User:PastelKos/Ξενοφῶν

From Wikisource
Jump to navigation Jump to search


ΞΕΝΟΦΩΝ
ΛΥΡΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΣΕ
ΤΕΣΣΕΡΕΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ
ΜΕΤΑ ΠΡΟΛΟΓΟΥ


ΓΕΓΡΑΜΜΕΝΗ ΥΠΟ ΤΟΥ
ΧΡΗΣΤΟΥ Ν. ΚΩΣΤΕΛΙΔΟΥ




ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ



ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Απολλων
Ερμης
Χορος νυμφων και θεοτητων των δασων

ΜΕΛΟΔΡΑΜΑ

Ξενοφων
Δημητριος
Ερατω
Αντιφων
Απολλων
Ενας Ιερεας
Μια Ερινυς
Χορος αμυκλαιων, ιερεων, φρουρων, ερινυων

Σκηνη — Πεδιάδα τοῦ Εὐρώτα (Πρόλογος), Ἀμύκλαι (Μελόδραμα)



ΠΡΟΛΟΓΟΣ




Τὸ θέατρο ἀναπαριστᾷ ἕναν ἀνθηρὸ ἀγρὸ στὴν πεδιάδα τοῦ Εὐρώτα. Στὸ κέντρο εὑρίσκεται ἕνας νεόκτιστος τύμβος γιὰ τὸν Ὑάκινθο ἐπὶ τοῦ ὁποίου βλέπουμε τὸν Απολλωνα νὰ θρηνῇ.


Απολλων

Μονάχος ‘δῶ σὲ τούτους τοὺς λειμῶνες,1
πηγὲς στὸν κόσμο δὲν ὑπάρχουν
ποὺ ῥίχνουσες τὸ πᾶν νερό τους
τὸ δάκρυ μου θὰ κάνουν ὅμοιό τους.
Ἡ ἀγάπη κι ἡ εὐτυχία δὲν ὑπάρχουν·5
οἱ πίκρες μόνο στὸ μυαλό μου ἄρχουν.
Τοῦ κόσμου ὅλ’ ἡ χάρη ἔχει δύσει
κι ἡ φύση ἔχει ἀπαρνηθῆ τὴν φύση.


(Μία ὁμάδα νυμφῶν καὶ θεοτήτων τῶν δασῶν ἐμφανίζεται γιὰ νὰ θρηνήσῃ μαζὶ μὲ τὸν Απολλωνα.)


Χορος

Εὐρώτα, σήμερ’ εἶσαι μελανός,
βαμμένος μὲ τ’ Ἀπόλλωνος τὸ δάκρυ.10
Τοῦ ἐραστῆ, ποὺ τὸν ἐχάθη ὁ βιός,
ὁ πόνος πάει σὲ κάθε τῆς γῆς ἄκρη.


Απολλων

Ὑάκινθε, γλυκύτατε, ποῦ εἶσαι;
Ποῦ ἔδυσε, ὦ ἄνθος, ἡ ὀμορφιά σου;
Ὦ ᾆσμα, ποιός θ’ ἀκούῃ τώρα τὴν λαλιά σου;15
Ποῦ θ’ εὕρῃς ἄλλα σὰν τὰ μάτια ποὺ στερεῖσαι;


Χορος

Ἆ ἄγρια μοῖρα! Ἆ δίχως οἶκτο ῥιζικό!
Ἆ ἄδικοι ἀστέρες! Ἆ μέγιστο κακό!


Απολλων

Θνητὸς γιατί δὲν εἶμαι
καὶ πρέπει νὰ σὲ βλέπω νὰ πεθαίνῃς;20
Τὴν ἀμβροσιὰ θὰ ἔδινα καὶ κάθε χάρη ἄλλη
γιὰ μίαν τελευταία σου ἀγκάλη.


Χορος

Ἆ ἄγρια μοῖρα! Ἆ δίχως οἶκτο ῥιζικό!
Ἆ ἄδικοι ἀστέρες! Ἆ μέγιστο κακό!


Απολλων

Μὰ ὅσο, μοῖρα, ‘ρνεῖσαι τοὺς νεκροὺς νὰ ἀνασταίνῃς,25
ἐγὼ ἐπὶ αὐτοῦ ἀεὶ θὰ κεῖμαι.
Αὐτὸν τὸν τάφο μήποτε θ’ ἀφήσω
ὡστὲ σὲ ὅποιον ἀπὸ ‘δῶ περάσῃ
ἀνοιχτὰ νὰ διαλαλήσω
πὼς εἶμ’ ἐγ’ ὁ μονάχος δολοφόνος.30
Τὸ χτύπημα δὲν μπόρεσα νὰ κάνω νὰ ἰάσῃ -
ποὺ σὲ αὐτὸν προκάλεσε ὁ Ζέφυρος ὁ φθονερὸς -
κι ἂς εἶν' ἡ ἰατρικὴ σὲ μένα γόνος.
Ἐγὼ εἰμαὶ ὁ φταίχτης καὶ ἐγὼ ὁ αἰτιατός,
κι αἰώνια κατοικία μου θὰ εἶν’ αὐτὸ τὸ μνῆμα.35


Χορος

Ἑνὸς ἀνθιοῦ ὁ θάνατος τὸ ἄλλο μαραζώνει:
τὶς εὐλογίες ‘ποστεργεῖ τὶ θέλει νὰ ‘ναι θύμα
κι ἀκόμη καὶ τὸν θάνατο ὁμοῦ νὰ τὸν βιώνῃ.
καθὼς πιὰ δὲν βιώνει τὸ παλιὰ κοινό τους βῆμα.


(Ερμης κατέρχεται ἐκ τῶν Οὐρανῶν.)


Ερμης

Ἀδέλφι, ἄσε πίσω σοῦ τοὺς μάταιους καημούς.40
Οἱ Μοῖρες κρίνουν ἴσα καὶ ἀνθρώπους καὶ θεούς.
Ὡστόσ’ ὁ Ζεὺς ἀπ’ τὸ τραγούδι σου βαριὰ πληγμένος
τὸν ἐραστή, τὸ ἄνθος σου, σὲ ἄνθος μετατρέπει.
Τοῦ ἄνεμου τὸ ἄλογο τὸ μένος
μιὰν ἄλλη ὄψη ν’ ἀποκτήσῃ τ’ ἐπιτρέπει.45


Απολλων

Θὰ εἶναι ἀγαπητὸ κι ὡραῖο;


Ερμης

Ἀπ’ ὅλα καὶ πιὸ ὥριο καὶ πι’ ἀκμαῖο.


Απολλων

Καὶ θὰ ‘ν’ ἀπ' τοὺς θνητοὺς ἀγαπητό;


Ερμης

Ἀπ’ τὴν ζωή τους πιότερ' ἱερό.


Απολλων

Μικρὰ εἶν’ ἡ συμπόνια ποὺ ἡ μοῖρα μὲ χαρίζει,50
θὰ τὴν δεχθῶ ὡστόσο ὡς τὴν μόνη ποὺ δωρίζει.
Αὐτὸς ποὺ ἐν ζωῇ ὡσεὶ λουλούδι ἦτο
ἂς λάβῃ τώρα ἐν θανάτῳ τὴν μορφή του.
Αὐτὸς ποὺ τὴν τερπνότητά του ἐμιμεῖτο
ἂς εἶναι ἄξιος αὐτῆς καὶ στὴν θανή του.55


Χορος

Αὐτὸς ποὺ ἐν ζωῇ ὡσεὶ λουλούδι ἦτο
ἂς λάβῃ τώρα ἐν θανάτῳ τὴν μορφή του.
Αὐτὸς ποὺ τὴν τερπνότητά του ἐμιμεῖτο
ἂς εἶναι ἄξιος αὐτῆς καὶ στὴν θανή του.


Απολλων

Τοὺς σπόρους σου σκορπᾷ τἀγέρι ποὺ φυσάει.60
Μακάρι νὰ γεμίζῃς κάθε ‘δῶ λιβάδι
γιὰ νὰ θυμίζῃς σ’ ὅλους σὰν γερὸ σημάδι
πὼς πάντα ἡ ἀγάπη πάντων θὰ νικάει.


Χορος

Τοὺς σπόρους σου σκορπᾷ τἀγέρι ποὺ φυσάει.
Μακάρι νὰ γεμίζῃς κάθε ‘δῶ λιβάδι65
γιὰ νὰ θυμίζῃς σ’ ὅλους σὰν γερὸ σημάδι
πὼς πάντα ἡ ἀγάπη πάντων θὰ νικάει.


Απολλων

Αὐτὴ εἶν’ ἡ ὑπόσχεση ποὺ παίρνω:
εἰρήνη σ’ ὅλες τὶς καρδιὲς νὰ φέρνω
ποὺ γιὰ τὸν ἔρωτά τους πολιορκοῦνται70
καὶ στὸν κυρφὸ τὸν μαρασμὸ ὠθοῦνται.


Χορος

Οἱ δυνατοὶ οἱ ἄνεμοι κι οἱ αὐγὲς ἂς ἐχτυποῦνε
μὲ ἄγριο φθόνο καὶ μὲ δίσκους τούτους π’ ἀγαποῦμε.
Οἱ ἄξιοι τοὺς ἄξιους δὲν παύουν ν’ ἀγαποῦνε·
ἐμπρὸς τῆς βλοσυρῆς ἰσχύος ‘μεῖς θὰ ἀμυνθοῦμε.75


ΤΕΛΟΣ ΠΡΟΛΟΓΟΥ



ΠΡΑΞΗ Α'




ΣΚΗΝΗ Α'

Τὸ θέατρο ἀναπαριστᾷ ἕνα δῶμα στὰ ἀνάκτορα τῶν Ἀμυκλῶν. Μία μεγάλη πύλη εὑρίσκεται στὸ κέντρο πλαισιωμένη ἀπὸ δύο περιτέχνους κίονες.

Ξενοφων


Ξενοφων

Ἂν πρέπῃ νὰ γενῶ ὑπόδουλος στ’ αἰσθήματά μου,
καλλίτερα ν’ ἀφήσω νὰ σκληρύνῃ ἡ καρδιά μου.
Καλλίτερα νὰ βασανίζεται γιὰ πάντα ἡ ψυχή μου
παρὰ νὰ διώξω μακριά μου αὐτὸν ποὺ τὴν μορφαίνει.
Τῶν Ἀμυκλῶν τ’ ἀνάκτορα φορῦνε ἔρωτος στολίδια80
κι ἐγὼ φορῶ δεσμὰ ἀπὸ μι’ ἀγάπη ἐπιτήδεια.
Ἂν ὁ Ὕμεναιος δὲν δύναται νὰ μᾶς συνδένῃ,
τοὐλάχιστον ἂς μὴν ἀπομακρύνῃ ἀπὸ μένα τὴν αὐγή μου
ἂς προχωρήσῃ δίχως μέ, κι ἐγὼ θὰ ζήσω
μὲ τὴν ἀνάμνηση τοῦ ὄμορφου μυαλοῦ του πίσω.85
Ἀπόλλον, θάψε μέσα μου ἕναν ἔρωτα κρυφὸ
γιὰ νὰ μὴ χάσω ἀπὸ φίλο μου αὐτὸν ποὺ ἀγαπῶ.


ΣΚΗΝΗ Β'

Ξενοφων, Δημητριος, Ερατω


Ξενοφων

Ὦ φίλε μ’ ὅσ’ ἡ ὥρα πλησιάζει
ποὺ ὁ Ὑμέναιος θὰ σὲ νυμφέψῃ,
ἡ ὄψη σου λαμπρότερη ὁμοιάζει.90


Δημητριος

Γνωρίζω τὰ καλὰ ποὺ θὰ φιλέψῃ.
Ὑπάρχει ὅμως πιὸ σπουδαῖο πρᾶμα
ἀπ’ τὸ νὰ ‘χω τοὺς φίλους μου ἀντάμα;
Στὴν ὀμορφότερη στιγμή του ἕνας
ζητᾷ κοντὰ τοὺς φίλους του ἐκ γέννας.95


Ξενοφων

Μαζὶ μ’ αὐτοὺς καὶ ἕναν γάμο εἶν’ νὰ λάχῃς.
Ποτέ μου δὲν περίμενα πὼς θὰ ‘χῃς
μι’ ἀπ’ τὸν Ὑμέναιο βαστώμενη καρδιά.
Καθὼς ἐράσουνα, μετὰ ἀπὸ κρασὶ καὶ ζάρια,
τὶς ὄμορφες κοπέλες καὶ τὰ ὥρια παλληκάρια100
καὶ ἔνιωθες τοῦ ἔρωτος τὰ δυσμενῆ τὰ βέλη,
στὰ στήθια μ’ εὕρισκες συμπονεσιά.
Ὁ γάμος σου τὴν ὥρα ἀναγγέλει
πού, ὄντας σύζυγος εὐτυχισμένος
τὰ στήθια μ’ ἡ καρδιά σου ἄλλο δὲν θὰ θέλῃ.105


Δημητριος

Τὰ πράγματα καὶ οἱ χαρὲς περνοῦνε
καθὼς σὲ μένει ὁ χρόνος ὁ χρισμένος.
Νὰ δροῦνε ἐπ’ ἐμοῦ δὲν ἠμποροῦνε
ἀκόμ’ αὐτὰ τὰ παιδιαρίσματα
ποὺ δὲν ἁρμόζουνε σὲ πρίγκιπα ‘νος κράτους.110
Αὐτὴ ἡ χώρα θέλει ἐρείσματα
γερά, κι αὐτὸς ὁ γάμος θὰ ἑνώσῃ
τὸν θρόνο μου μὲ οἴκους ἀνωτάτους.


Ξενοφων

Ὢ τί χαρὰ σὲ ‘χει σκαλβώσει!


Δημητριος

Τί ἄλλη ἀνταμοιβὴ μπορεῖ ἡ μοῖρα νὰ μὲ δώσῃ;115
Γαμβρὸς γιὰ οἶκο ἰσχυρὸ νὰ γίνω μέλλω·
γιὰ τὸ βασίλειο αὐτὸ τὸ θέλω:
νὰ ἑνωθῶ μὲ τ’ ἔρου τὶς δεσμὲς τὶς γαμιαῖες.


Ερατω

Τοῦ ἔρωτος οἱ δέσμες εἶν’ ὡραῖες
μονάχα ὅταν εἶναι ἀμοιβαῖες.120


Ξενοφων

Τὴν εὐτυχία του ἀρνεῖσαι;


Ερατω

Δημήτριε κοιτῶ χαρούμενος νὰ εἶσαι.
Ἕν’ ἄλογο μὲ τἄλλο ἀδελφάτο
τὸ κάρο μήποτε θὰ ῥίξῃ κάτω
καὶ δύο βόδια μ’ ἔρω ζυγωμένα125
κρατᾶνε τὰ χωράφια ὀργωμένα.


Δημητριος

Φιλτάτη, τίποτ’ ἂς μὴ σὲ ἐκπλήξῃ·
ἡ δύναμη ποὺ σφόδρα μ’ ἔχει πλήξει
δὲν θέλει τὸ χωράφι ῥημαγμένο
ἀλλὰ τὸν οἶκο μου μακαρισμένο.130


Ξενοφων καὶ Ερατω

Χαρούμενος λοιπὸν νὰ εἶσαι,
τὴν μοῖρα σ’ ὅλοι νὰ ζηλεύουν.
Ἐντὸς εἰρήνης ἄξιας ζῆσε
κι οἱ χάρες νὰ μὴ λιγοστεύουν.


ΣΚΗΝΗ Γ'

Ἡ πύλη ἀνοίγει καὶ εἰσέρχεται ὁ Βασιλεὺς τῶν Ἀμυκλῶν Αντιφων, συνοδευόμενος ἀπὸ τοὺς ὑπουργοὺς καὶ τὴν βασιλικὴ φρουρά του, ἱερεῖς καὶ ἕνα πλήθος Ἀμυκλαίων. Ἀκολουθεῖται ἀπὸ τὴν Ιεροκλεια, τὴν ἀρχοντοπούλα ποὺ θὰ νυμφεφθῇ ὁ Δημητριος, ἡ ὁποία φέρει μία λεπτομερῶς διακεκοσμημένη ἐνδυμασία καὶ τὴν ὁποία συνοδεύουν οἱ θεραπαινίδες της.

Αντιφων

Ἱερὸς σκοπὸς ἐδῶθε μᾶς μαζεύει,135
ποὺ σὲ ὀλίγο θὰ γενῇ τοῦ ἔρωτος παλᾶτι,
ὑπόδουλο στὴν δύναμη τὴν ἀνωτάτη.
Τὸν γιό μου ὁ Ὑμέναιος παντρεύει,
ὑπὸ τὴν καθοδήγησή μου,
μὲ τὴν ἀρχοντοπούλα Ἱεροκλεία140
ἑνώνων ἔτσι δυὸ μεγάλους οἴκους
καὶ φέρνοντας στὸν θρόνο εὐστασία.
Κοιτῶ σὰν ἄνθος νὰ γεννιέται ἡ βουλή μου
καὶ ὅλους σας αὐτὴν ν’ ἀκολουθῆτε.
Κανεὶς σ’ αὐτὴν τὴν χώρα νὰ μὴ μοιάσῃ τοὺς ἀδίκους145
καὶ τὴν χαρά μας μετατρέψῃ σὲ βασάνους.
Ἐλάτε σὺ Δημήτριε καὶ σὺ Ἱεροκλεία·
ἀπὸ τὸ σκῆπτρο μου στὸν κόσμ’ εὑλογηθῆτε
καὶ εὐλογιὰ τῶν οὐρανῶν εὑρῆτε στοὺς στεφάνους
ποὺ τώρα θέτω ἀπάνω σας σὰν προοικονομία150
γιὰ τὴν χαρὰ ποὺ σὲ ὀλίγο θὰ γευθῆτε.

(Κατ’ ἰδίαν στὸν Δημήτριο.)

Κι ἂν πάλι σέν’ ὁ ἔρως δὲν ἀγγίζῃ
φυλλάξου αὐτὸ οὐδεὶς νὰ μὴ γνωρίζῃ.


Δημητριος

Πατέρα μου, τῆς πόλεώς μας κύρη,
στὸν πάτρη του ἀρνεῖτ’ ὁ γιὸς χατῆρι;155
Ποιός ἀπ’ τὴν πατρικὴ βουλὴ π’ ἐκτράπη
στὰ στήθια ηὗρε τῶν θεῶν ἀγάπη;
Ὁ Ἔρως ὅταν κι ἡ ἐξουσία σμίγουν
τῆς εὐτυχιᾶς οἱ πόρτες διανοίγουν.


Αντιφων

Μὲ χαίρει π’ ἡ δική μ’ ἐπιθυμία160
εὑρίσκει τὴν δική σου συμφωνία.
Ἂς ἑορτάσουμ’ ὅλοι τώρα
αὐτὴν τὴν τόσο αἴσια ὥρα
ποὺ δύο ἐραστὲς ζυγώνει
καὶ δύο γεννεὲς ἑνώνει.165


Χορος

Ἂς ἑορτάσουμ’ ὅλοι τώρα
αὐτὴν τὴν τόσο αἴσια ὥρα
ποὺ δύο ἐραστὲς ζυγώνει
και δύο γεννεὲς ἑνώνει.
Χαρούμενος τῶν Ἀμυκλῶν ὁ θρόνος170
ποὺ σήμερα αὐξάνει τὰ κλαδιά του.
Τὴν τόσ’ εὐδαίμονα γενιά του
ποτὲ νὰ μὴ ταράξ’ ὁ φθόνος.


(Οἱ Ἀμυκλαῖοι ἐκκινοῦν ἑορτασμοὺς γιὰ τοὺς ἀρραβῶνες.)


Χορος

Χορεῦτε πάντες ‘σεῖς μακάριοι.
Ποτὲ οἱ πόθοι οἱ καθάρειοι175
ἀπ’ τοὺς Θεοὺς δὲν τιμωροῦνται
καθὼς τῆς λευτεριᾶς ἡγοῦνται.
Ἀληθινέ, σὺ ἔρω, ἄρχεις,
κι ἂς φέρνῃς βάσανα στὰ στήθια.
Γιὰ τοὺς ψευδεῖς σὺ εἶσ' ἀλήθεια,180
τοῦ βίου μοναχὸς μονάρχης.
Ὁ Ἔρως δῶθε βασιλεύει
κανεὶς μ’ αὐτὸν δὲν κινδυνεύει
μὰ ὅποιος ἔναντί του πάει
τὴν μόνη τύχη του σκορπάει.185


Αντιφων

Χαρὰ μεγάλη ἔχουμ’ ὅλοι
μὰ εἶναι πρέπον νὰ χαλιέται ὅλη
προτοῦ τοῦ γάμου δοῦμε τελειωμό;
Γι’ αὐτὸ ἂς πᾶμε ὅλοι στὸν ναὸ
καὶ γρήγορα ἂς ἔλθ’ ὁ Ξενοφῶν,190
ὢν στὸν Ἀπόλλων’ ἄτομ’ ἱερό,
ν’ ἑνώσῃ τὸν δεσμὸ τῶν ἐραστῶν.


Ξενοφων

Ἂς εἶν’ ὁ γάμος σας εὐλογημένος·
μὲ τῶν Θεῶν τὶς χάρες προικισμένος.


Αντιφων

Στὸ ὄνομα τ’ Ἀπόλλωνος ὁ γάμος θένα γίνῃ·195
τὸν ἔναντι προδότη ἡ πατρίδα νὰ τὸν κρίνῃ.


ΣΚΗΝΗ Δ'

Ξενοφων, Ερατω


Ερατω

Γιατί θλιμμένος εἶσαι Ξενοφῶν
ἀνάμεσα τῶν γλέντιων καὶ χαρῶν;


Ξενοφων

Γλυκή μου Ἐρατὼ οἱ ἑορτὲς
σὲ πῆραν τὰ μυαλά, εἶν’ ἐμφανές.195


Ερατω

Ἡ ὄψη σου πολλὰ ‘πο μυστικὰ προδίδει
κι ἡ εἱμαρμένη παίζει ‘να σκληρὸ παιγνίδι
χαρίζουσα στοὺς ἄξιους καρδιὰ γλυκή.
Μὰ μία εἶναι ἡ ἀλήθεια ἡ πραγματική:
τ’ ἀνθρώπου ἡ καρδιὰ200
καλύβει μυστικά.
Σὰν διάφανη πηγὴ ‘σαι μὲς στὴν πλάση
καὶ ἕνας εὔκολα μπορεῖ νὰ σὲ διαβάσῃ·
γι’ αὐτὸ μὴ προσπαθᾷ τὴν θλίψη
ἡ ἀδιαφορία σου νὰ κρύψῃ.205


Ξενοφων

Καὶ τί ‘σαι σύ; Μιὰ μάγισσα γιὰ νὰ τὰ ξέρῃς
Γιὰ εἶσαι μήπως ὁ πορτιέρης
στὴν πόρτα τοῦ μυαλοῦ ποὺ στέκει
κι ἀκοῦς τὴν Λάχεσι τὴν μοῖρα μου νὰ πλέκῃ;


Ερατω

Εἶν’ ἀσφαλὲς αὐτὸ ἐδῶ τὸ μέρος.210
Ποιά δύναμη ‘ν’ αὐτή, ἐξῆγα,
ποὺ κάνει τὰ χαρούδια σου ὀλίγα;


Ξενοφων

Μιὰ δύναμη μεγάλη…


Ερατω

Μιὰ δύναμη μεγάλη… Εἶν’ ὁ ἔρως;


Ξενοφων

Ἆ φτάνει, φτάνει. Εἶναι δυνατὸν
αὐτὰ ποὺ νιώθω νὰ ‘ναι τόσο ἐμφανῆ215
ποὺ μέσα μου νὰ φέγγ’ ἡ ἔλειψη χαρῶν;
Ἀλήθεια εἶναι, ἀγαπῶ πολύ,
μὲ μιὰ ἀγάπη ἐγκληματική.


Ερατω

Ποιό ἄτομο μπορεῖ μὲ ἔρωτα νὰ σ’ ἔχῃ ζώσει;


Ξενοφων

Ὢ τί φριχτὴ ὁμολογία:220
τοῦ Δημητρίου ἡ καρδιὰ μ’ ἔχει σκλαβώσει.
Τ’ αἰσθήματά μου νὰ ὑπερνικήσω
προσπάθησα, μὰ μὲ ἀποτυχία.
Τὴν λογική μου κάλεσα νὰ ἔλθῃ,
τὴν σωφροσύνη νὰ προσέλθῃ.225
Ἂ ἤλπιζα πὼς ἔτσι θὰ ἀφήσω
ὀπίσω μου ἓν αἴσθημα μοιραῖο,
ποὺ καὶ θνητοὺς μὰ καὶ θεοὺς προσβάλλει.
Μὲς στὴν καρδιά μου τ’ ὄνομά του τὸ ὡραῖο
γραπώνεται, σὰν ‘κεῖ εἰσβάλῃ,230
καὶ δὲν τὴν λείπει δίχως ἁμαρτία.
Ξεχνιέται στὴν καρδιά μου ἡ ἑνότης,
καθὼς τὴν διαιρεῖ ἡ ‘πιθυμία,
ξεχνιέται στὴν ψυχὴ κι ἡ ἐντιμότης
γενόμενος στὸ κράτος ‘νας προδότης.235
Τὸ ξέρω, πρέπει νὰ ‘χω εὐτυχία,
μὰ τώρα πιὰ ποὺ ὅλα πλησιάζουν
κι οἱ τέλετες τοῦ γάμου μ’ ἀναγκάζουν
νὰ δέσω ‘γὼ τὴν δέσμη τὴν φρικώδη,
πῶς γίνεται νὰ ‘χω χαρὰ τὴν μέρα τὴν θρηνώδη;240


Ερατω

Τοῦ ἔρου τὰ δεσμὰ πῶς εἶν’ ὡραῖα
σὰν κάποιοι μόνο τὰ κοιτάζουν·
πῶς εἶν’ ἀσήκωτα βαρέα
οἱ ἴδιοι σὰν ἀπάνω τους τὰ βάζουν.


Ξενοφων

Σὰν ὅλοι ὁμιλοῦνε γιὰ ἀγάπη ἀληθινὴ245
θὰ πρέπει τὴν δική μου νὰ λογίζω γιὰ ψευδῆ.


Ερατω

Μισῶ νὰ σὲ τὰ λέω μὲ καρδιὰ σκληρή,
μὰ λίγες οἱ ἐλπίδες τούτη τὴν στιγμή.
Ἀκόμη κι ἂν αὐτὸς σὲ ἀγαποῦσε
πῶς στὸν πατέρα του θὰ ἠμποροῦσε250
ἐνάντια νὰ πάῃ, ν’ ἀντιδράσῃ;


Ξενοφων

Ὁ ἀγαπῶν τὸν στόχο του γιὰ νὰ ἐφτάσῃ
θ’ εὑρῇ τὴν κάθε μέθοδο νὰ δοκιμάσῃ.
Ἀνώφελ’ εἶναι οἱ ὀδυρμοί μου
καὶ μάταιοι οἱ σπαραγμοί μου.255
Δὲν ἔχω κάτι νὰ ἐλπίζω.
Μακρὰ ἀπ’ τῆς χαρᾶς βαδίζω.


Ξενοφων καὶ Ερατω

Τί θλιβερὸ τὸν ἐραστὴ
ἡ μοῖρα συνεχῶς νὰ τὸν λυπῇ·
δὲν νιώθει γιὰ αὐτὸν στοργὴ260
φθείρουσά του τὴν ζωή.


ΣΚΗΝΗ E'

Ξενοφων


Ξενοφων

Ὦ νηπενθῆ Ἀπόλλον,
ἐσὺ ποὺ ἄρχεις ὅλων,
ἆ σῷσε τὸν πιστό σου,
βοῆθα τὸν υἱό σου.265
Χαρούμενος ποὺ ἤμουν ὅταν ἡ καρδιά μου
ὡς ἄρχουσα αὐτῆς φρουροῦσε τὴν χαρά μου.
Μὰ πιά, δὲν ἔχω ἐλπίδα·
μὲ πῆρες τὴν κρηπῖδα
ὦ σὺ σκληρὴ τοῦ ἔρωτος μητέρα.270
Θεοί, ἆ λῆξτε τὴν ὀδύνη τὴν αἰώνια.
Καὶ ἕνας ἔρως δυστυχὴς
καὶ ἕνας φίλος προδοθεὶς
ζητοῦνε ἀπὸ ‘σᾶς συμπόνια.
Αὐτὴ τοῦ ἱερέως ἡ μαχαῖρα,275
παλιότερα τοῦ παραδείσου κτῆμα,
τὸ στῆθι μου εὐθὺς ἂς κάνῃ θῦμα.
Ἀθέλητά του ὁ Δημήτριος θὰ γίνῃ
τ’ ἰδίου τοῦ θανάτου μ’ ὁ τεχνίτης·
καὶ ἡ στιγμὴ ποὺ ὁ Αἰγλήτης280
μὲ μίαν ἄλλη τὸν ἐγκρίνει,
θὰ εἶναι ἡ στιγμ’ ἡ μοιραία
ποὺ θ’ ἀφεθῶ στὸν διαφθορέα.
Ὦ νηπενθῆ Ἀπόλλον,
ἐσὺ ποὺ ἄρχεις ὅλων,285
ἆ σῷσε τὸν πιστό σου,
βοῆθα τὸν υἱό σου.


ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΗΣ ΠΡΑΞΕΩΣ



ΠΡΑΞΗ Β'




ΣΚΗΝΗ Α'

Τὸ θέατρο ἀναπαριστᾷ τὸν ναὸ τοῦ Ἀπόλλωνος. Στὸ κέντρο δεσπόζει μία σκαλωσιὰ ἡ ὁποία ὁδηγεῖ πρὸς τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀπόλλωνος Αἰγλήτου, ὄπισθεν τοῦ ὁποίου ὑπάρχει ἕνας μεταλλικὸς ἥλιος ὡς φωτοστέφανο. Ἐμπρὸς τῆς σκαλωσιᾶς εὑρίσκεται ἕνας βωμός.

Δημητριος καὶ Ερατω κεκρυμμένη


Δημητριος

Γαλήνη, ὢ γιατί τὸν νοῦ μου φεύγεις;
Τὸ δίλημμά μου λύσε, μὴ μὲ ἀποφεύγεις.
Γιατί μ’ ὠθεῖς, ὦ μοῖρα, στὴν ὁδὸ290
ἀπ’ ὅπου ‘χει λακίσει ἡ γαλήνη;
Γιατί μὲ ἀναγκάζεις στὴν ὀδύνη·
νὰ ζῶ ὡσεὶ τὸ βόδι σὲ ζυγό;
Ἀφοῦ γιὰ ἄλλον ἡ ψυχή μ’ πονάει.
Τ’ ἀγέρι ὅμως ἔναντι φυσάει295
καὶ μ’ ὁδηγεῖ πρὸς τὸ καθῆκον.
Δὲν γίνεται ν’ ὁμοιάζω τῶν ἀδίκων.
Γαλήνη, ὢ γιατί τὸν νοῦ μου φεύγεις;
Τὸ δίλημμά μου λύσε, μὴ μὲ ἀποφεύγεις.
Ποτέ! Νὰ γίνω σκλάβος προτιμῶ300
στὸ ἀναπόφευκτο τὸ ῥιζικό,
ὑπήκοος τοῦ πατρικοῦ τοῦ νόμου,
παρὰ νὰ ἀγνοήσω τὸν σκοπό μου.
Ἂς γίνῃ πέτρα ἡ καρδιά μου
γιὰ νὰ παγώσῃ ἡ δυνιά μου.305
Ὦ ἔρωτα μὴ μὲ λογίζεις πιά,
λακῶ ἀπ’ τὴν δίκη σου γειτονιά.
Γαλήνη, ὢ γιατί τὸν νοῦ μου φεύγεις;
Τὸ δίλημμά μου λύσε, μὴ μὲ ἀποφεύγεις.


ΣΚΗΝΗ Β'

Δημητριος, Ερατω, Ξενοφων, Αντιφων, Ιεροκλεια,
Χορὸς τῶν Ἀμυκλαίων, Χορὸς τῶν Ἱερέων


Χορος

Ὑμέναιε κατέβα τ’ οὐρανοῦ,310
ποὺ ἔχεις στήσει θεία ἑορτή·
ἐλθὲ καὶ γνωρίσε χαρὲς θνητοῦ
κι εὑρὲ μιὰ πλέον πρόσχαρη αὐλή.
Μαζί σου φέρε καὶ τὸν ἔρωτα
ποὺ δίχως του κανεὶς δὲν θ’ εὐτυχήσῃ,315
ποὺ γιὰ αἰσθήματ’ ἀφανέρωτα
σὰν διαλεχθῇ θὰ εἶν’ ἡ λύση.
Τὸν ἔρωτα ἂν δὲν τὸν ἐνεργῇς
καὶ σ’ ὅλους παραμένῃ ἀφανής,
μετ’ ἀπὸ λίγο φεύγει καὶ σκορπᾷ320
και μένεις σὲ μι’ ἀνύπαρκτη χαρά.
Ἂν πάλι τὸν φοβᾶσαι νὰ τὸν πῇς,
τί εἶν’ ἂν ὄχι ἔρωτας νεκρός;
ἀπόδειξη καρδιᾶς σαφῶς δειλῆς
ποὺ μόνο τὴν γιομίζει ὁ πικραμός;325


Ενασ Ιερεασ

Τί ὄμορφη τοῦ ἔρωτος ἡ ἐξουσία:
σὰν ἕνα κῦμα μέλιτος πηγάζει
πιὸ ἰσχυρὸ ἀπὸ τὰ κύματα τοῦ Ποσειδῶνος,
καὶ μήτ’ ἀθάνατος μὴ δύναμη καμμία
δὲν σταματᾷ τὴν μειλιχία της πορεία.330
Ὁ πόνος ποὺ ὁ Ἔρως τὸν σκευάζει
γλυκύτατος μονάχα εἶναι πόνος.


Χορος

Γιατί τὸν ἔρωτα λιγότερο λατρεύουν
τὴν ἐποχὴ ποὺ πρέπει περισσότερο;
Οἱ ἔρωτες τὴν ἥβη ἂν δὲν γοητεύουν335
δὲν θ’ εὕρουν ἄλλο ἀγαθὸ ἀνώτερο.
Ὁ Ἔρως εἶν’ γεμάτος μὲ χαρὲς
γιὰ τοὺς εὐπρόσδεκτους τοὺς ἐραστές.


Ενασ Ιερεασ

Τὸν ἔρωτα διαρκῶς οἱ περιστέρες τραγουδοῦν
γιὰ στὴν φωλιά τους γιὰ στ’ ἀγέρι εὑρεθοῦν·340
ὁ ἔρως ἄλλωστε εὑρίσκεται παντοῦ:
στὰ ἄγρια χωράφια βασιλεύει
καὶ στὰ ἀπέραντα πελάγη,
τὶς πολεμοῦσες πόλεις γαληνεύει
καὶ τ’ ὅπλα στὴν εἰρήνη ἄγει.345
Ὁ ἔρωτας νικάει ὁποιουδήποτε στρατοῦ.


Χορος

Γιατί τὸν ἔρωτα λιγότερο λατρεύουν
τὴν ἐποχὴ ποὺ πρέπει περισσότερο;
Οἱ ἔρωτες τὴν ἥβη ἂν δὲν γοητεύουν
δὲν θ’ εὕρουν ἄλλο ἀγαθὸ ἀνώτερο.350
Ὁ Ἔρως εἶν’ γεμάτος μὲ χαρὲς
γιὰ τοὺς εὐπρόσδεκτους τοὺς ἐραστές.


Ενασ Ιερεασ

Στὸν ἔρωτα μονάχα δὲν εὑρίσκετ’ ἡ ἀγάπη:
εὑρίσκεται στὴν ἡλιαχτίδα μέσ’ στὴν νάπη,
στὴν μάνα ποὺ γλυκὰ φιλεῖ τὸν γιό της,355
στὴν ἀδελφὴ π’ ὑπερασπίζεται τὸν ἀδελφό της.
Μὰ εἶναι ὄμορφο οἱ νέοι σὰν φιλιοῦνται
κι οἱ νέες μεταξὺ τοὺς ἱμερόεντ’ ἀγαπιοῦνται.
Ἡ Κυθηρία πόσο εὐκλεῶς δοξάζει
αὐτὸν ποὺ τὴν ἀφήνει ‘λεύθερα ν’ ἐξουσιάζῃ.360


Χορος

Μὰ ἂν τολμήσῃς ἔναντι νὰ πᾷς
σ’ αὐτὴν καὶ τὸν ἐράσμιο υἱό της,
περίμενε γιὰ σὲ νὰ ‘ναι φονιὰς
τὸ βέλος πού ‘ν’ γιὰ ἄλλους γαληνότης.


( Αντιφων πλησιάζει τοὺς νυμφευσομένους κρατῶν γαμηλίους στεφάνους.)


Αντιφων

Τοὺς τρίσχαιρους τοὺς ἐραστές,365
σὺ τοῦ Ἀπόλλωνος μεγάλε ἱερέα,
ὦ ἔλα κι ἕνωσε μὲ νιὲς χαρὲς
καὶ σὺν τὴν εὐλογία ποὺ ἐπῆραν ἀπὸ ‘μένα,
ἀπόνεμε κι αὐτὴν ποὺ ἔρχεται μονάχα ἀπὸ ‘σένα
καὶ τῶν θεῶν τὰ δῶρα δῶσε τὰ ὡραῖα.370


Χορος

Τοὺς τρίσχαιρους τοὺς ἐραστές,
σὺ τοῦ Ἀπόλλωνος μεγάλε ἱερέα,
ὦ ἔλα κι ἕνωσε μὲ νιὲς χαρὲς
καὶ τῶν θεῶν τὰ δῶρα δῶσε τὰ ὡραῖα.


Ξενοφων

Ἀπόλλον ἔλα 'πὸ τῶν οὐρανῶν375
κι εὐλόγησε μὲ τ’ ἔρωτος τὴν χάρη
ἐτοῦτο τὸ μακάριο ζευγάρι.
Προστάτες γίν’ αὐτῶν τῶν ἐραστῶν.


(Ἀστραπὲς καὶ κεραυνοί. Τὰ φῶτα τοῦ ναοῦ σβήνουν.)


Χορος

Τί ἀστραπές! Τί κεραυνοί!
Τί δυσμενεῖς εἶν’ οἱ οἰωνοί!380
Θεοί, ἆ, σῷστε τὶς ζωές μας!
Ἀκοῦστε τὶς σπαρακτικὲς κραυγές μας!


( Απολλων κατέρχεται ἐκ τῶν Οὐρανῶν ἐν δόξῃ.)


ΣΚΗΝΗ Γ'

Απολλων καὶ ἠθοποιοὶ τῆς προηγουμένης σκηνῆς γονυπετεῖς.


Απολλων

Μὴ φοβηθῆτε, ‘σεῖς σὲ μὲ πιστοί,
ἀπ’ τοῦ πατρός μου τὴν ἀναλαμπὴ
ποὺ ἔστειλε προμήνυμα τῆς σεβαστῆς τ’ ἰσχύος.385
Οἱ στοὺς Θεοὺς πραγματικὰ πιστοὶ
οὐδὲν ἀπὸ αὐτοὺς νὰ μὴ φοβοῦνται.
Ὁ νόμος ἂς λεχθῇ ‘πὸ μέν’ ὁ θεῖος
ἐρχόμενος νὰ διορθώσῃ μία μέλουσ’ ἀδικία:
οἱ τελετὲς τοῦ γάμου ἀκυροῦνται390
ἀπ’ τὴν ἀρχὴ τ’ ἀργικεραύνου Δία
Νὰ λάβῃ ὁ Δημήτριος δὲν πρέπει
ἓν ἄτομ’ ἄλλο πέραν ἀπ’ αὐτὸ ποὺ τὸν στεργεῖ.
Μιὰ τέτοια πράξη δὲν θὰ ἤτανε σωστὴ
καὶ μήτε νὰ γενῇ ἐνῷ οἱ δυό τους ζοῦνε.395
Κακόνοια ἡ ἐναντίωση σ' αὐτοὺς ποὺ ἀγαποῦνε
γι’ αὐτὸ τὸν ἔρω θέτω ὑπὸ τῆς λύρας μου τὴν σκέπη.


( Απολλων καὶ οἱ παρευρισκόμενοι ἀπέρχονται.)


ΣΚΗΝΗ Δ'

Ξενοφων, Δημητριος καὶ Αντιφων κεκρυμμένος.


Ξενοφων

Μπορῶ τὰ μάτια μου νὰ ἀνυψώσω;


Δημητριος

Ὁ Φοῖβος ἔχει φύγει.


Ξενοφων

Χαρὰ καὶ δυστυχιὰ συγχρόνως τόση400
δὲν πρόσμενα ποτέ μου ‘γὼ νὰ νιώσω.


Δημητριος

Πῶς γίνηκ’ ἡ χαρά μας λίγη!
Ἡ τελετὴ τοῦ γάμου ἐχαλάσθη
κι ἡ σύμβαση κατεδικάσθη.
Τὸν Ἔρωτα πῶς ἔχει αὐτὴ ἡ μέρα405
ἀπὸ τὶς χάρες του γυμνώσει!


Ξενοφων

Τοὐλάχιστον ἂς γίνῃ γλυκυτέρα
σὰν ἔρθῃ ὁ θάνατος νὰ μ’ ἀνταμώσῃ.


Δημητριος

Πῶς; Ξενοφῶν, τί θὲς νὰ πῇς;


Ξενοφων

Τὸν θάνατο δὲν πρέπει νὰ λαμβάνῃ ὁ προδότης;410


Δημητριος

Τρομάζω. Ξενοφῶν, ποιός λέγει πὼς σὺ εἶσαι ‘νας προδότης
ἐσὺ ποὺ μήποτ’ ἤσουνα τοῦ ἄδικου δεσμώτης;


Ξενοφων

Ἐγὼ μὲ λέω ἔτσι, καὶ σὺ σύντομα θ’ ἀντιληφθῇς
πὼς λέιπει πλέον ἀπὸ μένα ἡ ἁγνότης.


Δημητριος

Λαμπρὰ ἡ ἁγνότης ἔλαμπε ἀεὶ σὲ ‘σένα·415
γιὰ τὴν ἀπώλειά της δὲν θὰ πίστευα κανένα.


Ξενοφων

Καὶ τὸν Ἀπόλλω φώτισε ἡ ἴδια ἁγνότης
ποὺ τόσο εὔκολα εὑρίσκεις καὶ σὲ μένα.
Ἐγὼ τὸν Φοῖβο ἔκανα μὲ χαλαστὴ ν’ ὁμοιάζῃ.
Δὲν πρέπει ἕνας γιὰ τὸν Φοῖβο νὰ ἐρίζῃ.420


Δημητριος

Θεοί! Αὐτὸ σημαίνει– Ὄχι! Τί ἵδρως κρύος μὲ ταράζει;
Τί πῦρ λεπτὸ τὸ δέρμα μου δαυλίζει;
Ἆ, νιώθω τὴν καρδιά μου πρὸς τὰ μέσα νὰ βουλιάζῃ!


Ομου

Δημητριος: Δὲν ξέρω τί νὰ νιώσω καὶ τί νὰ πιστεύσω
Ξενοφων: Πειράθην πρὸς τὰ ‘δῶ νὰ μὴν ὁδεύσω425
Δημητριος: καὶ μέσα στὴν φορτοῦνα πρὸς τὰ ποῦ νὰ πλεύσω.
Ξενοφων: καὶ ἤθελα τὸ αἴσθημ’ ἔσω νὰ φονεύσω.
Δημητριος: Ἀνάθεμα στοῦ ἔρου τὴν δεινὴ τὴν πλάνη
Ξενοφων: Τὸν ἔρω μόχθησα νὰ κάνω νὰ ψυχράνῃ,
Δημητριος: ποὺ ὅλους μᾶς ἐμπλέκει σὲ φριχτὴ πλεκτάνη.430
Ξενοφων: μὰ κι ἄλλ’ ἰσχὺ μὲ τὴν ἀντίθεση λαμβάνει.


Δημητριος

Μὲ ἀγαπᾷς λοιπόν;


Ξενοφων

Μὲ ἀγαπᾷς λοιπόν; Σὲ ἀγαπῶ.


Δημητριος

Καὶ ἀποφάσισες νὰ κάνῃς χρήση τῆς ἀγάπης γιὰ κακό;


Ξενοφων

Γιὰ πάντα φίλος σου θὰ εἶμαι πρῶτα.


Δημητριος

Ποιός φίλος γίνετ’ αἴτιος γιὰ τέτοια γεγονότα;435


Ξενοφων

Διπλῆ ἀγάπη ἤθελα νὰ λάβῃς ἀπὸ μένα.


Δημητριος

Δὲν ἔλαβα παρὰ διπλῆ ὀδύνη ἀπὸ σένα.


Ξενοφων

Δημήτριε ἄκουσέ με–


Δημητριος

Δημήτριε ἄκουσέ με– Νὰ σ’ ἀκούσω; Πῶς;
Δὲν ἄκουσ’ ἀρκετὰ σὰν μὲ παραπλανοῦσες
καὶ δῆθεν γιὰ τὸν γάμο μου λαμπρὰ μὲ ἐπαινοῦσες440
καὶ μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἀπόλλωνος αὐτὸν σὺ εὐλογοῦσες·
ἐν τέλει ἐξαιτίας σου διελύθη ‘πὸ τὸν ἴδιο
ἐνῷ σὺ ἤξερες τί σήμαινε γιὰ μέν’ ἀυτός.


Ξενοφων

Ἂν θέλῃς βρίσε με καὶ πές με ἐπιτήδειο
καὶ σήκωσ’ ἔναντί μου τὸ σπαθί σου445
μὰ μάθε πρῶτα πὼς κι ἐγὼ ‘χα σχεδιάσει,
ἀφοῦ μετάνιωσα τ’ Ἀπόλλωνος τὴν προσευχή,
νὰ μ’ ὁδηγήσω στὴν λυτρωτικὴ θανὴ.
Μὴν ἐπιτρέψῃς τὴν καρδιά σου νὰ διστάσῃ
καὶ γιὰ τὸν θάνατο ‘νος τέρατος καυχήσου.450


Δημητριος

Τὴν ἔννομη θανή σου δὲν θ’ ἐπιθυμήσω
καθὼς τὴν ἱεροπρέπεια σου δὲν θέλω ν’ ἀτιμήσω
μ’ αἰώνιο ὅμως μῖσος σένα πιὰ θὰ λογαριάζω
καὶ γιὰ τὸ σφάλμα τὴς φιλίας θὰ φρυάζω.455


ΣΚΗΝΗ Ε'

Ξενοφων, Αντιφων


Ξενοφων, κατ’ ἰδίαν

Ἀπόλλον, φεῦ, τί σωτηρία εἶν’ αὐτή;
Ἂς μ’ ἄφηνες νὰ πάγω κατευθείαν στὴν θανή.


Αντιφων

Σὲ ‘σένα φθάνω, Ξενοφῶν, μὲ ἀπορία
γι’ αὐτὰ ποὺ εἶπε ὁ Ἀπόλλων μόλις.
Ἐξήγα μὲ αὐτῶν τὴν σημασία –460
μιᾶς κι εἶσαι ἱερὸς καὶ τὰ γνωρίζεις –
ποὺ ἀπειλοῦν τὴν ἁρμογὴ τῆς πόλης.
Μὰ σὺ νὰ τρέμῃς μὲ φαντάζεις
καὶ μὲ θωριὰ ψυχρὴ νὰ ἀτενίζῃς.


Ξενοφων

Τὴν ταραχὴ τοῦ Φοίβου, ἄρχοντα, θωριάζεις465
ποὺ σ’ ὅλους ἴδιο πρόσωπο θὰ προκαλοῦσε.


Αντιφων

Καὶ δηλαδὴ σὺ δὲν γνωριζεις
τὸ νόημα αὐτῶν ποὺ διαλαλοῦσε;


Ξενοφων

Τὶς ἀπαντήσεις ὅλες οἱ Θεοὶ δὲν δίνουν.


Αντιφων

Ἡ ἄγνοια εἶν’ αὐτὴ ποὺ σ’ ἐμποδίζει470
ἢ μήπως ἡ ἀγάπη που σ’ ἀγγίζει;


Ξενοφων

Πῶς; Ἄκουσες τὰ πάντα;


Αντιφων

Περίμενες τὰ αἴσχη σου κρυφὰ νὰ μείνουν;
Ἀγάπη γιὰ τοὺς βασιλεῖς ‘χουν οἱ θεοὶ
σὰν σὲ αὐτοὺς ἐναντιώνονται θνητοὶ κοινοὶ475
ποὺ γιὰ αὐτοὺς ‘τοιμάζουνε τὰ χείριστα κακά.
Τὸ θράσος νόμιζες ἀεὶ θὰ σὲ φυλᾷ; Ἀπάντα!
Σιγᾷς; Τὸ χέρι σ’ τὸν βωμὸ κρατᾷ;
Τοῦ βασιλέως ὁ βωμὸς δὲν εἶναι;
Τ’ ἐρείσματα τοῦ θρόνου μου σαθρὰ γνωρίζεις εἶναι480
μὰ ‘πὸ αὐτὸν ποὺ κι ἔτσι τὰ κτυπᾷ δὲν θὰ ῥιγήσω.
Μπορεῖ νὰ πλάνευσες, σὺ δόλιε θεατρῖνε,
τὸν Φοῖβο τὸν Αἰγλήτη, μὰ ἐγὼ θὰ σώσω
ἀκόμη καὶ αὐτὸν ἀπ’ τὴν οἰκτρή του πλάνη.
Τὴν πόλη μου θ’ ἐλευθερώσω ‘πὸ τὴν νόσο.485
καὶ ἀσταθῆ τὸν θρόνο μ’ δὲν θ’ ἀφήσω.
Ὑπάκουοι στὸ ῥηγικὸ στεφάνι,
φρουροί, τοῦ βασιλείου μου ἀσπίδα,
ἐτοῦτο τὸν προδότη στεῖλτε νὰ πεθάνῃ.
Τοῦ βασιλέως σας στηρίξτε τὴν κρηπίδα.490


ΣΚΗΝΗ Ϛ'

Ξενοφων, Αντιφων, Δημητριος, Ερατω,
Φρουροί, Λαὸς τῶν Ἀμυκλῶν


Φρουροι

Στοῦ βασιλιᾶ τὸν λόγο ὑπακοῦμε,
στὴν βούληση του ἂς μὴν ἀπειθοῦμε·
μακάρι διὰ τὴν ‘πιθυμία του
νὰ λάμπῃ πάντα ἡ ἀνδρεία του.


Ερατω

Δημήτριε, πὲς τοὺς νὰ κάνουν κάτι.495


Δημητριος

Τὸν οἶκτο δὲν δωρίζω στὴν ἀπάτη.


Ερατω

Ὁ οἶκτος νὰ δοθῇ σὲ σένα πρέπει
ποὺ ἀπ’ τὸ σκότος ἡ ψυχή σ’ δὲν βλέπει.
Ἆ δύστυχε ὅταν τὸ σφάλμα σου θὰ μάθῃς τὸ μοιραῖο.


Αντιφων

Δὲν ἔχεις λόγια νὰ προσφέρῃς500
στὸν ἥλιο σου τὸν τελευταῖο;


Ξενοφων

Δὲν θὰ μεμφθῶ σὰν ὅλο μου τὸ αἷμα
ἐκχυθῇ, μὰ μόνο τὴν συγχώρεσή σου,
Δημήτριε, γιὰ ὅσο ζῶ θ’ ἐπιζητῶ·
καὶ σὰν ‘ποθάνω πάλι θὰ ζητῶ ἀπ’ τὴν φωνή σου505
ν’ ἀκούσω, ὡς θλιμμένο φάσμα, τὸν λόγ’ αὐτὸ
ποὺ τὴν αἰδῶ μου μονομιᾶς θὰ ἐξαλείψῃ.
(Στὸν Ἀντιφῶντα) Σὲ σὲ τὰ παρακάλια δὲν θὰ σβήσουνε τὴν θλίψη
καὶ μήποτε ἀπ’ τὸ δικό σου στέμμα
νὰ μὴν μ’ εὑρῶ τὸν οἶκτο νὰ χρυσώνω.510
Ὦ θάνατε, ἀπ’ τὴν ὑποταγὴ σὺ δὲν διαφέρεις.
Γιὰ τὴν ἀγάπη νὰ πεθαίνῃς εἶν’ ὡραῖο.


Αντιφων

Αὐτὰ τὰ λόγια νὰ θυμᾶσαι ὅταν σὲ σκοτώνω.
Ὑπάκουοι στὸ ῥηγικὸ στεφάνι,
φρουροί, τοῦ βασιλείου μου ἀσπίδα,515
ἐτοῦτο τὸν προδότη στεῖλτε νὰ πεθάνῃ.
Τοῦ βασιλέως σας στηρίξτε τὴν κρηπίδα.


Φρουροι

Στοῦ βασιλιᾶ τὸν λόγο ὑπακοῦμε,
στὴν βούληση του ἂς μὴν ἀπειθοῦμε·
μακάρι διὰ τὴν ‘πιθυμία του520
νὰ λάμπῃ πάντα ἡ ἀνδρεία του.


(Οἱ φρουροὶ ὁδηγοῦν τὸν Ξενοφωντα στὴν φυλακή.)


Χορος

Ματαία φαίνετ’ ἡ προσπάθεια τ’ ἀνθρώπου
κι ἐμπρὸς στὴν πάροδο τοῦ χρόνου φευγαλέα,
σὰν προσπαθῇ, καὶ μὲ τὴν εὔνοια τῶν θεῶν,
ν’ ἀντιταθῇ τῆς ἐξουσίας τοῦ προσώπου.525
Σὲ χαιρετοῦμε, Ξενοφῶν.
Σὲ χαιρετοῦμε, Ξενοφῶν ἀρχιερέα,
ἀκόμη κι ἂν ἀνίερο σὲ κάμαν οἱ καιροί.
Παρὰ τὴν ἀλλαγὴ τῆς λέξης ‘κόμη μᾶς φωτίζεις.
Παρὰ τὴν ἀλλαγὴ τῆς λέξης σ’ ἀγαποῦμε.530
Ἐσένα, ποὺ ἀψήφιστα βαδίζεις
στὴν ζοφερὴ τὴν νύχτα τοῦ θανάτου, χαιρετοῦμε.


ΤΕΛΟΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΠΡΑΞΕΩΣ



ΠΡΑΞΗ Γ'




ΣΚΗΝΗ Α'

Τὸ θέατρο ἀναπαριστᾷ μία φυλακή.

Ξενοφων


Ξενοφων

Γιατί ἀργεῖ λοιπὸν ὁ θάνατος νὰ ‘ρθῃ
κι ἂς εἶναι τῶν βασάνων μου ἡ τελευτή;
Μὴ μὲ ἀφήνεις, Μοῖρα, πιὰ νὰ ζῶ535
νὰ σκέφτωμαι, νὰ συνειδητοποιῶ
αὐτὸ ποὺ ἔκανα κι αὐτὸ ποὺ καταφθάνει,
ἀπὸ τὶς τύραννες τὶς Ἐρινύες ἡ ψυχή μ’ νὰ χάνῃ.
Γιατί ἀργεῖ λοιπὸν ὁ θάνατος νὰ ‘ρθῃ
κι ἂς εἶναι τῶν βασάνων μου ἡ τελευτή;540
Μὰ ‘σεῖς, ὦ Ἐρινύες, ποὺ μὲ τυραννᾶτε,
γιατὶ τὰ βάσανά σας εἶναι ἄδικα θὰ πῶ.
Εὑρίσκομαι ἐδῶ τὶ μὲ κατηγορᾶτε
πὼς ἔγινα ὑπαίτιος γιὰ νὰ χαλάσῃ
ὁ ὅρκος π’ ἄρεσε πολὺ στὸν ἄρχο.545
Αἰσχύνη ‘ναι μεγάλη, φαίνεται, νὰ παραβαίνῃς
τὸν ὅρκο π’ ἔκαμες σ’ ἐπιφανῆ θεὸ
ἀκόμη κι ἂν ὁ ἴδιος ἦρθε γιὰ νὰ τὸν παραβιάσῃ·
γιατὶ ὁ ἴδιος ἦρθε, δίχως νά ‘χη ‘πὸ κανένα προσκληθῆ.
Ἐγὼ δὲν κάλεσα τὸν Φοῖβο, ὡς τὸ λένε550
καὶ γιὰ νὰ σώσω τὴν φιλία ‘π’ τὸν σκοτώδη μου τὸν πόθο
καὶ τὸ βασίλειο ἀπὸ τὸ μίασμά μου
νὰ ἀποθάνω ἤμουν ἤδη ἀποφασισμένος.
Θὰ ἀποθάνω ὅμως τελικά, ἂς μὴν εἶμαι λυπημένος.
Θεοί! Σᾶς λέει ὁ βροτὸς πὼς μὲ τῆς βίας555
κατάφερα νὰ σᾶς πλανεύσω ‘γὼ πρὸς τὴν σοφία πένης
καὶ πὼς σᾶς ἔχω διαφθείρει μὲ τὰ ψέμματά μου.
Πλανεύοντ’ οἱ θεοὶ ἀπ’ τὸν θνητό;
Ὁ Σίσυφος κι ὁ Τάνταλος στὰ Τάρταρα δὲν κλαῖνε;
Μὰ φεῦ, γιατὶ τὸ δίκαιο ἀναζητῶ ν’ εὑρῶ560
στὴν σκοτεινὴ τ’ ἀδίκου φυλακή;
Ἀθῷος εἶμαι, σὰν τὸν ἔρωτα ποὺ νιώθω.
Καὶ ὅμως κείτομαι ἐδῶ ἐγκληματίας
ποὺ τόλμησα ἁπλῶς νὰ ἀγαπήσω,
ποὺ τόλμησα τὸν ἔρωτά μου νὰ γνωστοποιήσω,565
ποὺ τόλμησα ἁπλῶς ν’ ὑπάρχω.
Μεμπτό ‘χουν κάνει νὰ ἐνδίδω
στὴν φλόγα ποὺ ἐνδίδουν ὅλοι.
Καὶ πρέπει νὰ πεθάνω τελικά,
καθὼς κατέστρεψα τὴν ἁρμογὴ στὴν πόλη·570
καὶ οὔτε ν’ ἀποδράσω ‘γω μπορῶ,
καθὼς στοὺς νόμους θά ‘χανα τὸν σεβασμό,
ποὺ εἶν’ ἡ μόνη ἀπομείνουσα σ’ ἐμένα ἀρετή.
Καὶ πρέπει τελικὰ 'γω νὰ πεθάνω
γιατί, Ἀπόλλον, φανέρωσες τὰ μυστικὰ575
ποὺ εἶχα καταφέρει νὰ βουβάνω,
καὶ ποὺ ὡς φίλος σ’ τά ‘χα ‘μπιστευθῇ.
Δὲν εἶναι φίλοι μας ὡς φαίνετ’ οἱ θεοί.
Μὰ μάταια μιλῶ τὶ σεῖς δὲν μὲ ἀκοῦτε
καὶ φαίνεται στὸν νόμο τῶν ἀνθρώπων ν’ ὑπακοῦτε580
Θεοί, στὰ χέρια σας ἐγὼ μὲ παραδίδω.


ΣΚΗΝΗ Β'

Ξενοφων, Ερατω


Ερατω

Ὦ Ξενοφῶντα εἶσαι ‘δῶ;


Ξενοφων

Φεῦ! Σύ ‘σαι φίλη Ἐρατώ;
Γιατί σ’ εὑρίσκω στὸ παλᾶτι τῆς ὀδύνης καὶ τοῦ τρόμου;


Ερατω

Γιὰ νὰ σὲ σώσω ‘νὸς θανάτου σίγουρου κι ἀνόμου.585


Ξενοφων

Ἂν εἶναι σίγουρος ἄσ’ τὸν νὰ ἔρθῃ.
Γνωρίζεις πόση δύναμη ἐνάντια μου ἠγέρθη.


Ερατω

Γνωρίζω καὶ ποιόν ἔχεις σύμμαχό σου.


Ξενοφων

Συμμάχους ἔχει ὁ προκλητὴς μιᾶς τέτοιας νόσου;


Ερατω

Ἂν ὄχι ὁ Ἀπόλλων, τότε ἡ Φιλία590
ὑπερασπίζῃ τὴν δική σου σωτηρία.


Ξενοφων

Γιὰ νὰ μὲ κοροϊδεύσῃς ἦλθες ‘δῶ;
Μὲ βάσαν’ ἤδη ἀρκετὰ δὲν ἔχω φορτωθῆ;


Ερατω

Ναί, ἄρκετα γιὰ νὰ σὲ θολωθῇ ἡ λογική,
μὰ ἄκου τοῦτο πού ‘χω νὰ σὲ πῶ:595
κρυμμένη στὸν ναὸ πρὶν ἀπ’ τὸν γάμο
κατέστη μάρτυρας ἀγάπης ψεύτικης κι ἀληθινῆς.
Θεώρησε πὼς ἦταν ὁ Δημήτριος μόνος
καὶ ἄφησε τὸ σῶμα του ἐλεύθερα νὰ καταλήψῃ πόνος,
τὸ δάκρυ του ἐλεύθερα νὰ πέσῃ χάμω.600
Τὴν μοῖρα τ’ ἔκλαψε, τὴν ἀποδέχθηκε
καθὼς ἀπ’ τὸν πατέρα του γιὰ τούτη ἐπιλέχθηκε.
Στὸ δάκρυ του κρυβόταν ὅμως μιὰ ὁμολογία
γιὰ τὸν δεσμὸ τῆς φλέγουσάς του τῆς ψυχῆς,
ποὺ θὰ τὴν ψύχραινε ὁ γάμος ἂν γινόταν.605
Δὲν ἀγαπᾷ αὐτὴν ποὺ τὸν δινόταν
καθὼς ὁ ἔρως του εὑρίσκεται ἀλλοῦ.
Ἡ θεϊκὴ καταστροφή, σταλμένη ἀπὸ σένα, ἦταν σωτηρία,
βραβεῖο νίκης γιὰ τοὺς ἐραστὲς παντοῦ,
ἀποκαλύπτουσα αὐτὰ ποὺ θά ‘μεναν κρυφὰ610
καὶ θὰ βαραῖναν τὴν δική του τὴν καρδιά.
Ψευδὲς τὸ πάθος ἦταν τελικὰ
ποὺ τὸν ἀπόστειλε ἐτούτη τὴν ὀργή.


Ξενοφων

Αὐτό ‘μως δὲν ἀλλάζει τ’ ὅτι μὲ μισεῖ.


Ερατω

Ψευδὴς ὀργὴ ἓν μῖσος ἀληθὲς παράγει;615
Γεμάτες εἶναι οἱ ἐκφάνσεις τῶν παθῶν μὲ δόλων.
Γιατί ξεχνᾷς αὐτὰ ποὺ ἀποκάλυψ’ ὁ Ἀπόλλων,
ποὺ πλέον ὁ Δημήτριος δὲν φυλάγει;


Ξενοφων

Τί θὲς νὰ πῇς καὶ τί νοεῖς καλὰ καταλαβαίνω·
μὲ τέτοιες σκέψεις ὅμως τὸ μυαλό μου δὲν μιαίνω.620


Ερατω

Μπορεῖ τὸ μένος τὸ ἀλόγιστο σὲ σένα
καλύπτρα νά ‘τανε τοῦ ἔρωτος ἁπλῶς.
Μπορεῖ νὰ ἦταν τόσο ἐναντίον σου σκληρὸς
ὡστὲ νὰ δέσῃ κι ἄλλο τὰ δεσμά του τὰ ἐπιβλημένα.


Ξενοφων

Πειρᾶσαι μάταια μὲ εἰκασίες νὰ γλυκάνῃς625
τὴν δίχως ὅρια μεγάλη μου πικρία.


Ερατω

Θὲς τότε ἄδικα νὰ ἀποθάνῃς
ἀποκηρύσσων κάθ’ ἐλπίδα;


Ξενοφων

Μὲ ἔχουν ῥίξει οἱ θεοὶ σὲ ἄφευκτη παγίδα:
ὁ θάνατος εἶν’ ἁμαρτία κι ἡ φυγὴ παρανομία.630


Ερατω

Σκληρέ, παρανομία ἔναντι σὲ ποιόν;
Στὸν τύραννο; Στὸν ὑβριστή;
Θὲς ν’ ἀποθάνῃς γρήγορα, ἐγωιστή,
γιὰ νὰ ἀφήσῃς πίσω σ’ ἄτομα γεμάτα ὀδυνῶν.
Θὲς ν’ ἀποθάνῃς γιὰ αὐτὸν ποὺ σὲ ἐγκαταλείπει635
στὸν γνόφο, ὥστε νὰ μπορῇ νὰ σ’ ἀγνοῇ.
Τὸν ἀγαπᾷς, κατανοῶ, μὰ μόνος του ἀκόνισε
τὴν δίκοπη μαχαῖρα ποὺ πληγώνει καὶ τοὺς δύο.
Μὴ τὴν ἀφήσῃς νά ‘ναι γιὰ ἐσὲ θανάσιμο θηρίο.
Σκληρέ, παρανομία ἔναντι σὲ ποιόν;640
Στὸν τύραννο; Στὸν ὑβριστή;
Ἀπόθανε λοιπόν, καὶ ἄσε νὰ σκοτώσῃ καὶ ἐμὲ ἡ λύπη.
Λιγότερο βαρβαρικὴ τῆς τίγρης εἶναι ἡ καρδιὰ
ἀπ’ τὴν δική σου. Ἄσε με ἐδῶ, λησμόνησε
τὴν συντροφιὰ ποὺ μᾶς συνέδεε παλιά.645
Γιατί δὲν ξὲς πὼς μὲς στὴν φυλακὴ
σὺ εἶσαι πιὸ ἐλεύθερος αὐτοῦ;
Ἂν ζήσῃς ἴσως κάποτε μεταμελήσῃ
καὶ ἔρθῃ τὴν συγγνώμη σου ν’ ἐπιζητήσῃ.
Ἐὰν δὲν ζήσῃς χάριν τοῦ δικοῦ σου ἑαυτοῦ,650
γιὰ μένα ζῆσε ποὺ θὰ ἔχαν’ ἐσαεὶ
τὰ δὐο ἄτομα ποὺ ἀγαπῶ σὲ μιὰ στιγμή.
Στὸν νόμο ἤδη ἔχασα τὸν ἕνα,
ἆ, μὴν ἀφήσῃς νὰ μὲ πάρῃ καὶ ἐσένα.


Ξενοφων

Γλυκειά μου φίλη, μη δακρύζῃς.655
Ἡ θλίψη σου τὴν θλίψη μου αὐξάνει.
Δὲν θὰ πεθάνω, ὄχι, γιὰ κανένα.
Δὲν θ’ ἐπιτρέψ’ ὁ τύραννος νὰ σὲ πικράνῃ·
δὲν θὰ ἀφήσω νὰ σ’ ἀπάγῃ ἀπὸ μένα.
Πὼς θὰ σ’ ἐγκαταλείψω μὴ νομίζῃς.660
Γλυκειά μου φίλη, μη δακρύζῃς.
Ἡ θλίψη σου τὴν θλίψη μου αὐξάνει.


Ερατω

Θεοί! Ὦ, τί χαρμόσυν’ ἡ ἀλλαγή σου.
Τί εὐτυχία δίνει στὴν ψυχή μου ἡ ψυχή σου.


Ξενοφων καὶ Ερατω

Ἂς ἀγαπήσουμε τὴν πρόσκαιρη ζωὴ665
ὡσὰν ἐμᾶς τοὺς ἴδιους ν’ ἀγαποῦμε.
Δὲν πρόκειται τὸν Ἔρωτα τὸν τοξευτὴ
ποτέ, ἂν εἴμασθε νεκροί, ν’ εὑροῦμε.


Ξενοφων

Μὰ πῶς θ’ ὁδεύσουμε στὴν σωτηρία
μὲ τῶν φυλάκων τὴν σκληρότητα;670

Ερατω

Ἐμᾶς ὑποκιν’ ἡ ἐλευθερία,
κι αὐτοὺς τ’ ἀργύρου ἡ λαμπρότητα.


Ξενοφων καὶ Ερατω

Ἡ ἐναντίωση στὸν τύραννο εἶν’ ἐπιθυμητή.
Μά, ἂν κι ἐλεύθερος στὸν νοῦ καὶ τὴν ψυχή,
μὲ δίχως ‘λεύθερο τὸ σῶμα ἕνας δὲν μπορεῖ675
στὸν ἄδικο τὸν νόμο ἐπαρκῶς ν’ ἀντισταθῇ.


ΣΚΗΝΗ Γ'

Δημητριος μόνος


Δημητριοσ

Καλέ μου Ξενοφῶντα, σὲ καλεῖ ὁ φίλος σου
κι ἂς μὴ τὸν λογαριάζῃς – δίκαια – ἐσὺ γιὰ τέτοιο.
Μπορεῖ καμμία λέξη νὰ ἐξέλθῃ ‘πὸ τὸ χεῖλος σου,
μὰ πρέπει ν’ ἀπολογηθῶ γιὰ τὴν κακοβουλία μου680
καὶ γιὰ τοῦ χαρακτῆρος τὴν ἀδυναμία μου,
ποὺ μ’ ἔκανε τῆς σύμφοράς σου αἴτιο.
Ἐκλιπαρῶ λοιπὸν γιὰ τὴν συγχώρεσή σου
καὶ γιὰ τὸ μέγα ἔλεος π’ ὑπάρχει στὴν ψυχή σου.
Πὼς εἶν’ ἡ γλῶσσα μου ἀδύναμη γνωρίζεις685
καὶ γιὰ νὰ ἀποφύγω τὰ διλήμματα, ἀεὶ μὲ πλάσσω
ὁμόγνωμο στὴν πιότερ’ εὐκολόπιστη τὴν γνώμη.
Χρειάζεται κουράγιο ὅταν ἔναντι βαδίζεις.
Στὸν πάτρη μ’ ἤμουν πάντοτε πιστός·
ποτὲ δὲν ἔνιωσα ἀνάγκη ἀντίθεση ν’ ἐκφράσω690
καὶ σε αὐτὸν ἡ πίστη μ’ ἦταν ὅσο ἰσχυροὶ κι οἱ νόμοι.
Σὰν εἶδα τὴν ἀγάπη σου τὸν πάτρη μ’ ν’ ἀπειλῇ,
μὲ φάνηκε σωστὸ νὰ δείξω καὶ ἐγὼ ὀργή.
Τὸν ψυχισμό μ’ τοτὲ κατέβαλε βροντώδης χαλασμὸς
ἀντὶ γιὰ τὴν εἰρήνη π’ ἤλπιζα νὰ νιώσω.695
Ἀδύναμος κατέστην, μ’ αἰσθήματα ῥιγμένα,
κι ἡ προσβολὴ ποὺ πρόσβαλε καὶ σένα καὶ ἐμένα,
τὴν πρώτη γεύση λευθεριᾶς μὲ ἔκανε νὰ γνώσω.
Τὰ δάκρυα ποὺ ῥίχνω τὸ φυτὸ ποτίζουν
τ’ ὁποίου τὸ σπυρὶ ἐφύτευσες ἐσύ.700
Δὲν δύναται νὰ μοῦ ἀπουσιάζῃς στὴν ζωή
καὶ νὰ μὴ δῇς τ’ ἐλεύθερα τὰ ἄνθη σου ν’ ἀνθίζουν.
Ἐκλιπαρῶ λοιπὸν γιὰ τὴν συγχώρεσή σου
καὶ γιὰ τὸ μέγα ἔλεος π’ ὑπάρχει στὴν ψυχή σου.
Τὸν πάτρη μου κανεὶς δὲν μεταπείθει,705
μητ’ ἄνθρωπος μητὲ θεός.
Τὴν κρίση του δὲν συγκινεῖ κανεὶς καημός.
Γι’ αὐτὸ ἀπόδρασε κι εὑρὲ τὴν σωτηρία
γιὰ τὸ δικό σου τὸ καλό καὶ τὸ δικό του.
Μὴ τὸν ἀφήσῃς νὰ ἐμπέσῃ σ’ ἁμαρτία710
καὶ μ’ ὕβρη νὰ βαρύνῃ τ’ εὐγενῆ του στήθη.
Κι ἐσύ, γιὰ σένα, σώσου ‘πὸ τὸν θάνατό του.
Κι ἂς μὴ μπορῶ νὰ σὲ κοιτῶ, σὺ ζῆσε,
κι ἂς μὴ μπορῶ νὰ ‘μαὶ κοντά σου, ζῆσε·
ἀπόδρασε, ὦ σὺ ποὺ τῆς ζωῆς μου φέγγος εἶσαι.711
Μ’ ἀρκεῖ νὰ ξέρω ὅτι εἶσαι ζωντανὸς
γιὰ νὰ μπορῶ νὰ βλέπω τ’ ἥλιου τὸ φῶς
καὶ σὲ αὐτὸ τὴν ὄψη σου νὰ βλέπω.
Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο λίγη εὐτυχία θὰ μπορῶ νὰ δρέπω.
Ἐκλιπαρῶ λοιπὸν γιὰ τὴν συγχώρεσή σου715
καὶ γιὰ τὸ μέγα ἔλεος π’ ὑπάρχει στὴν ψυχή σου.
Ἆ, Ξενοφῶντα, μίλα σὲ ἐμένα.
Στὸν παιδικό σου φίλο μίλα.
Ἐλέησε τὰ μάτια μου τα δακρυσμένα.
Κατάπαυσε τὴν δίκαιή σ’ ὀργίλα.720
Τολμῶ ν’ εισέλθω μέσα, Ξενοφῶν,
παρὰ τῶν ἀντιθέτων σου ‘πιθυμιῶν.


(Εἰσέρχεται στὸ κελὶ καὶ ἔπειτα ἀπὸ λίγο ἐπιστρέφει ἔντρομος.)


Ὦ τρόμε! Τρόμε! Τί φριχτὸ τὸ πρόσωπό σου!
Καὶ τὶ ἀπαίσιο τὸ μένος τὸ δικό σου!
Ἐπιβάλεις στὴν καρδιά μου νὰ ἐχθρεύῃ τὴν ψυχή μου725
καὶ τὰ πλευρά μου νὰ τρυπᾷ γιὰ ν’ ἀποδράσῃ.
Θεοί σκληροί! Τὸ ἄδειο κελὶ τοῦ τελεσμένου του θανάτου
ἀπόδειξη μονάχα σίγουρη μπορεῖ νὰ εἶναι.
Τὴν ὥρα πρόλαβα τῆς ἀγγελίας τοῦ φριχτοῦ μανδάτου
καὶ εἶδα μόνος μου τὶς ἀποδείξεις γιὰ τὸν ἄδικο χαμό του.730
Ἐξαφανίσου κάθε ἔκλαμψη χαρᾶς, ἆ, σβῆνε,
καὶ ἔλα κάθισε στὴν θέση της ἐσύ, ὦ θρῆνε.
Ὑπῆρξε μοῖρα θλιβερότερη ἀπ’ τὴν δική μου;
Τὸ ἄτομο τοῦ πόθου μου ‘χω χάσει
καὶ εἶμαι ‘γὼ ποὺ τὸ ὁδήγησα στὸν θάνατό του.735
Ἐλάτε, Ἐρινύες, στὸ μυαλό μου νὰ μὲ τιμωρήσετε
καὶ τὰ καθήκοντά σας νὰ διενεργήσετε.
Εἶν’ ἀγαθὸ νὰ τιμωρῆτ’ ἡ ἀδικία.
Ἐλάτε νὰ μὲ φέρετε τὴν τιμωρία.


(Οἱ Ἐρινύες ἐξέρχονται τῶν Ταρτάρων.)


ΣΚΗΝΗ Δ'

Δημητριος, χορὸς τῶν Ἐρινύων.


Μια Ερινυς

Δεχόμασθε τὸ κάλεσμά σου,740
θὰ ἐκπληρώσουμε τὸ αἴτημά σου·
καὶ ὅπως τοὺς ἀδίκους ἐξ ἀρχῆς ‘μεῖς τιμωροῦμε,
στὸν ἄδικο καὶ τώρα δὲν θὰ χαρισθοῦμε.


Χοροσ

Ἐλάτε θύγατρες τῆς νύχτας, πᾶμε,
νὰ ἐπιβάλουμε τὸν νόμο τὸν ἀρχέγονο.745
Κανεὶς νὰ μὴ μᾶς ἐμποδίσῃ νὰ ἐπιτιμᾶμε
τοὺς παραβαίνοντες τὸ δίκιο τὸ παλαίγονο


(Οἱ Ἐρινύες ἐκκινοῦν ἕνα μανιώδη χορό.)


Μια Ερινυς

Τὸ σύμπαν σὰν ἐγένησε ὁ Ἔρως
ξεχώρισε ἀπὸ τὰ ζῷα τοὺς ἀνθρώπους
τοποθετὼν τὸν λόγο στῆς φωνῆς τὸ μέρος.750
Ἀπὸ αὐτὸν οἱ ἄνθρωποι ἐλεύθεροι γινῆκαν.
Μὲ ὅλους πρέπει συνεπῶς τοὺς τρόπους
νὰ προστατεύεται τ’ ἀξίωμα τῆς λευθεριᾶς
εἰτὲ θεοὶ εἰτ’ ἄνθρωποι τὸν παραβῆκαν –
κι ὁ παραβάτης νὰ ἐξαιρεθῇ καθὲ χαρᾶς.755


Χοροσ

Ἐλάτε θύγατρες τῆς νύχτας, πᾶμε,
νὰ ἐπιβάλουμε τὸν νόμο τὸν ἀρχέγονο.
Κανεὶς νὰ μὴ μᾶς ἐμποδίσῃ νὰ ἐπιτιμᾶμε
τοὺς παραβαίνοντες τὸ δίκιο τὸ παλαίγονο


Δημητριοσ

Ὦ Ἐρινύες ἄτεγκτες, γιατί μ’ ἀφήνετε μὲ δίχως τιμωρία;760
Γιατί δὲν καταλύετε τὸ ἀξιόποινο μυαλό μου;
Γιατί τὰ μέλη μου δὲν σχίζετε ἀπ’ τὸν κορμό μου;
Εἶν’ ἔτσι ποὺ ὑπερασπίζεσθε τὴν ‘λευθερία;
Ἐγὼ αὐτὴν κατέστρεψα, ἐγώ·
ὁ Ξενοφῶν δὲν δύναται νὰ εἶν’ ἐλεύθερος νεκρός,765
καθὼς νὰ ἐπιλέξῃ δὲν μπορεῖ ποῦ θὰ βαδίσῃ.
Τὸν τοποθέτησα σὲ ἕνα ἄφευκτο κελὶ παντοτινό,
καὶ πρέπει γιὰ ἐτοῦτο νὰ τιμωρηθῶ.
Ἐλευθερῶστε μὲ τοῦ πόνου νὰ γνωρίζω, ὁ λυπρός,
πὼς τὸν ἀγαπημένο μ’ ἔχω ‘γὼ δολοφονίσει.770


Μια Ερινυς

Ὁ ἄδικος δὲν εἶσ’ ἐσὺ ἀλλ’ ὁ γεννήτοράς σου.
Ἀπὸ αὐτὸν στὸν θάνατ’ ὁδηγεῖτ’ ὁ ἔρωτάς σου.


Χοροσ

Ὁ ἄδικος δὲν εἶσ’ ἐσὺ ἀλλ’ ὁ γεννήτοράς σου.
Ἀπὸ αὐτὸν στὸν θάνατ’ ὁδηγεῖτ’ ὁ ἔρωτάς σου.


Μια Ερινυς

Βαρύ, ἀχάριστε, τὸ ἔγκλημά σου εἶναι,775
μὰ ὄχι τόσ’ ἐπαίσχυντο σὰν τοῦ γεννήτορά σου
ὡστὲ ν’ ἀξίζῃ τὴν δική μας τιμωρία.
Θὲς ν’ ἐξιλεωθῇς γιὰ τ’ ἔγκλημά σου;
Σὲ δίνουμε τὴν ἐξουσία.
Ὁ δολοφόνος τοῦ γεννήτορά σου γίνε.780
Τὴν χείρα σ’ ὅπλισε μὲ μένος.
Γιὰ φόνο ἔσο ‘ποσταλμένος.


Χοροσ

Τὴν χείρα σ’ ὅπλισε μὲ μένος.
Γιὰ φόνο ἔσο ‘ποσταλμένος.


(Οἱ Ἐρινύες κινοῦν τὶς δᾴδες τους ὑπὲρ τοῦ Δημητριου.)


Δημητριοσ

Πανίσχυρες θεές, στὴν βούλησή σας μ’ ὑποτάσσω785
Γιὰ τὸν ἀγαπημένο μου θ’ ἐκδικηθῶ,
μὰ γιὰ τὸν θάνατο τοῦ πάτρη μου ἐσᾶς θὰ αἰτιάσω.
Μὴν ἔλθετε ἀργότερα γι’αὐτὸν ν’ ἐκδικηθῆτε
καὶ κληρονομικὴ τὴν τιμωρία μὴ θωρῆτε
καθὼς μὲ ὁδηγίες σας ἐγὼ ἐγκληματῶ.790


Χοροσ

Μακάριοι αὐτοὶ ποὺ ἀδικοῦνται
καθὼς θ’ εὑροῦν ἀργότερα τὴν δίκη
καὶ πιότερο αὐτῶν ποὺ ἀγαλοῦνται
νὰ ὁδηγοῦν τὸ ἄδικο στὴν νίκη.
Τὸ δίκιο καὶ τὸν ἔρω θὰ γευθοῦν795
κι ἂς ἔλθῃ μὲ χιλιάδες κόπους.
Αὐτὰ π’ ἀπὸ μακρὰ φθονοῦν,
θὰ ‘λθοῦν καὶ στοὺς δικούς τους τόπους.


(Οἱ Ἐρινύες βυθίζονται στὰ Τάρταρα.)


ΤΕΛΟΣ ΤΡΙΤΗΣ ΠΡΑΞΕΩΣ



ΠΡΑΞΗ Δ'




ΣΚΗΝΗ Α'

Τὸ θέατρο ἀναπαριστᾷ ἕνα δῶμα στὰ Ἀνάκτορα.

Αντιφων καὶ Αὐλικοί


Αντιφων

α