Englishman's Concordance/15

From Wikisource
Jump to navigation Jump to search

ξενία (lodging)

[edit]

Acts 28:23

KJV: And when they had appointed him a day there came many to him into lodging to whom he expounded and testified the kingdom of God persuading them concerning Jesus both out of the law of Moses and the prophets from morning till evening
GK: ταξάμενοι δε αυτώ ημέραν ήκον προς αυτόν εις την ξενίαν πλείονες οις εξετίθετο διαμαρτυρόμενος την βασιλείαν του θεού πείθων τε αυτούς τα περί του Ιησού από τε του νόμου Μωσέως και των προφητών από πρωϊ έως εσπέρας

Philemon 1:22

KJV: But withal prepare me also a lodging for I trust that through your prayers I shall be given unto you
GK: άμα δε και ετοίμαζέ μοι ξενίαν ελπίζω γαρ ότι διά των προσευχών υμών χαρισθήσομαι υμίν

ξενίζω (entertain)

[edit]

Acts 10:6

KJV: He lodgeth with one Simon a tanner whose house is by the sea side he shall tell thee what thou oughtest to do
GK: ούτος ξενίζεται παρά τινι Σίμωνι βυρσεί ω εστιν οικία παρά θάλασσαν ούτος λαλήσει σοι τι σε ποιείν

Acts 10:18

KJV: And called and asked whether Simon which was surnamed Peter were lodged there
GK: και φωνήσαντες επυνθάνοντο ει Σίμων ο επικαλούμενος Πέτρος ενθάδε ξενίζεται

Acts 10:23

KJV: Then called he them in and lodged And on the morrow Peter went away with them and certain brethren from Joppa accompanied him
GK: εισκαλεσάμενος ουν αυτούς εξένισε τη δε επαύριον ο Πέτρος εξήλθε συν αυτοίς και τινες των αδελφών των από Ιόππης συνήλθον αυτώ

Acts 10:32

KJV: Send therefore to Joppa and call hither Simon whose surname is Peter he is lodged in the house of Simon a tanner by the sea side who when he cometh shall speak unto thee
GK: πέμψον ούν εις Ιόππην και μετακάλεσαι Σίμωνα ος επικαλείται Πέτρος ούτος ξενίζεται εν οικία Σίμωνος βυρσέως παρά θάλασσαν ος παραγενόμενος λαλήσει σοι

Acts 17:20

KJV: For thou bringest certain strange to our ears we would know therefore what these things mean
GK: ξενίζοντα γαρ τινα εισφέρεις εις τας ακοάς ημών βουλόμεθα ούν γνώναι τι αν θέλοι ταύτα είναι

Acts 21:16

KJV: There went with us also of the disciples of Cæsarea and brought with them one Mnason of Cyprus an old disciple with whom we should lodge
GK: συνήλθον δε και των μαθητών από Καισαρείας συν ημίν άγοντες παρ΄ ω ξενισθώμεν Μνάσωνί τινι Κυπρίω αρχαίω μαθητή

Acts 28:7

KJV: In the same quarters were possessions of the chief man of the island name was Publius who received us and lodged us three days courteously
GK: εν δε τοις περί τον τόπον εκείνον υπήρχε χωρία τω πρώτω της νήσου ονόματι Ποπλίω ος αναδεξάμενος ημάς τρείς ημέρας φιλοφρόνως εξένισεν

Hebrews 13:2

KJV: Be not forgetful to entertain strangers for there by some have entertained angels unawares
GK: της φιλοξενίας μη επιλανθάνεσθε διά ταύτης γαρ έλαθόν ξενίσαντες αγγέλους

1 Peter 4:4

KJV: Wherein they think it strange that ye run not with to the same excess of riot speaking evil of
GK: εν ω ξενίζονται μη συντρεχόντων υμών εις την αυτήν της ασωτίας ανάχυσιν βλασφημούντες

ξενοδοχέω (lodge strangers)

[edit]

1 Timothy 5:10

KJV: Well reported of for good works if she have brought up children if she have lodged strangers if she have washed the saints’ feet if she have relieved the afflicted if she have diligently followed every good work
GK: εν έργοις καλοίς μαρτυρουμένη ει ετεκνοτρόφησεν ει εξενοδόχησεν ει αγίων πόδας ένιψεν ει θλιβομένοις επήρκεσεν ει παντί έργω αγαθώ επηκολούθησε

ξένος (host)

[edit]

Matthew 25:35

KJV: For I was an hungred and ye gave me meat I was thirsty and ye gave me drink I was a stranger and ye took me in
GK: επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν εδίψησα και εποτίσατέ με ξένος ήμην και συνηγάγετέ με

Matthew 25:38

KJV: When saw we thee a stranger and took thee in or naked and clothed
GK: πότε δε σε είδομεν ξένον και συνηγάγομεν η γυμνόν και περιεβάλομεν

Matthew 25:43

KJV: I was a stranger and ye took me not in naked and ye clothed me not sick and in prison and ye visited me not
GK: ξενός ήμην και ου συνηγάγετέ με γυμνός και ου περιεβάλετέ με ασθενής και εν φυλακή και ουκ επεσκέψασθέ με

Matthew 25:44

KJV: Then shall they also answer him saying Lord when saw we thee an hungred or athirst or a stranger or naked or sick or in prison and did not minister unto thee
GK: τότε αποκριθήσονται αυτώ και αυτοί λέγοντες κύριε πότε σε είδομεν πεινώντα η διψώντα η ξένον η γυμνόν η ασθενή η εν φυλακή και ου διηκονήσαμέν σοι

Matthew 27:7

KJV: And they took counsel and bought with them the potter’s field to bury strangers in
GK: συμβούλιον δε λαβόντες ηγόρασαν εξ αυτών τον αγρόν του κεραμέως εις ταφήν τοις ξένοις

Acts 17:18

KJV: Then certain philosophers of the Epicureans and of the Stoicks encountered him And some said What will this babbler say other some He seemeth to be a setter forth of strange gods because he preached unto them Jesus and the resurrection
GK: τινές δε των Επικουρείων και των Στωϊκων φιλοσόφων συνέβαλλον αυτώ και τινες έλεγον τι αν θέλοι ο σπερμολόγος ούτος λέγειν οι δε ξένων δαιμονίων δοκεί καταγγελεύς είναι ότι τον Ιησούν και την ανάστασιν αυτοίς ευηγγελίζετο

Acts 17:21

KJV: For all the Athenians and strangers which were there spent their time in nothing else but either to tell or to hear some new thing
GK: Αθηναίοι δε πάντες και οι επιδημούντες ξένοι εις ουδέν έτερον ηυκαίρουν η λέγειν τι και ακούειν καινότερον

Romans 16:23

KJV: Gaius mine host and of the whole church saluteth you Erastus the chamberlain of the city saluteth you and Quartus a brother
GK: ασπάζεται υμάς Γαϊος ο ξένος μου και της εκκλησίας όλης ασπάζεται υμάς Εραστος ο οικονόμος της πόλεως και Κούαρτος ο αδελφός

Ephesians 2:12

KJV: That at that time ye were without Christ being aliens from the commonwealth of Israel and strangers from the covenants of promise having no hope and without God in the world
GK: ότι ήτε εν τω καιρώ εκείνω χωρίς χριστού απηλλοτριωμένοι της πολιτείας του Ισραήλ και ξένοι των διαθηκών της επαγγελίας ελπίδα μη έχοντες και άθεοι εν τω κόσμω

ξέστης (pot)

[edit]

Mark 7:4

KJV: And from the market except they wash they eat not And many other things there be which they have received to hold the washing of cups and pots brasen vessels and of tables
GK: και από αγοράς εάν μη βαπτίσωνται ουκ εσθίουσι και άλλα πολλά εστιν α παρέλαβον κρατείν βαπτισμούς ποτηρίων και ξεστών και χαλκίων και κλινών

Mark 7:8

KJV: For laying aside the commandment of God ye hold the tradition of men the washing of pots and cups and many other such like things ye do
GK: αφέντες γαρ την εντολήν του θεού κρατείτε την παράδοσιν των ανθρώπων βαπτισμούς ξεστών και ποτηρίων και άλλα παρόμοια τοιαύτα πολλά ποιείτε

ξηραίνω (dry up)

[edit]

Matthew 13:6

KJV: And when the sun was up they were scorched and because they had no root they withered away
GK: ηλίου δε ανατείλαντος εκαυματίσθη και διά το μη εχείν ρίζαν εξηράνθη

Matthew 21:19

KJV: And when he saw a fig tree in the way he came to it and found nothing thereon but leaves only and said unto it Let no fruit grow on thee henceforward for ever And presently the fig tree withered away
GK: και ιδών συκήν μίαν επί της οδού ήλθεν επ΄ αυτήν και ουδέν εύρεν εν αυτή ει φύλλα μόνον και λέγει αυτή μηκέτι εκ σου καρπός γένηται εις τον αιώνα και εξηράνθη παραχρήμα η συκή

Matthew 21:20

KJV: And when the disciples saw they marvelled saying How soon is the fig tree withered away
GK: και ιδόντες οι μαθηταί εθαύμασαν λέγοντες πως παραχρήμα εξηράνθη η συκή

Mark 3:1

KJV: And he entered again into the synagogue and there was a man there which had a withered hand
GK: και εισήλθε πάλιν εις την συναγωγήν και ην εκεί άνθρωπος εξηραμμένην έχων την χείρα

Mark 3:3

KJV: And he saith unto the man which had the withered hand Stand forth
GK: και λέγει τω ανθρώπω τω εξηραμμένην έχοντι την χείρα έγειραι εις το μέσον

Mark 4:6

KJV: But when the sun was up it was scorched and because it had no root it withered away
GK: ηλίου δε ανατείλαντος εκαυματίσθη και διά το μη έχειν ρίζαν εξηράνθη

Mark 5:29

KJV: And straightway the fountain of her blood was dried up and she felt in her body that she was healed of that plague
GK: και ευθέως εξηράνθη η πηγή του αίματος αυτής και έγνω τω σώματι ότι ίαται από της μάστιγος

Mark 9:18

KJV: And wheresoever he taketh him he teareth him and he foameth and gnasheth with his teeth and pineth away and I spake to thy disciples that they should cast him out and they could not
GK: και όπου αν αυτόν καταλάβη ρήσσει αυτόν και αφρίζει και τρίζει τους οδόντας αυτού και ξηραίνεται και είπον τοις μαθηταίς σου ίνα αυτό εκβάλωσι και ουκ ίσχυσαν

Mark 11:20

KJV: And in the morning as they passed by they saw the fig tree dried up from the roots
GK: και πρωϊ παραπορευόμενοι είδον την συκήν εξηραμμένην εκ ριζών

ξηρός (dry land)

[edit]

Matthew 12:10

KJV: And behold there was a man which had hand withered And they asked him saying Is it lawful to heal on the sabbath days that they might accuse him
GK: και ιδού άνθρωπος ην την χείρα έχων ξηράν και επηρώτησαν αυτόν λέγοντες ει έξεστι τοις σάββασι θεραπεύειν ίνα κατηγορήσωσιν αυτού

Matthew 23:15

KJV: Woe unto you scribes and Pharisees hypocrites for ye compass sea and land to make one proselyte and when he is made ye make him twofold more the child of hell than yourselves
GK: ουαί υμίν γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί οτι περιάγετε την θάλασσαν και την ξηράν ποιήσαι ένα προσήλυτον και όταν γένηται ποιείτε αυτόν υιόν γεέννης διπλότερον υμών

Luke 6:6

KJV: And it came to pass also on another sabbath that he entered into the synagogue and taught and there was a man whose right hand was withered
GK: εγένετο δε και εν ετέρω σαββάτω εισελθείν αυτόν εις την συναγωγήν και διδάσκειν και ην εκεί άνθρωπος και η χειρ αυτού η δεξιά ην ξηρά

Luke 6:8

KJV: But he knew their thoughts and said to the man which had the withered hand Rise up and stand forth in the midst And he arose and stood forth
GK: αυτός δε ήδει τους διαλογισμούς αυτών και είπεν τω ανθρώπω τω ξηράν έχοντι την χείρα έγειραι και στήθι εις το μέσον ο δε αναστάς έστη

Luke 23:31

KJV: For if they do these things in a green tree what shall be done in the dry
GK: ότι ει εν τω υγρώ ξύλω ταύτα ποιούσιν εν τω ξηρώ τι γένηται

John 5:3

KJV: In these lay a great multitude of impotent folk of blind halt withered waiting for the moving of the water
GK: εν ταύταις κατέκειτο πλήθος πολύ των ασθενούντων τυφλών χωλών ξηρών εκδεχομένων την του ύδατος κίνησιν

Hebrews 11:29

KJV: By faith they passed through the Red sea as by dry which the Egyptians assaying to do were drowned
GK: πίστει διέβησαν την ερυθράν θάλασσαν ως διά ξηράς ης πείραν λαβόντες οι Αιγύπτιοι κατεπόθησαν

ξύλινος (of wood)

[edit]

2 Timothy 2:20

KJV: But in a great house there are not only vessels of gold and of silver but also of wood and of earth and some to honour and some to dishonour
GK: εν μεγάλη δε οικία ουκ έστι μόνον σκεύη χρυσά και αργυρά αλλά και ξύλινα και οστράκινα και α μεν εις τιμήν α δε εις ατιμίαν

Revelation 9:20

KJV: And the rest of the men which were not killed by these plagues repented not of the works of their hands that they should not worship devils and idols of gold and silver and brass and stone and of wood which neither can see nor hear nor walk
GK: και οι λοιποί των ανθρώπων οι ουκ απεκτάνθησαν εν ταις πληγαίς ταύταις ου μετενόησαν εκ των έργων των χειρών αυτών ίνα μη προσκυνήσωσι τα δαιμόνια και τα είδωλα τα χρυσά και τα αργυρά και τα χαλκά και τα λίθινα και τα ξύλινα α ούτε βλέπειν δύναται ούτε ακούειν ούτε περιπατείν

ξύλον (staff)

[edit]

Matthew 26:47

KJV: And while he yet spake lo Judas one of the twelve came and with him a great multitude with swords and staves from the chief priests and elders of the people
GK: και έτι αυτού λαλούντος ιδού Ιούδας εις των δώδεκα ήλθε και μετ΄ αυτού όχλος πολύς μετά μαχαιρών και ξύλων από των αρχιερέων και πρεσβυτέρων του λαού

Matthew 26:55

KJV: In that same hour said Jesus to the multitudes Are ye come out as against a thief with swords and staves for to take me I sat daily with you teaching in the temple and ye laid no hold on me
GK: εν εκείνη τη ώρα είπεν ο Ιησούς τοις όχλοις ως επί ληστήν εξήλθετε μετά μαχαιρών και ξύλων συλλαβείν με καθ΄ ημέραν προς υμάς εκαθέζομην διδάσκων εν τω ιερώ και ουκ εκρατήσατέ με

Mark 14:43

KJV: And immediately while he yet spake cometh Judas one of the twelve and with him a great multitude with swords and staves from the chief priests and the scribes and the elders
GK: και ευθέως έτι αυτού λαλούντος παραγίνεται Ιούδας εις ων των δώδεκα και μετ΄ αυτού όχλος πολύς μετά μαχαιρών και ξύλων παρά των αρχιερέων και των γραμματέων και των πρεσβυτέρων

Mark 14:48

KJV: And Jesus answered and said unto them Are ye come out as against a thief with swords and staves to take me
GK: και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτοίς ως επί ληστήν εξήλθετε μετά μαχαιρών και ξύλων συλλαβείν με

Luke 22:52

KJV: Then Jesus said unto the chief priests and captains of the temple and the elders which were come to him Be ye come out as against a thief with swords and staves
GK: είπε δε ο Ιησούς προς τους παραγενομένους επ΄ αυτόν αρχιερείς και στρατηγούς του ιερού και πρεσβυτέρους ως επί ληστήν εξεληλύθατε μετά μαχαιρών και ξύλων

Luke 23:31

KJV: For if they do these things in a green tree what shall be done in the dry
GK: ότι ει εν τω υγρώ ξύλω ταύτα ποιούσιν εν τω ξηρώ τι γένηται

Acts 5:30

KJV: The God of our fathers raised up Jesus whom ye slew hanged on a tree
GK: ο θεός των πατέρων ημών ήγειρεν Ιησούν ον υμείς διεχειρίσασθε κρεμάσαντες επί ξύλου

Acts 10:39

KJV: And we are witnesses of all things which he did both in the land of the Jews and in Jerusalem whom they slew and hanged on a tree
GK: και ημείς εσμεν μάρτυρες πάντων ων εποίησεν εν τε τη χώρα των Ιουδαίων και εν Ιερουσαλήμ ον ανείλον κρεμάσαντες επί ξύλου

Acts 13:29

KJV: And when they had fulfilled all that was written of him they took down from the tree and laid in a sepulchre
GK: ως δε ετέλεσαν παντα τα περί αυτού γεγραμμένα καθελόντες από του ξύλου έθηκαν εις μνημείον

ξυράω (shave)

[edit]

Acts 21:24

KJV: Them take and purify thyself with them and be at charges with them that they may shave heads and all may know that those things whereof they were informed concerning thee are nothing but thou thyself also walkest orderly and keepest the law
GK: τούτους παραλαβών αγνίσθητι συν αυτοίς και δαπάνησον επ΄ αυτοίς ίνα ξυρήσωνται την κεφαλήν και γνώσι πάντες ότι ων κατήχηνται περί σου ουδέν εστιν αλλά στοιχείς και αυτός τον νόμον φυλάσσων

1 Corinthians 11:5

KJV: But every woman that prayeth or prophesieth with head uncovered dishonoureth her head for that is even all one as if she were shaven
GK: πάσα δε γυνή προσευχομένη η προφητεύουσα ακατακαλύπτω τη κεφαλή καταισχύνει την κεφαλήν εαυτής εν γαρ εστι και το αυτό τη εξυρημένη

1 Corinthians 11:6

KJV: For if the woman be not covered let her also be shorn but if it be a shame for a woman to be shorn or shaven let her be covered
GK: ει γαρ ου κατακαλύπτεται γυνή και κειράσθω ει δε αισχρόν γυναικί το κείρασθαι η ξυράσθαι κατακαλυπτέσθω