alas that great city that was clothed in fine linen and purple and scarlet and decked with gold and precious stones and pearls
GK: και λέγοντες ουαί ουαί η πόλις η μεγάλη η περιβεβλημένη βύσσινον και πορφυρούν και κόκκινον και κεχρυσωμένη εν χρυσώ και λίθω τιμίω και μαργαρίταις

Revelation 19:8

KJV: And to her was granted that she should be arrayed in fine linen clean and white for the fine linen is the righteousness of saints
GK: και εδόθη αυτή ίνα περιβάληται βύσσινον λαμπρόν και καθαρόν το γαρ βύσσινον τα δικαιώματά εστι των αγίων

Revelation 19:14

KJV: And the armies in heaven followed him upon white horses clothed in fine linen white and clean
GK: και τα στρατεύματα τα εν τω ουρανώ ηκολούθει αυτώ επί ίπποις λευκοίς ενδεδυμένοι βύσσινον λευκόν καθαρον

βύσσος (fine linen)

[edit]

Luke 16:19

KJV: There was a certain rich man which was clothed in purple and fine linen and fared sumptuously every day
GK: άνθρωπος δε τις ην πλούσιος και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον ευφραινόμενος καθ ημέραν λαμπρώς

Revelation 18:12

KJV: The merchandise of gold and silver and precious stones and of pearls and fine linen and purple and silk and scarlet and all thyine wood and all manner vessels of ivory and all manner vessels of most precious wood and of brass and iron and marble
GK: γόμον χρυσού και αργύρου και λίθου τιμίου και μαργαρίτου και βύσσου και πορφυρού και σηρικού και κοκκίνου και παν ξύλον θυϊνον και παν σκεύος ελεφάντινον και παν σκεύος εκ ξύλου τιμιωτάτου και χαλκού και σιδήρου και μαρμάρου

βωμός (altar)

[edit]

Acts 17:23

KJV: For as I passed by and beheld your devotions I found an altar with this inscription TO THE UNKNOWN GOD Whom therefore ye ignorantly worship him declare I unto you
GK: διερχόμενος γαρ και αναθεωρών τα σεβάσματα υμών εύρον και βωμόν εν ω επεγέγραπτο αγνώστω θεώ ον ούν αγνοούντες ευσεβείτε τούτον εγώ καταγγέλλω υμίν