Englishman's Concordance/12

From Wikisource
Jump to navigation Jump to search
3481761Englishman's Concordance — λαγχάνω - ΛώτGeorge Wigram

λαγχάνω (his lot be)

[edit]

Luke 1:9

KJV: According to the custom of the priest’s office his lot was to burn incense when he went into the temple of the Lord
GK: κατά το έθος της ιερατείας έλαχε του θυμιάσαι εισελθών εις τον ναόν του κυρίου

John 19:24

KJV: They said therefore among themselves Let us not rend it but cast lots for it whose it shall be that the scripture might be fulfilled which saith They parted my raiment among them and for my vesture they did cast lots These things therefore the soldiers did
GK: είπον ούν προς αλλήλους μη σχίσωμεν αυτού αλλά λάχωμεν περί αυτού τίνος έσται ίνα η γραφή πληρωθή η λέγουσα διεμερίσαντο τα ίματιά μου εαυτοίς και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον οι μεν ουν στρατιώται ταύτα εποίησαν

Acts 1:17

KJV: For he was numbered with us and had obtained part of this ministry
GK: ότι κατηριθμημένος ην συν ημίν και έλαχεν τον κλήρον της διακονίας ταύτης

2 Peter 1:1

KJV: Simon Peter a servant and an apostle of Jesus Christ to them that have obtained like precious faith with us through the righteousness of God and our Saviour Jesus Christ
GK: Σύμεων Πέτρος δούλος και απόστολος Ιησού χριστού τοις ισότιμον ημίν λαχούσι πίστιν εν δικαιοσύνη του θεού ημών και σωτήρος Ιησού χριστού

Λάζαρος (Lazarus)

[edit]

Luke 16:20

KJV: And there was a certain beggar named Lazarus which was laid at his gate full of sores
GK: πτωχός δε τις ην ονόματι Λάζαρος ος εβέβλητο προς τον πυλώνα αυτού ηλκωμένος

Luke 16:23

KJV: And in hell he lift up his eyes being in torments and seeth Abraham afar off and Lazarus in his bosom
GK: και εν τω άδη επάρας τους οφθαλμούς αυτού υπάρχων εν βασάνοις ορά τον Αβραάμ από μακρόθεν και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού

Luke 16:24

KJV: And he cried and said Father Abraham have mercy on me and send Lazarus that he may dip the tip of his finger in water and cool my tongue for I am tormented in this flame
GK: και αυτός φωνήσας είπε πάτερ Αβραάμ ελέησόν με και πέμψον Λάζαρον ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος και καταψύχη την γλώσσάν μου ότι οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη

Luke 16:25

KJV: But Abraham said Son remember that thou in thy lifetime receivedst thy good things and likewise Lazarus evil things but now he is comforted and thou art tormented
GK: είπεν δε Αβραάμ τέκνον μνήσθητι ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου και Λάζαρος ομοίως τα κακά νυν δε οδε παρακαλείται συ δε οδυνάσαι

John 11:1

KJV: Now a certain was sick Lazarus of Bethany the town of Mary and her sister Martha
GK: ην δε τις ασθενών Λάζαρος από Βηθανίας εκ της κώμης Μαρίας και Μάρθας της αδελφής αυτής

John 11:2

KJV: It was Mary which anointed the Lord with ointment and wiped his feet with her hair whose brother Lazarus was sick
GK: ην δε Μαρια η αλείψασα τον κύριον μύρω και εκμάξασα τους πόδας αυτού ταις θριξίν αυτής ης ο αδελφός Λάζαρος ησθένει

John 11:5

KJV: Now Jesus loved Martha and her sister and Lazarus
GK: ηγάπα δε ο Ιησούς την Μάρθαν και την αδελφήν αυτής και τον Λάζαρον

John 11:11

KJV: These things said he and after that he saith unto them Our friend Lazarus sleepeth but I go that I may awake him out of sleep
GK: ταύτα είπε και μετά τούτο λέγει αυτοίς Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται αλλά πορεύομαι ίνα εξυπνίσω αυτόν

John 11:14

KJV: Then said Jesus unto them plainly Lazarus is dead
GK: τότε ούν είπεν αυτοίς ο Ιησούς παρρησία Λάζαρος απέθανε

λάθρᾳ (privily)

[edit]

Matthew 1:19

KJV: Then Joseph her husband being a just and not willing to make her a publick example was minded to put her away privily
GK: Ιωσήφ δε ο ανήρ αυτής δίκαιος ων και μη θέλων αυτήν παραδειγματίσαι εβουλήθη λάθρα απολύσαι αυτήν

Matthew 2:7

KJV: Then Herod when he had privily called the wise men enquired of them diligently what time the star appeared
GK: τότε Ηρώδης λάθρα καλέσας τους μάγους ηκρίβωσε παρ΄ αυτών τον χρόνον του φαινομένου αστέρος

John 11:28

KJV: And when she had so said she went her way and called Mary her sister secretly saying The Master is come and calleth for thee
GK: και ταύτα ειπούσα απήλθε και εφώνησεν Μαρίαν την αδελφήν αυτής λάθρα ειπούσα ο διδάσκαλος πάρεστι και φωνεί σε

Acts 16:37

KJV: But Paul said unto them They have beaten us openly uncondemned being Romans and have cast into prison and now do they thrust us out privily nay verily but let them come themselves and fetch us out
GK: ο δε Παύλος έφη προς αυτούς δείραντες ημάς δημοσία ακατακρίτους ανθρώπους Ρωμαίους υπάρχοντας έβαλον εις φυλακήν και νυν λάθρα ημάς εκβάλλουσιν ου γαρ αλλά ελθόντες αυτοί ημάς εξαγαγέτωσαν

λαῖλαψ (storm)

[edit]

Mark 4:37

KJV: And there arose a great storm of wind and the waves beat into the ship so that it was now full
GK: και γίνεται λαίλαψ ανέμου μεγάλη τα δε κύματα επέβαλλεν εις το πλοίον ώστε αυτό ήδη γεμίζεσθαι

Luke 8:23

KJV: But as they sailed he fell asleep and there came down a storm of wind on the lake and they were filled and were in jeopardy
GK: πλεόντων δε αυτών αφύπνωσε και κατέβη λαίλαψ ανέμου εις την λίμνην και συνεπληρούντο και εκινδύνευον

2 Peter 2:17

KJV: These are wells without water clouds that are carried with a tempest to whom the mist of darkness is reserved for ever
GK: ούτοί εισι πηγαί άνυδροι νεφέλαι υπό λαίλαπος ελαυνόμεναι οις ο ζόφος του σκότους εις αιώνα τετήρηται

λακτίζω (kick)

[edit]

Acts 9:5

KJV: And he said Who art thou Lord And the Lord said I am Jesus whom thou persecutest hard for thee to kick against the pricks
GK: είπε δε τις ει κύριε ο δε κύριος είπεν εγώ ειμι Ιησούς ον συ διώκεις σκληρόν σοι προς κέντρα λακτίζειν

Acts 26:14

KJV: And when we were all fallen to the earth I heard a voice speaking unto me and saying in the Hebrew tongue Saul Saul why persecutest thou me hard for thee to kick against the pricks
GK: πάντων δε καταπεσόντων ημών εις την γην ήκουσα φωνήν λαλούσαν προς με και λέγουσαν τη Εβραϊδι διαλέκτω Σαούλ Σαούλ τι με διώκεις σκληρόν σοι προς κέντρα λακτίζειν

λαλέω (preach)

[edit]

Matthew 9:18

KJV: While he spake these things unto them behold there came a certain ruler and worshipped him saying My daughter is even now dead but come and lay thy hand upon her and she shall live
GK: ταύτα αυτού λαλούντος αυτοίς ιδού άρχων εις ελθών προσεκύνει αυτώ λέγων ότι η θυγάτηρ μου άρτι ετελεύτησεν αλλά ελθών επίθες την χείρά σου επ΄ αυτήν και ζήσεται

Matthew 9:33

KJV: And when the devil was cast out the dumb spake and the multitudes marvelled saying It was never so seen in Israel
GK: και εκβληθέντος του δαιμονίου ελάλησεν ο κωφός και εθαύμασαν οι όχλοι λέγοντες ουδέποτε εφάνη ούτως εν τω Ισραήλ

Matthew 10:19

KJV: But when they deliver you up take no thought how or what ye shall speak for it shall be given you in that same hour what ye shall speak
GK: όταν δε παραδιδώσιν υμάς μη μεριμνήσητε πως η τι λαλήσητε δοθήσεται γαρ υμιν εν εκείνη τη ώρα τι λαλήσετε

Matthew 10:20

KJV: For it is not ye that speak but the Spirit of your Father which speaketh in you
GK: ου γαρ υμείς εστέ οι λαλούντες αλλά το πνεύμα του πατρός υμών το λαλούν εν υμίν

Matthew 12:22

KJV: Then was brought unto him one possessed with a devil blind and dumb and he healed him insomuch that the blind and dumb both spake and saw
GK: τότε προσηνέχθη αυτώ δαιμονιζόμενος τυφλός και κωφός και εθεράπευσεν αυτόν ώστε τον τυφλόν και κωφόν και λαλείν και βλέπειν

Matthew 12:34

KJV: O generation of vipers how can ye being evil speak good things for out of the abundance of the heart the mouth speaketh
GK: γεννήματα εχιδνών πως δύνασθε αγαθά λαλείν πονηροί όντες εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας το στόμα λαλεί

Matthew 12:36

KJV: But I say unto you That every idle word that men shall speak they shall give account thereof in the day of judgment
GK: λέγω δε υμίν ότι παν ρήμα αργόν ο εάν λαλήσωσιν οι άνθρωποι αποδώσουσιν περι αυτού λόγον εν ημέρα κρίσεως

Matthew 12:46

KJV: While he yet talked to the people behold mother and his brethren stood without desiring to speak with him
GK: έτι δε αυτού λαλούντος τοις όχλοις ιδού η μήτηρ και οι αδελφοί αυτού ειστήκεισαν έξω ζητούντες αυτώ λαλήσαι

Matthew 12:47

KJV: Then one said unto him Behold thy mother and thy brethren stand without desiring to speak with thee
GK: είπε δε τις αυτώ ιδού η μήτηρ σου και οι αδελφοί σου έξω εστήκασι ζητούντές σοι λαλήσαι

λαλιά (saying)

[edit]

Matthew 26:73

KJV: And after a while came unto they that stood by and said to Peter Surely thou also art of them for thy speech bewrayeth thee
GK: μετά μικρόν δε προσελθόντες οι εστώτες είπον τω Πέτρω αληθώς και συ εξ αυτών ει και γαρ η λαλιά σου δήλόν σε ποιεί

Mark 14:70

KJV: And he denied it again And a little after they that stood by said again to Peter Surely thou art of them for thou art a Galilaean and thy speech agreeth
GK: ο δε πάλιν ηρνείτο και μετά μικρόν πάλιν οι παρεστώτες έλεγον τω Πέτρω αληθώς εξ αυτών ει και γαρ Γαλιλαίος ει και η λαλιά σου ομοιάζει

John 4:42

KJV: And said unto the woman Now we believe not because of thy saying for we have heard ourselves and know that this is indeed the Christ the Saviour of the world
GK: τη τε γυναικί έλεγον ότι ουκέτι διά την σην λαλιάν πιστεύομεν αυτοί γαρ ακηκόαμεν και οίδαμεν ότι ούτός εστιν αληθώς ο σωτήρ του κόσμου ο Χριστός

John 8:43

KJV: Why do ye not understand my speech because ye cannot hear my word
GK: διατί την λαλιάν την εμήν ου γινώσκετε ότι ου δύνασθε ακούειν τον λόγον τον εμόν

λαμά (lama)

[edit]

Matthew 27:46

KJV: And about the ninth hour Jesus cried with a loud voice saying Eli Eli lama sabachthani that is to say My God my God why hast thou forsaken me
GK: περί δε την ενάτην ώραν ανεβόησεν ο Ιησούς φωνή μεγάλη λέγων ηλί ηλί λιμά σαβαχθανί τουτ΄ θεέ μου θεέ μου ίνατι με εγκατέλιπες

Mark 15:34

KJV: And at the ninth hour Jesus cried with a loud voice saying Eloi Eloi lama sabachthani which is being interpreted My God my God why hast thou forsaken me
GK: και τη ώρα τη εννάτη εβόησεν ο Ιησούς φωνή μεγάλη λέγων ελωϊ ελωϊ λιμά σαβαχθανί ο εστι μεθερμηνευόμενον ο θεός μου ο θεός μου εις τι με εγκατέλιπες

λαμβάνω (accept)

[edit]

Matthew 5:40

KJV: And if any man will sue thee at the law and take away thy coat let him have cloke also
GK: και τω θέλοντί σοι κριθήναι και τον χιτώνά σου λαβείν άφες αυτώ και το ιμάτιον

Matthew 7:8

KJV: For every one that asketh receiveth and he that seeketh findeth and to him that knocketh it shall be opened
GK: πας γαρ ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται

Matthew 8:17

KJV: That it might be fulfilled which was spoken by Esaias the prophet saying Himself took our infirmities and bare sicknesses
GK: όπως πληρωθή το ρηθέν διά Ησαϊου του προφήτου λέγοντος αυτός τας ασθενείας ημών έλαβε και τας νόσους εβάστασεν

Matthew 10:8

KJV: Heal the sick cleanse the lepers raise the dead cast out devils freely ye have received freely give
GK: ασθενούντας θεραπεύετε νεκρούς εγείρετε λεπρούς καθαρίζετε δαιμόνια εκβάλλετε δωρεάν ελάβετε δωρεάν δότε

Matthew 10:38

KJV: And he that taketh not his cross and followeth after me is not worthy of me
GK: και ος ου λαμβάνει τον σταυρόν αυτού και ακολουθεί οπίσω μου ουκ έστι μου άξιος

Matthew 10:41

KJV: He that receiveth a prophet in the name of a prophet shall receive a prophet’s reward and he that receiveth a righteous man in the name of a righteous man shall receive a righteous man’s reward
GK: ο δεχόμενος προφήτην εις όνομα προφήτου μισθόν προφήτου λήψεται και ο δεχόμενος δίκαιον εις όνομα δικαίου μισθόν δικαίου λήψεται

Matthew 12:14

KJV: Then the Pharisees went out and held a council against him how they might destroy him
GK: οι δε Φαρισαίοι συμβούλιον έλαβον κατ΄ αυτού εξελθόντες όπως αυτόν απολέσωσιν

Matthew 13:20

KJV: But he that received the seed into stony places the same is he that heareth the word and anon with joy receiveth it
GK: ο δε επί τα πετρώδη σπαρείς ούτός εστιν ο τον λόγον ακούων και ευθύς μετά χαράς λαμβάνων αυτόν

Matthew 13:31

KJV: Another parable put he forth unto them saying The kingdom of heaven is like to a grain of mustard seed which a man took and sowed in his field
GK: άλλην παραβολήν παρέθηκεν αυτοίς λέγων ομοία εστίν η βασιλεία των ουρανών κόκκω σινάπεως ον λαβών άνθρωπος έσπειρεν εν τω αγρώ αυτού

Λάμεχ (Lamech)

[edit]

Luke 3:36

KJV: Which was of Cainan which was of Arphaxad which was of Sem which was of Noe which was of Lamech
GK: του Καϊνάν του Αρφαξάδ του Σημ του Νώε του Λάμεχ

λαμπάς (lamp)

[edit]

Matthew 25:1

KJV: Then the kingdom of heaven be likened unto ten virgins which took their lamps and went forth to meet the bridegroom
GK: τότε ομοιωθήσεται η βασιλεία των ουρανών δέκα παρθένοις αίτινες λαβούσαι τας λαμπάδας αυτών εξήλθον εις απάντησιν του νυμφίου

Matthew 25:3

KJV: They that foolish took their lamps and took no oil with them
GK: αίτινες μωραί λαβούσαι τας λαμπάδας αυτών ουκ έλαβον μεθ΄ εαυτών έλαιον

Matthew 25:4

KJV: But the wise took oil in their vessels with their lamps
GK: αι δε φρόνιμοι έλαβον έλαιον εν τοις αγγείοις αυτών μετά των λαμπάδων αυτών

Matthew 25:7

KJV: Then all those virgins arose and trimmed their lamps
GK: τότε ηγέρθησαν πάσαι αι παρθένοι εκείναι και εκόσμησαν τας λαμπάδας αυτών

Matthew 25:8

KJV: And the foolish said unto the wise Give us of your oil for our lamps are gone out
GK: αι δε μωραί ταις φρονίμοις είπον δότε ημίν εκ του ελαίου υμών ότι αι λαμπάδες ημών σβέννυνται

John 18:3

KJV: Judas then having received a band and officers from the chief priests and Pharisees cometh thither with lanterns and torches and weapons
GK: ο ούν Ιούδας λαβών την σπείραν και εκ των αρχιερέων και Φαρισαίων υπηρέτας έρχεται εκεί μετά φανών και λαμπάδων και όπλων

Acts 20:8

KJV: And there were many lights in the upper chamber where they were gathered together
GK: ήσαν δε λαμπάδες ικαναί εν τω υπερώω ου ήμεν συνηγμένοι

Revelation 4:5

KJV: And out of the throne proceeded lightnings and thunderings and voices and seven lamps of fire burning before the throne which are the seven Spirits of God
GK: και εκ του θρόνου εκπορεύονται αστραπαί και φωναί και βρονταί και επτά λαμπάδες πυρός καιόμεναι ενώπιον του θρόνου αυτού αι εισιν επτά πνεύματα του θεού

Revelation 8:10

KJV: And the third angel sounded and there fell a great star from heaven burning as it were a lamp and it fell upon the third part of the rivers and upon the fountains of waters
GK: και ο τρίτος άγγελος εσάλπισε και έπεσεν εκ του ουρανού αστήρ μέγας καιόμενος ως λαμπάς και έπεσεν επί το τρίτον των ποταμών και επί τας πηγάς των υδάτων

λαμπρός (bright)

[edit]

Luke 23:11

KJV: And Herod with his men of war set him at nought and mocked and arrayed him in a gorgeous robe and sent him again to Pilate
GK: εξουθενήσας δε αυτόν ο Ηρώδης συν τοις στρατεύμασιν αυτού και εμπαίξας περιβαλών αυτόν εσθήτα λαμπράν ανέπεμψεν αυτόν τω Πιλάτω

Acts 10:30

KJV: And Cornelius said Four days ago I was fasting until this hour and at the ninth hour I prayed in my house and behold a man stood before me in bright clothing
GK: και ο Κορνήλιος έφη από τετάρτης ημέρας μέχρι ταύτης της ώρας ήμην νηστεύων και την ενάτην ώραν προσευχόμενος εν τω οίκω μου και ιδού ανήρ έστη ενώπίον μου εν εσθήτι λαμπρά

James 2:2

KJV: For if there come unto your assembly a man with a gold ring in goodly apparel and there come in also a poor man in vile raiment
GK: εάν γαρ εισέλθη εις την συναγωγήν υμών ανήρ χρυσοδακτύλιος εν εσθήτι λαμπρά εισέλθη δε και πτωχός εν ρυπαρά εσθήτι

James 2:3

KJV: And ye have respect to him that weareth the gay clothing and say unto him Sit thou here in a good place and say to the poor Stand thou there or sit here under my footstool
GK: και επιβλέψητε επί τον φορούντα την εσθήτα την λαμπράν και είπητε αυτώ συ κάθου ώδε καλώς και τω πτωχώ είπητε συ στήθι εκεί η κάθου ώδε υπό του υποπόδιόν

Revelation 15:6

KJV: And the seven angels came out of the temple having the seven plagues clothed in pure and white linen and having their breasts girded with golden girdles
GK: και εξήλθον οι επτά άγγελοι οι έχοντες τας επτά πληγάς οι ήσαν ενδεδυμένοι λίνον καθαρον και λαμπρόν και περιεζωσμένοι περί τα στήθη ζώνας χρυσάς

Revelation 18:14

KJV: And the fruits that thy soul lusted after are departed from thee and all things which were dainty and goodly are departed from thee and thou shalt find them no more at all
GK: και η οπώρα της επιθυμίας της ψυχής σου απήλθεν από σου και πάντα τα λιπαρά και τα λαμπρά απώλοντο από σου και ουκέτι ου ευρήσεις αυτά

Revelation 19:8

KJV: And to her was granted that she should be arrayed in fine linen clean and white for the fine linen is the righteousness of saints
GK: και εδόθη αυτή ίνα περιβάληται βύσσινον λαμπρόν και καθαρόν το γαρ βύσσινον τα δικαιώματά εστι των αγίων

Revelation 22:1

KJV: And he shewed me a pure river of water of life clear as crystal proceeding out of the throne of God and of the Lamb
GK: και έδειξέ μοι ποταμόν καθαρόν ύδατος ζωής λαμπρόν ως κρύσταλλον εκπορευόμενον εκ του θρόνου του θεού και του αρνίου

Revelation 22:16

KJV: I Jesus have sent mine angel to testify unto you these things in the churches I am the root and the offspring of David the bright and morning star
GK: εγώ Ιησούς έπεμψα τον άγγελόν μου μαρτυρήσαι υμίν ταύτα επί ταις εκκλησίαις εγώ ειμι η ρίζα και το γένος του Δαβίδ ο αστήρ ο λαμπρός πρωϊνός

λαμπρότης (brightness)

[edit]

Acts 26:13

KJV: At midday O king I saw in the way a light from heaven above the brightness of the sun shining round about me and them which journeyed with me
GK: ημέρας μέσης κατά την οδόν είδον βασιλεύ ουρανόθεν υπέρ την λαμπρότητα του ηλίου περιλάμψαν με φως και τους συν εμοί πορευομένους

λαμπρῶσ (sumptuously)

[edit]

Luke 16:19

KJV: There was a certain rich man which was clothed in purple and fine linen and fared sumptuously every day
GK: άνθρωπος δε τις ην πλούσιος και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον ευφραινόμενος καθ ημέραν λαμπρώς

λάμπω (give light)

[edit]

Matthew 5:15

KJV: Neither light a candle and put it under a bushel but on a candlestick and it giveth light unto all that are in the house
GK: ουδέ καίουσι λύχνον και τιθέασιν αυτόν υπό τον μόδιον αλλ΄ επί την λυχνίαν και λάμπει πάσι τοις εν τη οικία

Matthew 5:16

KJV: your light so shine before men that they may see your good works and glorify your Father which is in heaven
GK: ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς

Matthew 17:2

KJV: And was transfigured before them and his face did shine as the sun and his raiment was white as the light
GK: και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών και έλαμψεν το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φως

Luke 17:24

KJV: For as the lightning that lighteneth out of the one under heaven shineth unto the other under heaven so shall also the Son of man be in his day
GK: ώσπερ γαρ η αστραπή η αστράπτουσα εκ της υπ΄ ουρανόν εις την υπ΄ ουρανόν λάμπει ούτως έσται και ο υιός του ανθρώπου εν τη ημέρα αυτού

Acts 12:7

KJV: And behold the angel of the Lord came upon and a light shined in the prison and he smote Peter on the side and raised him up saying Arise up quickly And his chains fell off from hands
GK: και ιδού άγγελος κυρίου επέστη και φως έλαμψεν εν τω οικήματι πατάξας δε την πλευράν του Πέτρου ήγειρεν αυτόν λέγων ανάστα εν τάχει και εξέπεσον αυτού αι αλύσεις εκ των χειρών

2 Corinthians 4:6

KJV: For God who commanded the light to shine out of darkness hath shined in our hearts to the light of the knowledge of the glory of God in the face of Jesus Christ
GK: ότι ο θεός ο ειπών εκ σκότους φως λάμψαι ος έλαμψεν εν ταις καρδίαις ημών προς φωτισμόν της γνώσεως της δόξης του θεού εν προσώπω Ιησού χριστού

λανθάνω (be hid)

[edit]

Mark 7:24

KJV: And from thence he arose and went into the borders of Tyre and Sidon and entered into an house and would have no man know but he could not be hid
GK: και εκείθεν αναστάς απήλθεν εις τα μεθόρια Τύρου και Σιδώνος και εισελθών εις την οικίαν ουδένα ήθελε γνώναι και ουκ ηδυνήθη λαθείν

Luke 8:47

KJV: And when the woman saw that she was not hid she came trembling and falling down before him she declared unto him before all the people for what cause she had touched him and how she was healed immediately
GK: ιδούσα δε η γυνή ότι ουκ έλαθε τρέμουσα ήλθε και προσπεσούσα αυτώ δι΄ ην αιτίαν ήψατο αυτού απήγγειλεν αυτώ ενώπιον παντός του λαού και ως ιάθη παραχρήμα

Acts 26:26

KJV: For the king knoweth of these things before whom also I speak freely for I am persuaded that none of these things are hidden from him for this thing was not done in a corner
GK: επίσταται γαρ περί τούτων ο βασιλεύς προς ον και παρρησιαζόμενος λαλώ λανθάνειν γαρ αυτόν τι τούτων ου πείθομαι ουδέν ου γαρ εν γωνία πεπραγμένον τούτο

Hebrews 13:2

KJV: Be not forgetful to entertain strangers for there by some have entertained angels unawares
GK: της φιλοξενίας μη επιλανθάνεσθε διά ταύτης γαρ έλαθόν ξενίσαντες αγγέλους

2 Peter 3:5

KJV: For this they willingly are ignorant of that by the word of God the heavens were of old and the earth standing out of the water and in the water
GK: λανθάνει γαρ αυτούς τούτο θέλοντας ότι ουρανοί ήσαν έκπαλαι και γη εξ ύδατος και δι΄ ύδατος συνεστώσα τω του θεού λόγω

2 Peter 3:8

KJV: But beloved be not ignorant of this one thing that one day with the Lord as a thousand years and a thousand years as one day
GK: εν δε τούτο μη λανθανέτω υμάς αγαπητοί ότι μία ημέρα παρά κυρίω ως χίλια έτη και χίλια έτη ως ημέρα μία

λαξευτός (hewn in stone)

[edit]

Luke 23:53

KJV: And he took it down and wrapped it in linen and laid it in a sepulchre that was hewn in stone wherein never man before was laid
GK: και καθελών αυτό ενετύλιξεν αυτό σινδόνι και έθηκεν αυτό εν μνήματι λαξευτώ ου ουκ ην ουδέπω ουδείς κείμενος

λαός (people)

[edit]

Matthew 1:21

KJV: And she shall bring forth a son and thou shalt call his name JESUS for he shall save his people from their sins
GK: τέξεται δε υίον και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν αυτός γαρ σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών

Matthew 2:4

KJV: And when he had gathered all the chief priests and scribes of the people together he demanded of them where Christ should be born
GK: και συναγαγών πάντας τούς αρχιερείς και γραμματείς του λαού επυνθάνετο παρ΄ αυτών που ο Χριστός γεννάται

Matthew 2:6

KJV: And thou Bethlehem the land of Juda art not the least among the princes of Juda for out of thee shall come a Governor that shall rule my people Israel
GK: και συ Βηθλεέμ γη Ιούδα ουδαμώς ελαχίστη ει εν τοις ηγεμόσιν Ιούδα εκ σου γαρ εξελεύσεται ηγούμενος όστις ποιμανεί τον λαόν μου τον Ισραήλ

Matthew 4:16

KJV: The people which sat in darkness saw great light and to them which sat in the region and shadow of death light is sprung up
GK: ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς

Matthew 4:23

KJV: And Jesus went about all Galilee teaching in their synagogues and preaching the gospel of the kingdom and healing all manner of sickness and all manner of disease among the people
GK: και περιήγεν όλην την Γαλιλαίαν ο Ιησούς διδάσκων εν ταις συναγωγαίς αυτών και κηρύσσων το ευαγγέλιον της βασιλείας και θεραπεύων πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν εν τω λαώ

Matthew 9:35

KJV: And Jesus went about all the cities and villages teaching in their synagogues and preaching the gospel of the kingdom and healing every sickness and every disease among the people
GK: και περιήγεν ο Ισηούς τας πόλεις πάσας και τας κώμας διδάσκων εν ταις συναγωγαίς αυτών και κηρύσσων το ευαγγέλιον της βασιλείας και θεραπεύων πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν

Matthew 13:15

KJV: For this people’s heart is waxed gross and ears are dull of hearing and their eyes they have closed lest at any time they should see with eyes and hear with ears and should understand with heart and should be converted and I should heal them
GK: επαχύνθη γαρ η καρδία του λαού τούτου και τοις ωσί βαρέως ήκουσαν και τους οφθαλμούς αυτών εκάμμυσαν μήποτε ίδωσι τοις οφθαλμοίς και τοις ωσίν ακούσωσιν και τη καρδία συνώσι και επιστρέψωσι και ιάσομαι αυτούς

Matthew 15:8

KJV: This people draweth nigh unto me with their mouth and honoureth me with lips but their heart is far from me
GK: εγγίζει μοι ο λαός ούτος τω στόματι αυτών και τοις χείλεσί με τιμά η δε καρδία αυτών πόρρω απέχει απ΄ εμού

Matthew 21:23

KJV: And when he was come into the temple the chief priests and the elders of the people came unto him as he was teaching and said By what authority doest thou these things and who gave thee this authority
GK: και ελθόντι αυτώ εις το ιερόν προσήλθον αυτώ διδάσκοντι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού λέγοντες εν ποία εξουσία ταύτα ποιείς και τις σοι έδωκεν την εξουσίαν ταύτην

Λαοδικεία (Laodicea)

[edit]

Colossians 2:1

KJV: For I would that ye knew what great conflict I have for you and them at Laodicea and as many as have not seen my face in the flesh
GK: θέλω γαρ υμάς ειδέναι ηλίκον αγώνα έχω περί υμών και των εν Λαοδικεία και όσοι ουχ εωράκασι το πρόσωπόν μου εν σαρκί

Colossians 4:13

KJV: For I bear him record that he hath a great zeal for you and them in Laodicea and them in Hierapolis
GK: μαρτυρώ γαρ αυτώ ότι έχει ζήλον πολύν υπέρ υμών και των εν Λαοδικεία και των εν Ιεραπόλει

Colossians 4:15

KJV: Salute the brethren in Laodicea and Nymphas and the church in his house
GK: ασπάσασθε τους εν Λαοδικεία αδελφούς και Νυμφάν και την κατ΄ οίκον αυτού εκκλησίαν

Colossians 4:16

KJV: And when this epistle is read among you cause that it be read also in the church of the Laodiceans and that ye likewise read the from Laodicea
GK: και όταν αναγνωσθή παρ΄ υμίν η επιστολή ποιήσατε ίνα και εν τη Λαοδικέων εκκλησία αναγνωσθή και την εκ Λαοδικείας ίνα και υμείς αναγνώτε

Revelation 1:11

KJV: Saying I am Alpha and Omega the first and the last and What thou seest write in a book and send unto the seven churches which are in Asia unto Ephesus and unto Smyrna and unto Pergamos and unto Thyatira and unto Sardis and unto Philadelphia and unto Laodicea
GK: λεγούσης ο βλέπεις γράψον εις βιβλίον και πέμψον ταις επτά εκκλησίαις εις Εφεσον και εις Σμύρναν και εις Πέργαμον και εις Θυάτειρα και εις Σάρδεις και εις Φιλαδέλφειαν και εις Λαοδίκειαν

Λαοδικεύς (Laodicean)

[edit]

Colossians 4:16

KJV: And when this epistle is read among you cause that it be read also in the church of the Laodiceans and that ye likewise read the from Laodicea
GK: και όταν αναγνωσθή παρ΄ υμίν η επιστολή ποιήσατε ίνα και εν τη Λαοδικέων εκκλησία αναγνωσθή και την εκ Λαοδικείας ίνα και υμείς αναγνώτε

Revelation 3:14

KJV: And unto the angel of the church of the Laodiceans write These things saith the Amen the faithful and true witness the beginning of the creation of God
GK: και τω αγγέλω της εν Λαοδικεια εκκλησιας γράψον τάδε λέγει ο αμήν ο μάρτυς ο πιστός και αληθινός η αρχή της κτίσεως του θεού

λάρυγξ (throat)

[edit]

Romans 3:13

KJV: Their throat an open sepulchre with their tongues they have used deceit the poison of asps under their lips
GK: τάφος ανεωγμένος ο λάρυγξ αυτών ταις γλώσσαις αυτών εδολιούσαν ιός ασπίδων υπό τα χείλη αυτών

Λασαία (Lasea)

[edit]

Acts 27:8

KJV: And hardly passing it came unto a place which is called The fair havens nigh whereunto was the city Lasea
GK: μόλις τε παραλεγόμενοι αυτήν ήλθομεν εις τόπον τινά καλούμενον Καλούς Λιμένας ω εγγύς ην πόλις Λασαία

λάσκω (burst asunder)

[edit]

Acts 1:18

KJV: Now this man purchased a field with the reward of iniquity and falling headlong he burst asunder in the midst and all his bowels gushed out
GK: ούτος μεν ούν εκτήσατο χωρίον εκ του μισθού της αδικίας και πρηνής γενόμενος ελάκησε μέσος και εξεχύθη πάντα τα σπλάγχνα αυτού

λατομέω (hew)

[edit]

Matthew 27:60

KJV: And laid it in his own new tomb which he had hewn out in the rock and he rolled a great stone to the door of the sepulchre and departed
GK: και έθηκεν αυτό εν τω καινώ αυτού μνημείω ο ελατόμησεν εν τη πέτρα και προσκυλίσας λίθον μέγαν τη θύρα του μνημείου απήλθεν

Mark 15:46

KJV: And he bought fine linen and took him down and wrapped him in the linen and laid him in a sepulchre which was hewn out of a rock and rolled a stone unto the door of the sepulchre
GK: και αγοράσας σινδόνα και καθελών αυτόν ενείλησε τη σινδόνι και κατέθηκεν αυτόν εν μνημείω ο ην λελατομημένον εκ πέτρας και προσεκύλισε λίθον επί την θύραν του μνημείου

λατρεία ((divine) service)

[edit]

John 16:2

KJV: They shall put you out of the synagogues yea the time cometh that whosoever killeth you will think that he doeth God service
GK: αποσυναγώγους ποιήσουσιν υμάς αλλ΄ έρχεται ώρα ίνα πας ο αποκτείνας υμάς δόξη λατρείαν προσφέρειν τω θεώ

Romans 9:4

KJV: Who are Israelites to whom the adoption and the glory and the covenants and the giving of the law and the service and the promises
GK: οίτινές εισιν Ισραηλίται ων η υιοθεσία και η δόξα και αι διαθήκαι και η νομοθεσία και η λατρεία και αι επαγγελίαι

Romans 12:1

KJV: I beseech you therefore brethren by the mercies of God that ye present your bodies a living sacrifice holy acceptable unto God your reasonable service
GK: παρακαλώ ούν υμάς αδελφοί διά των οικτιρμών του θεού παραστήσαι τα σώματα υμών θυσίαν ζώσαν αγίαν ευάρεστον τω θεώ την λογικήν λατρείαν υμών

Hebrews 9:1

KJV: Then verily the first had also ordinances of divine service and a worldly sanctuary
GK: είχε μεν ούν και η πρώτη σκηνή δικαιώματα λατρείας το τε άγιον κοσμικόν

Hebrews 9:6

KJV: Now when these things were thus ordained the priests went always into the first tabernacle accomplishing the service
GK: τούτων δε ούτω κατεσκευασμένων εις μεν την πρώτην σκηνήν διά πάντος εισίασιν οι ιερείς τας λατρείας επιτελούντες

λατρεύω (serve)

[edit]

Matthew 4:10

KJV: Then saith Jesus unto him Get thee hence Satan for it is written Thou shalt worship the Lord thy God and him only shalt thou serve
GK: τότε λέγει αυτώ ο Ιησούς ύπαγε οπίσω μου Σατανά γέγραπται γαρ κύριον τον θεόν σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις

Luke 1:74

KJV: That he would grant unto us that we being delivered out of the hand of our might serve him without fear
GK: αφόβως εκ χειρός των εχθρών ημών ρυσθέντας λατρεύειν αυτώ

Luke 2:37

KJV: And she a widow of about fourscore and four years which departed not from the temple but served with fastings and prayers night and day
GK: και αύτη χήρα ως ετών ογδοηκοντατεσσάρων η ουκ αφίστατο από του ιερού νηστείαις και δεήσεσι λατρεύουσα νύκτα και ημέραν

Luke 4:8

KJV: And Jesus answered and said unto him Get thee behind me Satan for it is written Thou shalt worship the Lord thy God and him only shalt thou serve
GK: και αποκριθείς αυτώ είπεν ο Ιησούς ύπαγε οπίσω μου σατανά γέγραπται γαρ προσκυνήσεις κύριον τον θεόν σου και αυτώ μόνω λατρεύσεις

Acts 7:7

KJV: And the nation to whom they shall be in bondage will I judge said God and after that shall they come forth and serve me in this place
GK: και το έθνος ω εάν δουλεύσωσι κρινώ εγώ είπεν ο θεός και μετά ταύτα εξελεύσονται και λατρεύσουσί μοι εν τω τόπω τούτω

Acts 7:42

KJV: Then God turned and gave them up to worship the host of heaven as it is written in the book of the prophets house of Israel have ye offered to me slain beasts and sacrifices forty years in the wilderness
GK: έστρεψε δε ο θεός και παρέδωκεν αυτούς λατρεύειν τη στρατιά του ουρανού καθώς γέγραπται εν βίβλω των προφητών μη σφάγια και θυσίας προσηνέγκατέ μοι έτη τεσσαράκοντα εν τη ερήμω οίκος Ισραήλ

Acts 24:14

KJV: But this I confess unto thee that after the way which they call heresy so worship I the God of my fathers believing all things which are written in the law and in the prophets
GK: ομολογώ τούτό σοι ότι κατά την οδόν ην λέγουσιν αίρεσιν ούτω λατρεύω τω πατρώω θεώ πιστεύων πάσι τοις κατά τον νόμον και τοις προφήταις γεγραμμένοις

Acts 26:7

KJV: Unto which our twelve tribes instantly serving day and night hope to come For which hope’s sake king Agrippa I am accused of the Jews
GK: εις ην το δωδεκάφυλον ημών εν εκτενεία νύκτα και ημέραν λατρεύον ελπίζει καταντήσαι περί ης ελπίδος εγκαλούμαι βασιλεύ Αγρίππα υπό των Ιουδαίων

Acts 27:23

KJV: For there stood by me this night the angel of God whose I am and whom I serve
GK: παρέστη γαρ μοι τη νυκτί ταύτη άγγελος του θεού ου ειμι ω και λατρεύω

λάχανον (herb)

[edit]

Matthew 13:32

KJV: Which indeed is the least of all seeds but when it is grown it is the greatest among herbs and becometh a tree so that the birds of the air come and lodge in the branches thereof
GK: ο μικρότερον μεν εστι πάντων των σπερμάτων όταν δε αυξηθή μείζον των λαχάνων εστί και γίνεται δένδρον ώστε ελθείν τα πετεινά του ουρανού και κατασκηνούν εν τοις κλάδοις αυτού

Mark 4:32

KJV: But when it is sown it groweth up and becometh greater than all herbs and shooteth out great branches so that the fowls of the air may lodge under the shadow of it
GK: και όταν σπαρή αναβαίνει και γίνεται πάντων των λαχάνων μείζων και ποιεί κλάδους μεγάλους ώστε δύνασθαι υπό την σκιάν αυτού τα πετεινά του ουρανού κατασκηνούν

Luke 11:42

KJV: But woe unto you Pharisees for ye tithe mint and rue and all manner of herbs and pass over judgment and the love of God these ought ye to have done and not to leave the other undone
GK: αλλ΄ ουαί υμίν τοις Φαρισαίος ότι αποδεκατούτε το ηδύοσμον και το πήγανον και παν λάχανον και παρέρχεσθε την κρίσιν και την αγάπην του θεού ταύτα έδει ποιήσαι κακείνα μη αφιέναι

Romans 14:2

KJV: For one believeth that he may eat all things another who is weak eateth herbs
GK: ος μεν πιστεύει φαγείν πάντα ο δε ασθενών λάχανα εσθίει

Λεββαῖος (Lebbæus)

[edit]

Matthew 10:3

KJV: Philip and Bartholomew Thomas and Matthew the publican James of Alphaeus and Lebbaeus whose surname was Thaddaeus
GK: Φίλιππος και Βαρθολομαίος Θωμάς και Ματθαίος ο τελώνης Ιάκωβος ο του Αλφαίου και Λεββαίος ο επικληθείς Θαδδαίος

λεγεών (legion)

[edit]

Matthew 26:53

KJV: Thinkest thou that I can not now pray to my Father and he shall presently give me more than twelve legions of angels
GK: η δοκείς ότι ου δύναμαι άρτι παρακαλέσαι τον πατέρα μου και παραστήσει μοι πλείους η δώδεκα λεγεώνας αγγέλων

Mark 5:9

KJV: And he asked him What thy name And he answered saying My name Legion for we are many
GK: και επηρώτα αυτόν τι σοι όνομα και απεκρίθη λέγων λεγεών όνομά μοι ότι πολλοί εσμεν

Mark 5:15

KJV: And they come to Jesus and see him that was possessed with the devil and had the legion sitting and clothed and in his right mind and they were afraid
GK: και έρχονται προς τον Ιησούν και θεωρούσι τον δαιμονιζόμενον καθήμενον και ιματισμένον και σωφρονούντα τον εσχηκότα τον λεγεώνα και εφοβήθησαν

Luke 8:30

KJV: And Jesus asked him saying What is thy name And he said Legion because many devils were entered into him
GK: επηρώτησε δε αυτόν ο Ιησούς λέγων τι σοι εστίν όνομα ο δε είπεν Λεγεών ότι δαιμόνια πολλά εισήλθεν εις αυτόν

λέγω (ask)

[edit]

Matthew 1:16

KJV: And Jacob begat Joseph the husband of Mary of whom was born Jesus who is called Christ
GK: Ιακώβ δε εγέννησε τον Ιωσήφ τον άνδρα Μαρίας εξ ης εγεννήθη Ιησούς λεγόμενος Χριστός

Matthew 1:20

KJV: But while he thought on these things behold the angel of the Lord appeared unto him in a dream saying Joseph thou son of David fear not to take unto thee Mary thy wife for that which is conceived in her is of the Holy Ghost
GK: ταύτα δε αυτού ενθυμηθέντος ιδού άγγελος κυρίου κατ΄ όναρ εφάνη αυτώ λέγων Ιωσήφ υιός Δαβίδ μη φοβηθής παραλαβείν Μαριάμ την γυναίκά σου το γαρ εν αυτή γεννηθέν εκ πνεύματός εστιν αγίου

Matthew 1:22

KJV: Now all this was done that it might be fulfilled which was spoken of the Lord by the prophet saying
GK: τούτο δε όλον γέγονεν ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του κυρίου διά του προφήτου λέγοντος

Matthew 2:2

KJV: Saying Where is he that is born King of the Jews for we have seen his star in the east and are come to worship him
GK: λέγοντες που εστίν ο τεχθείς βασιλεύς των Ιουδαίων είδομεν γαρ αυτού τον αστέρα εν τη ανατολή και ήλθομεν προσκυνήσαι αυτώ

Matthew 2:13

KJV: And when they were departed behold the angel of the Lord appeareth to Joseph in a dream saying Arise and take the young child and his mother and flee into Egypt and be thou there until I bring thee word for Herod will seek the young child to destroy him
GK: αναχωρησάντων δε αυτών ιδού άγγελος κυρίου φαίνεται κατ΄ όναρ τω Ιωσήφ λέγων εγερθείς παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού και φεύγε εις Αίγυπτον και ίσθι εκεί έως αν είπω σοι μέλλει γαρ Ηρώδης ζητείν το παιδίον του απολέσαι αυτό

Matthew 2:15

KJV: And was there until the death of Herod that it might be fulfilled which was spoken of the Lord by the prophet saying Out of Egypt have I called my son
GK: και ην εκεί έως της τελευτής Ηρώδου ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του κυρίου διά του προφήτου λέγοντος εξ Αιγύπτου εκάλεσα τον υιόν μου

Matthew 2:17

KJV: Then was fulfilled that which was spoken by Jeremy the prophet saying
GK: τότε επληρώθη το ρηθέν υπό Ιερεμίου του προφήτου λέγοντος

Matthew 2:20

KJV: Saying Arise and take the young child and his mother and go into the land of Israel for they are dead which sought the young child’s life
GK: λέγων εγερθείς παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού και πορεύου εις γην Ισραήλ τεθνήκασιν γαρ οι ζητούντες την ψυχήν του παιδίου

Matthew 2:23

KJV: And he came and dwelt in a city called Nazareth that it might be fulfilled which was spoken by the prophets He shall be called a Nazarene
GK: και ελθών κατώκησεν εις πόλιν λεγομένην Ναζαρέθ όπως πληρωθή το ρηθέν διά των προφητών ότι Ναζωραίος κληθήσεται

λεῖμμα (remnant)

[edit]

Romans 11:5

KJV: Even so then at this present time also there is a remnant according to the election of grace
GK: ούτως ούν και εν τω νυν καιρώ λείμμα κατ΄ εκλογήν χάριτος γέγονεν

λεῖος (smooth)

[edit]

Luke 3:5

KJV: Every valley shall be filled and every mountain and hill shall be brought low and the crooked shall be made straight and the rough ways made smooth
GK: πάσα φάραγξ πληρωθήσεται και παν όρος και βουνός ταπεινωθήσεται και έσται τα σκολιά εις ευθείαν και αι τραχείαι εις οδούς λείας

λείπω (be destitute (wanting))

[edit]

Luke 18:22

KJV: Now when Jesus heard these things he said unto him Yet lackest thou one thing sell all that thou hast and distribute unto the poor and thou shalt have treasure in heaven and come follow me
GK: ακούσας δε ταύτα ο Ιησούς είπεν αυτώ έτι εν σοι λείπει πάντα όσα έχεις πώλησον και διάδος πτωχοίς και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ και δεύρο ακολούθει μοι

Titus 1:5

KJV: For this cause left I thee in Crete that thou shouldest set in order the things that are wanting and ordain elders in every city as I had appointed thee
GK: τούτου χάριν κατέλιπόν σε εν Κρήτη ίνα τα λείποντα επιδιορθώση και καταστήσης κατά πόλιν πρεσβυτέρους ως εγώ σοι διεταξάμην

Titus 3:13

KJV: Bring Zenas the lawyer and Apollos on their journey diligently that nothing be wanting unto them
GK: Ζηνάν τον νομικόν και Απολλώ σπουδαίως πρόπεμψον ίνα μηδέν αυτοίς λείπη

James 1:4

KJV: But let patience have perfect work that ye may be perfect and entire wanting nothing
GK: η δε υπομονή έργον τέλειον εχέτω ίνα ήτε τέλειοι και ολόκληροι εν μηδενί λειπόμενοι

James 1:5

KJV: If any of you lack wisdom let him ask of God that giveth to all liberally and upbraideth not and it shall be given him
GK: ει δε τις υμών λείπεται σοφίας αιτείτω παρά του διδόντος θεού πάσιν απλώς και μη ονειδίζοντος και δοθήσεται αυτώ

James 2:15

KJV: If a brother or sister be naked and destitute of daily food
GK: εάν δε αδελφός η αδελφή γυμνοί υπάρχωσι και λειπόμενοι ώσι της εφημέρου τροφής

λειτουργέω (minister)

[edit]

Acts 13:2

KJV: As they ministered to the Lord and fasted the Holy Ghost said Separate me Barnabas and Saul for the work whereunto I have called them
GK: λειτουργούντων δε αυτών τω κυρίω και νηστευόντων είπε το πνεύμα το άγιον αφορίσατε δη μοι τον Βαρνάβαν και τον Σαύλον εις το έργον ο προσκέκλημαι αυτούς

Romans 15:27

KJV: It hath pleased them verily and their debtors they are For if the Gentiles have been made partakers of their spiritual things their duty is also to minister unto them in carnal things
GK: ευδόκησαν γαρ και οφειλέται αυτών εισιν ει γαρ τοις πνευματικοίς αυτών εκοινώνησαν τα έθνη οφείλουσιν και εν τοις σαρκικοίς λειτουργήσαι αυτοίς

Hebrews 10:11

KJV: And every priest standeth daily ministering and offering oftentimes the same sacrifices which can never take away sins
GK: και πας μεν ιερεύς έστηκε καθ΄ ημέραν λειτουργών και τας αυτάς πολλάκις προσφέρων θυσίας αίτινες ουδέποτε δύνανται περιελείν αμαρτίας

λειτουργία (ministration(-try))

[edit]

Luke 1:23

KJV: And it came to pass that, as soon as the days of his ministration were accomplished he departed to his own house
GK: και εγένετο ως επλήσθησαν αι ημέραι της λειτουργίας αυτού απήλθεν εις τον οίκον αυτού

2 Corinthians 9:12

KJV: For the administration of this service not only supplieth the want of the saints but is abundant also by many thanksgivings unto God
GK: ότι η διακονία της λειτουργίας ταύτης ου μόνον εστί προσαναπληρούσα τα υστερήματα των αγίων αλλά και περισσεύουσα διά πολλών ευχαριστιών τω θεώ

Philippians 2:17

KJV: Yea and if I be offered upon the sacrifice and service of your faith I joy and rejoice with you all
GK: αλλ΄ ει σπένδομαι επί τη θυσία και λειτουργία της πίστεως υμών χαίρω και συγχαίρω πάσιν υμίν

Philippians 2:30

KJV: Because for the work of Christ he was nigh unto death not regarding his life to supply your lack of service toward me
GK: ότι διά το έργον του χριστού μέχρι θανάτου ήγγισε παραβουλευσάμενος τη ψυχή ίνα αναπληρώση το υμών υστέρημα της προς με λειτουργίας

Hebrews 8:6

KJV: But now hath he obtained a more excellent ministry by how much also he is the mediator of a better covenant which was established upon better promises
GK: νυνί δε διαφορωτέρας τέτευχε λειτουργίας όσω και κρείττονός εστι διαθήκης μεσίτης ήτις επί κρείττοσιν επαγγελίαις νενομοθέτηται

Hebrews 9:21

KJV: Moreover he sprinkled with blood both the tabernacle and all the vessels of the ministry
GK: και την σκηνήν δε και πάντα τα σκεύη της λειτουργίας τω αίματι ομοίως ερράντισε

λειτουργικός (ministering)

[edit]

Hebrews 1:14

KJV: Are they not all ministering spirits sent forth to minister for them who shall be heirs of salvation
GK: ουχί πάντες εισί λειτουργικά πνεύματα εις διακονίαν αποστελλόμενα διά τους μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν

λειτουργός (minister(-ed))

[edit]

Romans 13:6

KJV: For for this cause pay ye tribute also for they are God’s ministers attending continually upon this very thing
GK: διά τούτο γαρ και φόρους τελείτε λειτουργοί γαρ θεού εισιν εις αυτό τούτο προσκαρτερούντες

Romans 15:16

KJV: That I should be the minister of Jesus Christ to the Gentiles ministering the gospel of God that the offering up of the Gentiles might be acceptable being sanctified by the Holy Ghost
GK: εις το είναί με λειτουργόν Ιησού χριστού εις τα έθνη ιερουργούντα το ευαγγέλιον του θεού ίνα γένηται η προσφορά των εθνών ευπρόσδεκτος ηγιασμένη εν πνεύματι αγίω

Philippians 2:25

KJV: Yet I supposed it necessary to send to you Epaphroditus my brother and companion in labour and fellowsoldier but your messenger and he that ministered to my wants
GK: αναγκαίον δε ηγησάμην Επαφρόδιτον τον αδελφόν και συνεργόν και συστρατιώτην μου υμών δε απόστολον και λειτουργόν της χρείας μου πέμψαι προς υμάς

Hebrews 1:7

KJV: And of the angels he saith Who maketh his angels spirits and his ministers a flame of fire
GK: και προς μεν τους αγγέλους λέγει ο ποιών τους αγγέλους αυτού πνεύματα και τους λειτουργούς αυτού πυρός φλόγα

Hebrews 8:2

KJV: A minister of the sanctuary and of the true tabernacle which the Lord pitched and not man
GK: των αγίων λειτουργός και της σκηνής της αληθινής ην έπηξεν ο κύριος και ουκ άνθρωπος

λέντιον (towel)

[edit]

John 13:4

KJV: He riseth from supper and laid aside his garments and took a towel and girded himself
GK: εγείρεται εκ του δείπνου και τίθησι τα ιμάτια και λαβών λέντιον διέζωσεν εαυτόν

John 13:5

KJV: After that he poureth water into a bason and began to wash the disciples’ feet and to wipe with the towel wherewith he was girded
GK: είτα βάλλει ύδωρ εις τον νιπτήρα και ήρξατο νίπτειν τους πόδας των μαθητών και εκμάσσειν τω λεντίω ω ην διεζωσμένος

λεπίς (scale)

[edit]

Acts 9:18

KJV: And immediately there fell from his eyes as it had been scales and he received sight forthwith and arose and was baptized
GK: και ευθέως απέπεσον από των οφθαλμών αυτού ωσεί λεπίδες ανέβλεψέ τε και αναστάς εβαπτίσθη

λέπρα (leprosy)

[edit]

Matthew 8:3

KJV: And Jesus put forth hand and touched him saying I will be thou clean And immediately his leprosy was cleansed
GK: και εκτείνας την χείρα ήψατο αυτού ο Ιησούς λέγων θέλω καθαρίσθητι και ευθέως εκαθαρίσθη αυτού η λέπρα

Mark 1:42

KJV: And as soon as he had spoken immediately the leprosy departed from him and he was cleansed
GK: και ειπόντος αυτού ευθέως απήλθεν απ΄ αυτού η λέπρα και εκαθαρίσθη

Luke 5:12

KJV: And it came to pass when he was in a certain city behold a man full of leprosy who seeing Jesus fell on face and besought him saying Lord if thou wilt thou canst make me clean
GK: και εγένετο εν τω είναι αυτόν εν μιά των πόλεων και ιδού ανήρ πλήρης λέπρας και ιδών τον Ιησούν πεσών επί πρόσωπον εδεήθη αυτού λέγων κύριε εάν θέλης δύνασαί με καθαρίσαι

Luke 5:13

KJV: And he put forth hand and touched him saying I will be thou clean And immediately the leprosy departed from him
GK: και εκτείνας την χείρα ήψατο αυτού ειπών θέλω καθαρίσθητι και ευθέως η λέπρα απήλθεν απ΄ αυτού

λεπρός (leper)

[edit]

Matthew 8:2

KJV: And behold there came a leper and worshipped him saying Lord if thou wilt thou canst make me clean
GK: και ιδού λεπρός ελθών προσεκύνει αυτώ λέγων κύριε εάν θέλης δύνασαί με καθαρίσαι

Matthew 10:8

KJV: Heal the sick cleanse the lepers raise the dead cast out devils freely ye have received freely give
GK: ασθενούντας θεραπεύετε νεκρούς εγείρετε λεπρούς καθαρίζετε δαιμόνια εκβάλλετε δωρεάν ελάβετε δωρεάν δότε

Matthew 11:5

KJV: The blind receive their sight and the lame walk the lepers are cleansed and the deaf hear the dead are raised up and the poor have the gospel preached to them
GK: τυφλοί αναβλέπουσι και χωλοί περιπατούσι λεπροί καθαρίζονται και κωφοί ακούουσι νεκροί εγείρονται και πτωχοί ευαγγελίζονται

Matthew 26:6

KJV: Now when Jesus was in Bethany in the house of Simon the leper
GK: του δε Ιησού γενομένου εν Βηθανία εν οικία Σίμωνος του λεπρού

Mark 1:40

KJV: And there came a leper to him beseeching him and kneeling down to him and saying unto him If thou wilt thou canst make me clean
GK: και έρχεται προς αυτόν λεπρός παρακαλών αυτόν και γονυπετών αυτόν και λέγων αυτώ ότι εάν θέλης δύνασαί με καθαρίσαι

Mark 14:3

KJV: And being in Bethany in the house of Simon the leper as he sat at meat there came a woman having an alabaster box of ointment of spikenard very precious and she brake the box and poured on his head
GK: και όντος αυτού εν Βηθανία εν τη οικία Σίμωνος του λεπρού κατακειμένου αυτού ήλθε γυνή έχουσα αλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικής πολυτελούς και συντρίψασα το αλάβαστρον κατέχεεν αυτού κατά της κεφαλής

Luke 4:27

KJV: And many lepers were in Israel in the time of Eliseus the prophet and none of them was cleansed saving Naaman the Syrian
GK: και πολλοί λεπροί ήσαν επί Ελισσαίου του προφήτου εν τω Ισραήλ και ουδείς αυτών εκαθαρίσθη ει Νεεμάν ο Σύρος

Luke 7:22

KJV: Then Jesus answering said unto them Go your way and tell John what things ye have seen and heard how that the blind see the lame walk the lepers are cleansed the deaf hear the dead are raised to the poor the gospel is preached
GK: και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτοίς πορευθέντες απαγγείλατε Ιωάννη α είδετε και ηκούσατε ότι τυφλοί αναβλέπουσι χωλοί περιπατούσι λεπροί καθαρίζονται κωφοί ακούουσι νεκροί εγείρονται πτωχοί ευαγγελίζονται

Luke 17:12

KJV: And as he entered into a certain village there met him ten men that were lepers which stood afar off
GK: και εισερχομένου αυτού εις τινα κώμην απήντησαν αυτώ δέκα λεπροί άνδρες οι έστησαν πόρρωθεν

λεπτόν (mite)

[edit]

Mark 12:42

KJV: And there came a certain poor widow and she threw in two mites which make a farthing
GK: και ελθούσα μία χήρα πτωχή έβαλε λεπτά δύο ο εστι κοδράντης

Luke 12:59

KJV: I tell thee thou shalt not depart thence till thou hast paid the very last mite
GK: λέγω σοι ου εξέλθης εκείθεν έως ου και το έσχατον λεπτόν αποδώς

Luke 21:2

KJV: And he saw also a certain poor widow casting in thither two mites
GK: είδε δε τινα και χήραν πενιχράν βάλλουσαν εκεί δύο λεπτά

Λευΐ (Levi)

[edit]

Luke 3:24

KJV: Which was of Matthat which was of Levi which was of Melchi which was of Janna which was of Joseph
GK: του Ματθάτ του Λευϊ του Μελχί του Ιαννά του Ιωσήφ

Luke 3:29

KJV: Which was of Jose which was of Eliezer which was of Jorim which was of Matthat which was of Levi
GK: του Ιωσή του Ελιέζερ του Ιωρείμ του Ματθάτ του Λευϊ

Hebrews 7:5

KJV: And verily they that are of the sons of Levi who receive the office of the priesthood have a commandment to take tithes of the people according to the law that is of their brethren though they come out of the loins of Abraham
GK: και οι μεν εκ των υιών Λευϊ την ιερατείαν λαμβάνοντες εντολήν έχουσιν αποδεκατούν τον λαόν κατά τον νόμον τουτ΄ τους αδελφούς αυτών καίπερ εξεληλυθότας εκ της οσφύος Αβραάμ

Hebrews 7:9

KJV: And as I may so say Levi also who receiveth tithes payed tithes in Abraham
GK: και ως έπος ειπείν διά Αβραάμ και Λευϊ ο δεκάτας λαμβάνων δεδεκάτωται

Revelation 7:7

KJV: Of the tribe of Simeon sealed twelve thousand Of the tribe of Levi sealed twelve thousand Of the tribe of Issachar sealed twelve thousand
GK: εκ φυλής Συμεών δώδεκα χιλιάδες εσφραγισμενοι εκ φυλής Λευϊ δώδεκα χιλιάδες εσφραγισμενοι εκ φυλής Ισαχαρ δώδεκα χιλιάδες εσφραγισμενοι

Λευΐς (Levi)

[edit]

Mark 2:14

KJV: And as he passed by he saw Levi the of Alphæus sitting at the receipt of custom and said unto him Follow me And he arose and followed him
GK: και παράγων είδε Λευϊν τον του Αλφαίου καθήμενον επί το τελώνιον και λέγει αυτώ ακολούθει μοι και αναστάς ηκολούθησεν αυτώ

Luke 5:27

KJV: And after these things he went forth and saw a publican named Levi sitting at the receipt of custom and he said unto him Follow me
GK: και μετά ταύτα εξήλθε και εθεάσατο τελώνην ονόματι Λευϊν καθήμενον επί το τελώνιον και είπεν αυτώ ακολούθει μοι

Luke 5:29

KJV: And Levi made him a great feast in his own house and there was a great company of publicans and of others that sat down with them
GK: και εποίησε δοχήν μεγάλην Λευϊς αυτώ εν τη οικία αυτού και ην όχλος τελωνών πολύς και άλλων οι ήσαν μετ΄ αυτών κατακείμενοι

Λευΐτης (Levite)

[edit]

Luke 10:32

KJV: And likewise a Levite when he was at the place came and looked and passed by on the other side
GK: ομοίως δε και Λευϊτης γενόμενος κατά τον τόπον ελθών και ιδών αντιπαρήλθε

John 1:19

KJV: And this is the record of John when the Jews sent priests and Levites from Jerusalem to ask him Who art thou
GK: και αύτη εστίν η μαρτυρία του Ιωάννου ότε απέστειλαν οι Ιουδαίοι εξ Ιεροσολύμων ιερείς και Λευϊτας ίνα ερωτήσωσιν αυτόν συ τις ει

Acts 4:36

KJV: And Joses who by the apostles was surnamed Barnabas which is being interpreted The son of consolation a Levite of the country of Cyprus
GK: Ιωσής δε ο επικληθείς Βαρναβάς υπό των αποστόλων ο εστι μεθερμηνευόμενον υιός παρακλήσεως Λευϊτης Κύπριος τω γένει

Λευϊτικός (Levitical)

[edit]

Hebrews 7:11

KJV: If therefore perfection were by the Levitical priesthood for under it the people received the law what further need that another priest should rise after the order of Melchisedec and not be called after the order of Aaron
GK: ει μεν ούν τελείωσις διά της Λευϊτικής ιερωσύνης ην ο λαός γαρ επ΄ αυτή νενομοθέτητο τις έτι χρεία κατά την τάξιν Μελχισεδέκ έτερον ανίστασθαι ιερέα και ου κατά την τάξιν Ααρών λέγεσθαι

λευκαίνω (make white)

[edit]

Mark 9:3

KJV: And his raiment became shining exceeding white as snow so as no fuller on earth can white them
GK: και τα ιμάτια αυτού εγένετο στίλβοντα λευκά λίαν ως χιών οία γναφεύς επί της γης ου δύναται λευκάναι

Revelation 7:14

KJV: And I said unto him Sir thou knowest And he said to me These are they which came out of great tribulation and have washed their robes and made them white in the blood of the Lamb
GK: και ειπον αυτώ κύριε μου συ οίδας και είπέ μοι ούτοί εισιν οι ερχόμενοι εκ της θλίψεως της μεγάλης και έπλυναν τας στολάς αυτών και ελεύκαναν αυτας εν τω αίματι του αρνίου

λευκός (white)

[edit]

Matthew 5:36

KJV: Neither shalt thou swear by thy head because thou canst not make one hair white or black
GK: μήτε εν τη κεφαλή σου ομόσης ότι ου δύνασαι μίαν τρίχα λευκήν η μέλαιναν ποιήσαι

Matthew 17:2

KJV: And was transfigured before them and his face did shine as the sun and his raiment was white as the light
GK: και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών και έλαμψεν το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φως

Matthew 28:3

KJV: His countenance was like lightning and his raiment white as snow
GK: ην δε η ιδέα αυτού ως αστραπή και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών

Mark 9:3

KJV: And his raiment became shining exceeding white as snow so as no fuller on earth can white them
GK: και τα ιμάτια αυτού εγένετο στίλβοντα λευκά λίαν ως χιών οία γναφεύς επί της γης ου δύναται λευκάναι

Mark 16:5

KJV: And entering into the sepulchre they saw a young man sitting on the right side clothed in a long white garment and they were affrighted
GK: και εισελθούσαι εις το μνημείον είδον νεανίσκον καθήμενον εν τοις δεξιοίς περιβεβλημένον στολήν λευκήν και εξεθαμβήθησαν

Luke 9:29

KJV: And as he prayed the fashion of his countenance was altered and his raiment white glistering
GK: και εγένετο εν τω προσεύξασθαι αυτόν το είδος του προσώπου έτερον και ο ιματισμός αυτού λευκός εξαστράπτων

John 4:35

KJV: Say not ye There are yet four months and cometh harvest behold I say unto you Lift up your eyes and look on the fields for they are white already to harvest
GK: ουχ υμείς λέγετε ότι έτι τετράμηνός εστι και ο θερισμός έρχεται ιδού λέγω υμίν επάρατε τους οφθαλμούς υμών και θεάσασθε τας χώρας ότι λευκαί εισι προς θερισμόν ήδη

John 20:12

KJV: And seeth two angels in white sitting the one at the head and the other at the feet where the body of Jesus had lain
GK: και θεωρεί δύο αγγέλους εν λευκοίς καθεζομένους ένα προς τη κεφαλή και ένα προς τοις ποσίν όπου έκειτο το σώμα του Ιησού

Acts 1:10

KJV: And while they looked stedfastly toward heaven as he went up behold two men stood by them in white apparel
GK: και ως ατενίζοντες ήσαν εις τον ουρανόν πορευομένου αυτού και ιδού άνδρες δύο παρειστήκεισαν αυτοίς εν εσθήτι λευκή

λέων (lion)

[edit]

2 Timothy 4:17

KJV: Notwithstanding the Lord stood with me and strengthened me that by me the preaching might be fully known and all the Gentiles might hear and I was delivered out of the mouth of the lion
GK: ο δε κύριός μοι παρέστη και ενεδυνάμωσέ με ίνα δι΄ εμού το κήρυγμα πληροφορηθή και ακούση πάντα τα έθνη και ερρύσθην εκ στόματος λέοντος

Hebrews 11:33

KJV: Who through faith subdued kingdoms wrought righteousness obtained promises stopped the mouths of lions
GK: οι διά πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας ειργάσαντο δικαιοσύνην επέτυχον επαγγελιών έφραξαν στόματα λεόντων

1 Peter 5:8

KJV: Be sober be vigilant because your adversary the devil as a roaring lion walketh about seeking whom he may devour
GK: νήψατε γρηγορήσατε ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη

Revelation 4:7

KJV: And the first beast like a lion and the second beast like a calf and the third beast had a face as a man and the fourth beast like a flying eagle
GK: και το ζώον το πρώτον όμοιον λέοντι και το δεύτερον ζώον όμοιον μόσχω και το τρίτον ζώον έχον το πρόσωπον ως άνθρωπος και το τέταρτον ζώον όμοιον αετώ πετωμένω

Revelation 5:5

KJV: And one of the elders saith unto me Weep not behold the Lion of the tribe of Juda the Root of David hath prevailed to open the book and to loose the seven seals thereof
GK: και εις εκ των πρεσβυτέρων λέγει μοι μη κλαίε ιδού ενίκησεν ο λέων ο ων εκ της φυλής Ιούδα η ρίζα Δαβίδ ανοίξαι το βιβλίον και λυσαι τας επτά σφραγίδας αυτού

Revelation 9:8

KJV: And they had hair as the hair of women and their teeth were as of lions
GK: και είχον τρίχας ως τρίχας γυναικών και οι οδόντες αυτών ως λεόντων ήσαν

Revelation 9:17

KJV: And thus I saw the horses in the vision and them that sat on them having breastplates of fire and of jacinth and brimstone and the heads of the horses as the heads of lions and out of their mouths issued fire and smoke and brimstone
GK: και ούτως είδον τους ίππους εν τη οράσει και τους καθημένους επ΄ αυτών έχοντας θώρακας πυρίνους και υακινθίνους και θειώδεις και αι κεφαλαί των ίππων ως κεφαλαί λεόντων και εκ των στομάτων αυτών εκπορεύεται πυρ και καπνός και θείον

Revelation 10:3

KJV: And cried with a loud voice as a lion roareth and when he had cried seven thunders uttered their voices
GK: και έκραξε φωνή μεγάλη ώσπερ λέων μυκάται και ότε έκραξεν ελάλησαν αι επτά βρονταί τας εαυτών φωνάς

Revelation 13:2

KJV: And the beast which I saw was like unto a leopard and his feet were as of a bear and his mouth as the mouth of a lion and the dragon gave him his power and his seat and great authority
GK: και το θηρίον ο είδον ην όμοιον παρδάλει και οι πόδες αυτού ως άρκτου και το στόμα αυτού ως στόμα λέοντος και έδωκεν αυτώ ο δράκων την δύναμιν αυτού και τον θρόνον αυτού και εξουσίαν μεγάλην

λήθη (+ forget)

[edit]

2 Peter 1:9

KJV: But he that lacketh these things is blind and cannot see afar off and hath forgotten that he was purged from his old sins
GK: ω γαρ μη πάρεστι ταύτα τυφλός εστι μυωπάζων λήθην λαβών του καθαρισμού των πάλαι αυτού αμαρτιών

ληνός (winepress)

[edit]

Matthew 21:33

KJV: Hear another parable There was a certain householder which planted a vineyard and hedged it round about and digged a winepress in it and built a tower and let it out to husbandmen and went into a far country
GK: άλλην παραβολήν ακούσατε άνθρωπός τις ην οικοδεσπότης όστις εφύτευσεν αμπελώνα και φραγμόν αυτώ περιέθηκε και ώρυξεν εν αυτώ ληνόν και ωκοδόμησε πύργον και εξέδοτο αυτόν γεωργοίς και απεδήμησεν

Revelation 14:19

KJV: And the angel thrust in his sickle into the earth and gathered the vine of the earth and cast into the great winepress of the wrath of God
GK: και έβαλεν ο άγγελος το δρέπανον αυτού εις την γην και ετρύγησε την άμπελον της γης και έβαλεν εις την ληνόν του θυμού του θεού τον μέγαν

Revelation 14:20

KJV: And the winepress was trodden without the city and blood came out of the winepress even unto the horse bridles by the space of a thousand six hundred furlongs
GK: και επατήθη η ληνός έξωθεν της πόλεως και εξήλθεν αίμα εκ της ληνού άχρι των χαλινών των ίππων από σταδίων χιλίων εξακοσίων

Revelation 19:15

KJV: And out of his mouth goeth a sharp sword that with it he should smite the nations and he shall rule them with a rod of iron and he treadeth the winepress of the fierceness and wrath of Almighty God
GK: και εκ του στόματος αυτού εκπορεύεται ρομφαία διστομος οξεία ίνα εν αυτή πατάξη τα έθνη και αυτός ποιμανεί αυτούς εν ράβδω σιδηρά και αυτός πατεί την ληνόν του οίνου του θυμού της οργής του θεού του παντοκράτορος

λῆρος (idle tale)

[edit]

Luke 24:11

KJV: And their words seemed to them as idle tales and they believed them not
GK: και εφάνησαν ενώπιον αυτών ώσει λήρος τα ρήματα αυτών και ηπίστουν αυταίς

λῃστής (robber)

[edit]

Matthew 21:13

KJV: And said unto them It is written My house shall be called the house of prayer but ye have made it a den of thieves
GK: και λέγει αυτοίς γέγραπται ο οίκος μου οίκος προσευχής κληθήσεται υμείς δε αυτόν εποιήσατε σπήλαιον ληστών

Matthew 26:55

KJV: In that same hour said Jesus to the multitudes Are ye come out as against a thief with swords and staves for to take me I sat daily with you teaching in the temple and ye laid no hold on me
GK: εν εκείνη τη ώρα είπεν ο Ιησούς τοις όχλοις ως επί ληστήν εξήλθετε μετά μαχαιρών και ξύλων συλλαβείν με καθ΄ ημέραν προς υμάς εκαθέζομην διδάσκων εν τω ιερώ και ουκ εκρατήσατέ με

Matthew 27:38

KJV: Then were there two thieves with him one on the right hand and another on the left
GK: τότε σταυρούνται συν αυτώ δύο λησταί εις εκ δεξιών και εις εξ ευωνύμων

Matthew 27:44

KJV: The thieves also which were crucified with him cast the same his teeth
GK: το δ΄ αυτό και οι λησταί οι συσταυρωθέντες αυτώ ωνείδιζον αυτόν

Mark 11:17

KJV: And he taught saying unto them Is it not written My house shall be called of all nations the house of prayer but ye have made it a den of thieves
GK: και εδίδασκε λέγων αυτοίς ου γέγραπται ότι ο οίκός μου οίκος προσευχής κληθήσεται πάσι τοις έθνεσιν υμείς δε εποιήσατε αυτόν σπήλαιον ληστών

Mark 14:48

KJV: And Jesus answered and said unto them Are ye come out as against a thief with swords and staves to take me
GK: και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτοίς ως επί ληστήν εξήλθετε μετά μαχαιρών και ξύλων συλλαβείν με

Mark 15:27

KJV: And with him they crucify two thieves the one on his right hand and the other on his left
GK: και συν αυτώ σταυρούσι δύο ληστάς ένα εκ δεξιών και ένα εξ ευωνύμων αυτού

Luke 10:30

KJV: And Jesus answering said A certain man went down from Jerusalem to Jericho and fell among thieves which stripped him of his raiment and wounded and departed leaving half dead
GK: υπολαβών δε ο Ιησούς είπεν άνθρωπός τις κατέβαινεν από Ιερουσαλήμ εις Ιεριχώ και λησταίς περιέπεσεν οι και εκδύσαντες αυτόν και πληγάς επιθέντες απήλθον αφέντες ημιθανή τυγχάνοντα

Luke 10:36

KJV: Which now of these three thinkest thou was neighbour unto him that fell among the thieves
GK: τις ούν τούτων των τριών δοκεί σοι πλησίον γεγονέναι του εμπεσόντος εις τους ληστάς

λῆψις (receiving)

[edit]

Philippians 4:15

KJV: Now ye Philippians know also that in the beginning of the gospel when I departed from Macedonia no church communicated with me as concerning giving and receiving but ye only
GK: οίδατε δε και υμείς Φιλιππήσιοι ότι εν αρχή του ευαγγελίου ότε εξήλθον από Μακεδονίας ουδεμία μοι εκκλησία εκοινώνησεν εις λόγον δόσεως και λήψεως ει υμείς μόνοι

λίαν (exceeding)

[edit]

Matthew 2:16

KJV: Then Herod when he saw that he was mocked of the wise men was exceeding wroth and sent forth and slew all the children that were in Bethlehem and in all the coasts thereof from two years old and under according to the time which he had diligently enquired of the wise men
GK: τότε Ηρώδης ιδών ότι ενεπαίχθη υπό των μάγων εθυμώθη λίαν και αποστείλας ανείλε πάντας τους παίδας τους εν Βηθλεέμ και εν πάσι τοις ορίοις αυτής από διετούς και κατωτέρω κατά τον χρόνον ον ηκρίβωσε παρά των μάγων

Matthew 4:8

KJV: Again the devil taketh him up into an exceeding high mountain and sheweth him all the kingdoms of the world and the glory of them
GK: πάλιν παραλαμβάνει αυτόν ο διάβολος εις όρος υψηλόν λίαν και δείκνυσιν αυτώ πάσας τας βασιλείας του κόσμου και την δόξαν αυτών

Matthew 8:28

KJV: And when he was come to the other side into the country of the Gergesenes there met him two possessed with devils coming out of the tombs exceeding fierce so that no man might pass by that way
GK: και ελθόντι αυτώ εις το πέραν εις την χώραν των Γεργεσηνών υπήντησαν αυτώ δύο δαιμονιζόμενοι εκ των μνημείων εξερχόμενοι χαλεποί λίαν ώστε μη ισχύειν τινά παρελθείν διά της οδού εκείνης

Matthew 27:14

KJV: And he answered him to never a word insomuch that the governor marvelled greatly
GK: και ουκ απεκρίθη αυτώ προς ουδέ εν ρήμα ώστε θαυμάζειν τον ηγεμόνα λίαν

Mark 1:35

KJV: And in the morning rising up a great while before day he went out and departed into a solitary place and there prayed
GK: και πρωϊ έννυχον λίαν αναστάς εξήλθε και απήλθεν εις έρημον τόπον κακεί προσηύχετο

Mark 6:51

KJV: And he went up unto them into the ship and the wind ceased and they were sore amazed in themselves beyond measure and wondered
GK: και ανέβη προς αυτούς εις το πλοίον και εκόπασεν ο άνεμος και λίαν εκ περισσού εν εαυτοίς εξίσταντο και εθαύμαζον

Mark 9:3

KJV: And his raiment became shining exceeding white as snow so as no fuller on earth can white them
GK: και τα ιμάτια αυτού εγένετο στίλβοντα λευκά λίαν ως χιών οία γναφεύς επί της γης ου δύναται λευκάναι

Mark 16:2

KJV: And very early in the morning the first of the week they came unto the sepulchre at the rising of the sun
GK: και λίαν πρωϊ της μιάς σαββάτων έρχονται επί το μνημείον ανατείλαντος του ηλίου

Luke 23:8

KJV: And when Herod saw Jesus he was exceeding glad for he was desirous to see him of a long because he had heard many things of him and he hoped to have seen some miracle done by him
GK: ο δε Ηρώδης ιδών τον Ιησούν εχάρη λίαν ην γαρ θέλων εξ ικανού ιδείν αυτόν διά το ακούειν πολλά περί αυτού και ήλπιζέ τι σημείον ιδείν υπ΄ αυτού γινόμενον

λίβανος (frankincense)

[edit]

Matthew 2:11

KJV: And when they were come into the house they saw the young child with Mary his mother and fell down and worshipped him and when they had opened their treasures they presented unto him gifts gold and frankincense and myrrh
GK: και ελθόντες εις την οικίαν είδον το παιδίον μετά Μαρίας της μητρός αυτού και πεσόντες προσεκύνησαν αυτώ και ανοίξαντες τους θησαυρούς αυτών προσήνεγκαν αυτώ δώρα χρυσόν και λίβανον και σμύρναν

Revelation 18:13

KJV: And cinnamon and odours and ointments and frankincense and wine and oil and fine flour and wheat and beasts and sheep and horses and chariots and slaves and souls of men
GK: και κινάμωμον και θυμιάματα και μύρον και λίβανον και οίνον και έλαιον και σεμίδαλιν και σίτον και κτήνη και πρόβατα και ίππων και ραιδών και σωμάτων και ψυχάς ανθρώπων

λιβανωτός (censer)

[edit]

Revelation 8:3

KJV: And another angel came and stood at the altar having a golden censer and there was given unto him much incense that he should offer with the prayers of all saints upon the golden altar which was before the throne
GK: και άλλος άγγελος ήλθε και εστάθη επί του θυσιαστηρίου έχων λιβανωτόν χρυσούν και εδόθη αυτώ θυμιάματα πολλά ίνα δώση ταις προσευχαίς των αγίων πάντων επί το θυσιαστήριον το χρυσούν το ενώπιον του θρόνου

Revelation 8:5

KJV: And the angel took the censer and filled it with fire of the altar and cast into the earth and there were voices and thunderings and lightnings and an earthquake
GK: και είληφεν ο άγγελος τον λιβανωτόν και εγέμισεν αυτόν εκ του πυρός του θυσιαστηρίου και έβαλεν εις την γην και εγένοντο φωναί και βρονταί και αστραπαί και σεισμός

Λιβερτῖνος (Libertine)

[edit]

Acts 6:9

KJV: Then there arose certain of the synagogue which is called of the Libertines and Cyrenians and Alexandrians and of them of Cilicia and of Asia disputing with Stephen
GK: ανέστησαν δε τινες των εκ της συναγωγής της λεγομένης Λιβερτίνων και Κυρηναίων και Αλεξανδρέων και των από Κιλικίας και Ασίας συζητούντες τω Στεφάνω

Λιβύη (Libya)

[edit]

Acts 2:10

KJV: Phrygia and Pamphylia in Egypt and in the parts of Libya about Cyrene and strangers of Rome Jews and proselytes
GK: Φρυγίαν τε και Παμφυλίαν Αίγυπτον και τα μέρη της Λιβύης της κατά Κυρήνην και οι επιδημούντες Ρωμαίοι Ιουδαίοί τε και προσήλυτοι

λιθάζω (stone)

[edit]

John 10:31

KJV: Then the Jews took up stones again to stone him
GK: εβάστασαν ούν πάλιν λίθους οι Ιουδαίοι ίνα λιθάσωσιν αυτόν

John 10:32

KJV: Jesus answered them Many good works have I shewed you from my Father for which of those works do ye stone me
GK: απεκρίθη αυτοίς ο Ιησούς πολλά καλά έργα έδειξα υμίν εκ του πατρός μου διά ποίον αυτών έργον λιθάζετέ με

John 10:33

KJV: The Jews answered him saying For a good work we stone thee not but for blasphemy and because that thou being a man makest thyself God
GK: απεκρίθησαν αυτώ οι Ιουδαίοι λέγοντες περί καλού εργού ου λιθάζομέν σε αλλά περί βλασφημίας και ότι συ άνθρωπος ων ποιείς σεαυτόν θεόν

John 11:8

KJV: disciples say unto him Master the Jews of late sought to stone thee and goest thou thither again
GK: λέγουσιν αυτώ οι μαθηταί ραββί νυν εζήτουν σε λιθάσαι οι Ιουδαίοι και πάλιν υπάγεις εκεί

Acts 5:26

KJV: Then went the captain with the officers and brought them without violence for they feared the people lest they should have been stoned
GK: τότε απελθών ο στρατηγός συν τοις υπηρέταις ήγαγεν αυτούς ου μετά βίας εφοβούντο γαρ τον λαόν ίνα μη λιθασθώσιν

Acts 14:19

KJV: And there came thither Jews from Antioch and Iconium who persuaded the people and having stoned Paul drew out of the city supposing he had been dead
GK: επήλθον δε από Αντιοχείας και Ικονίου Ιουδαίοι και πείσαντες τους όχλους και λιθάσαντες τον Παύλον έσυραν έξω της πόλεως νομίσαντες αυτόν τεθνάναι

2 Corinthians 11:25

KJV: Thrice was I beaten with rods once was I stoned thrice I suffered shipwreck a night and a day I have been in the deep
GK: τρις ερραβδίσθην άπαξ ελιθάσθην τρις εναυάγησα νυχθήμερον εν τω βυθώ πεποίηκα

Hebrews 11:37

KJV: They were stoned they were sawn asunder were tempted were slain with the sword they wandered about in sheepskins and goat skins being destitute afflicted tormented
GK: ελιθάσθησαν επρίσθησαν επειράσθησαν εν φόνω μαχαίρας απέθανον περιήλθον εν μηλωταίς εν αιγείοις δέρμασιν υστερούμενοι θλιβόμενοι κακουχούμενοι

λίθινος (of stone)

[edit]

John 2:6

KJV: And there were set there six waterpots of stone after the manner of the purifying of the Jews containing two or three firkins apiece
GK: ήσαν δε εκεί υδρίαι λίθιναι εξ κείμεναι κατά τον καθαρισμόν των Ιουδαίων χωρούσαι ανά μετρητάς δύο η τρείς

2 Corinthians 3:3

KJV: manifestly declared to be the epistle of Christ ministered by us written not with ink but with the Spirit of the living God not in tables of stone but in fleshy tables of the heart
GK: φανερούμενοι ότι εστέ επιστολή χριστού διακονηθείσα υφ΄ ημών εγγεγραμμένη ου μέλανι αλλά πνεύματι θεού ζώντος ουκ εν πλαξί λιθίναις αλλ΄ εν πλαξί καρδίας σαρκιναίς

Revelation 9:20

KJV: And the rest of the men which were not killed by these plagues repented not of the works of their hands that they should not worship devils and idols of gold and silver and brass and stone and of wood which neither can see nor hear nor walk
GK: και οι λοιποί των ανθρώπων οι ουκ απεκτάνθησαν εν ταις πληγαίς ταύταις ου μετενόησαν εκ των έργων των χειρών αυτών ίνα μη προσκυνήσωσι τα δαιμόνια και τα είδωλα τα χρυσά και τα αργυρά και τα χαλκά και τα λίθινα και τα ξύλινα α ούτε βλέπειν δύναται ούτε ακούειν ούτε περιπατείν

λιθοβολέω (stone)

[edit]

Matthew 21:35

KJV: And the husbandmen took his servants and beat one and killed another and stoned another
GK: και λαβόντες οι γεωργοί τους δούλους αυτού ον μεν έδειραν ον δε απέκτειναν ον δε ελιθοβόλησαν

Matthew 23:37

KJV: O Jerusalem Jerusalem that killest the prophets and stonest them which are sent unto thee how often would I have gathered thy children together even as a hen gathereth her chickens under wings and ye would not
GK: Ιερουσαλήμ Ιερουσαλήμ η αποκτένουσα τους προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς αυτήν ποσάκις ηθέλησα επισυναγαγείν τα τέκνα σου ον τρόπον επισύναγει όρνις τα νοσσία εαυτής υπό τας πτέρυγας και ουκ ηθελήσατε

Mark 12:4

KJV: And again he sent unto them another servant and at him they cast stones and wounded in the head and sent away shamefully handled
GK: και πάλιν απέστειλε προς αυτούς άλλον δούλον κακείνον λιθοβολήσαντες εκεφαλαίωσαν και απέστειλαν ητιμωμένον

Luke 13:34

KJV: O Jerusalem Jerusalem which killest the prophets and stonest them that are sent unto thee how often would I have gathered thy children together as a hen her brood under wings and ye would not
GK: Ιερουσαλήμ Ιερουσαλήμ η αποκτενούσα τους προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς αυτήν ποσάκις ηθέλησα επισυνάξαι τα τέκνα σου ον τρόπον όρνις την εαυτής νοσσιάν υπό τας πτέρυγας και ουκ ηθελήσατε

John 8:5

KJV: Now Moses in the law commanded us that such should be stoned but what sayest thou
GK: εν δε τω νόμω ημών Μωσής ενετείλατο τας τοιαύτας λιθοβολείσθαι συ ούν τι λέγεις

Acts 7:58

KJV: And cast out of the city and stoned and the witnesses laid down their clothes at a young man’s feet whose name was Saul
GK: και εκβαλόντες έξω της πόλεως ελιθοβόλουν και οι μάρτυρες απεθέντο τα ιμάτια αυτών παρά τους πόδας νεανίου καλουμένου Σαύλου

Acts 7:59

KJV: And they stoned Stephen calling upon and saying Lord Jesus receive my spirit
GK: και ελιθοβόλουν τον Στέφανον επικαλούμενον και λέγοντα κύριε Ιησού δέξαι το πνεύμά μου

Acts 14:5

KJV: And when there was an assault made both of the Gentiles and also of the Jews with their rulers to use despitefully and to stone them
GK: ως δε εγένετο ορμή των εθνών τε και Ιουδαίων συν τοις άρχουσιν αυτών υβρίσαι και λιθοβολήσαι αυτούς

Hebrews 12:20

KJV: For they could not endure that which was commanded And if so much as a beast touch the mountain it shall be stoned or thrust through with a dart
GK: ουκ έφερον γαρ το διαστελλόμενον καν θηρίον θίγη του όρους λιθοβοληθήσεται η βολίδι κατατοξευθήσεται

λίθος ((mill-)

[edit]

Matthew 3:9

KJV: And think not to say within yourselves We have Abraham to father for I say unto you that God is able of these stones to raise up children unto Abraham
GK: και μη δόξητε λέγειν εν εαυτοίς πατέρα έχομεν τον Αβραάμ λέγω γαρ υμίν ότι δύναται ο θεός εκ των λίθων τούτων εγείραι τέκνα τω Αβραάμ

Matthew 4:3

KJV: And when the tempter came to him he said If thou be the Son of God command that these stones be made bread
GK: και προσέλθων αυτώ ο πειράζων είπεν ει υιός ει του θεού ειπέ ίνα οι λίθοι ούτοι άρτοι γένωνται

Matthew 4:6

KJV: And saith unto him If thou be the Son of God cast thyself down for it is written He shall give his angels charge concerning thee and in hands they shall bear thee up lest at any time thou dash thy foot against a stone
GK: και λέγει αυτώ ει υιός ει του θεού βάλε σεαυτόν κάτω γέγραπται γαρ ότι τοις αγγέλοις αυτού εντελείται περί σου και επί χειρών αρούσί σε μήποτε προσκόψης προς λίθον τον πόδα σου

Matthew 7:9

KJV: Or what man is there of you whom if his son ask bread will he give him a stone
GK: η τις εστιν εξ υμών άνθρωπος ον εάν αιτήση ο υιός αυτού άρτον μη λίθον επιδώσει αυτώ

Matthew 21:42

KJV: Jesus saith unto them Did ye never read in the scriptures The stone which the builders rejected the same is become the head of the corner this is the Lord’s doing and it is marvellous in our eyes
GK: λέγει αυτοίς ο Ιησούς ουδέποτε ανέγνωτε εν ταις γραφαίς λίθον ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες ούτος εγένηθη εις κεφαλήν γωνίας παρά κυρίου εγένετο αύτη και έστι θαυμαστή εν οφθαλμοίς ημών

Matthew 21:44

KJV: And whosoever shall fall on this stone shall be broken but on whomsoever it shall fall it will grind him to powder
GK: και ο πεσών επί τον λίθον τούτον συνθλασθήσεται εφ΄ ον δ΄ αν πέση λικμήσει αυτόν

Matthew 24:2

KJV: And Jesus said unto them See ye not all these things verily I say unto you There shall not be left here one stone upon another that shall not be thrown down
GK: ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς ου βλέπετε πάντα ταύτα αμήν λέγω υμίν ου αφεθή ώδε λίθος επί λίθον ος ου καταλυθήσεται

Matthew 27:60

KJV: And laid it in his own new tomb which he had hewn out in the rock and he rolled a great stone to the door of the sepulchre and departed
GK: και έθηκεν αυτό εν τω καινώ αυτού μνημείω ο ελατόμησεν εν τη πέτρα και προσκυλίσας λίθον μέγαν τη θύρα του μνημείου απήλθεν

Matthew 27:66

KJV: So they went and made the sepulchre sure sealing the stone and setting a watch
GK: οι πορευθέντες ησφαλίσαντο τον τάφον σφραγίσαντες τον λίθον μετά της κουστωδίας

λιθόστρωτος (Pavement)

[edit]

John 19:13

KJV: When Pilate therefore heard that saying he brought Jesus forth and sat down in the judgment seat in a place that is called the Pavement but in the Hebrew Gabbatha
GK: ο ούν Πιλάτος ακούσας τούτον τον λόγον ήγαγεν έξω τον Ιησούν και εκάθισεν επί του βήματος εις τόπον λεγόμενον Λιθόστρωτον Εβραϊστί δε Γαββαθά

λικμάω (grind to powder)

[edit]

Matthew 21:44

KJV: And whosoever shall fall on this stone shall be broken but on whomsoever it shall fall it will grind him to powder
GK: και ο πεσών επί τον λίθον τούτον συνθλασθήσεται εφ΄ ον δ΄ αν πέση λικμήσει αυτόν

Luke 20:18

KJV: Whosoever shall fall upon that stone shall be broken but on whomsoever it shall fall it will grind him to powder
GK: πας ο πεσών επ΄ εκείνον τον λίθον συνθλασθήσεται εφ΄ ον δ΄ αν πέση λικμήσει αυτόν

λιμήν (haven)

[edit]

Acts 27:8

KJV: And hardly passing it came unto a place which is called The fair havens nigh whereunto was the city Lasea
GK: μόλις τε παραλεγόμενοι αυτήν ήλθομεν εις τόπον τινά καλούμενον Καλούς Λιμένας ω εγγύς ην πόλις Λασαία

Acts 27:12

KJV: And because the haven was not commodious to winter in the more part advised to depart thence also if by any means they might attain to Phenice to winter an haven of Crete and lieth toward the south west and north west
GK: ανευθέτου δε του λιμένος υπάρχοντος προς παραχειμασίαν οι πλείους έθεντο βουλήν αναχθήναι κακείθεν ει δύναιντο καταντήσαντες εις Φοίνικα παραχειμάσαι λιμένα της Κρήτης βλέποντα κατά λίβα και κατά χώρον

λίμνη (lake)

[edit]

Luke 5:1

KJV: And it came to pass that, as the people pressed upon him to hear the word of God he stood by the lake of Gennesaret
GK: εγένετο δε εν τω τον όχλον επικείσθαι αυτώ του ακούειν τον λόγον του θεού και αυτός ην εστώς παρά την λίμνην Γεννησαρέτ

Luke 5:2

KJV: And saw two ships standing by the lake but the fishermen were gone out of them washing nets
GK: και είδε δύο πλοία εστώτα παρά την λίμνην οι δε αλιείς αποβάντες απ΄ αυτών απέπλυναν τα δίκτυα

Luke 8:22

KJV: Now it came to pass on a certain day that he went into a ship with his disciples and he said unto them Let us go over unto the other side of the lake And they launched forth
GK: και εγένετο εν μιά των ημερών και αυτός ενέβη εις πλοίον και οι μαθηταί αυτού και είπε προς αυτούς διέλθωμεν εις το πέραν της λίμνης και ανήχθησαν

Luke 8:23

KJV: But as they sailed he fell asleep and there came down a storm of wind on the lake and they were filled and were in jeopardy
GK: πλεόντων δε αυτών αφύπνωσε και κατέβη λαίλαψ ανέμου εις την λίμνην και συνεπληρούντο και εκινδύνευον

Luke 8:33

KJV: Then went the devils out of the man and entered into the swine and the herd ran violently down a steep place into the lake and were choked
GK: εξελθόντα δε τα δαιμόνια από του ανθρώπου εισήλθεν εις τους χοίρους και ώρμησεν η αγέλη κατά του κρημνού εις την λίμνην και απεπνίγη

Revelation 19:20

KJV: And the beast was taken and with him the false prophet that wrought miracles before him with which he deceived them that had received the mark of the beast and them that worshipped his image These both were cast alive into a lake of fire burning with brimstone
GK: και επιάσθη το θηρίον και μετά τούτου ο ψευδοπροφήτης ο ποιήσας τα σημεία ενώπιον αυτού εν οις επλάνησε τους λαβόντας το χάραγμα του θηρίου και τους προσκυνούντας τη εικόνι αυτού ζώντες εβλήθησαν οι δύο εις την λίμνην του πυρός την καοιμένην εν τω θείω

Revelation 20:10

KJV: And the devil that deceived them was cast into the lake of fire and brimstone where the beast and the false prophet and shall be tormented day and night for ever and ever
GK: και ο διάβολος ο πλανών αυτούς εβλήθη εις την λίμνην του πυρός και θείου όπου το θηρίον και ο ψευδοπροφήτης και βασανισθήσονται ημέρας και νυκτός εις τους αιώνας των αιώνων

Revelation 20:14

KJV: And death and hell were cast into the lake of fire This is the second death
GK: και ο θάνατος και ο άδης εβλήθησαν εις την λίμνην του πυρός ούτός εστιν ο θάνατος ο δεύτερος η λίμνη του πυρός

Revelation 20:15

KJV: And whosoever was not found written in the book of life was cast into the lake of fire
GK: και ει ουχ ευρέθη εν τη βίβλω της ζωής γεγραμμένος εβλήθη εις την λίμνην του πυρός

λιμός (dearth)

[edit]

Matthew 24:7

KJV: For nation shall rise against nation and kingdom against kingdom and there shall be famines and pestilences and earthquakes in divers places
GK: εγερθήσεται γαρ έθνος επί έθνος και βασιλεία επί βασιλείαν και έσονται λιμοί και λοιμοί και σεισμοί κατά τόπους

Mark 13:8

KJV: For nation shall rise against nation and kingdom against kingdom and there shall be earthquakes in divers places and there shall be famines and troubles these the beginnings of sorrows
GK: εγερθήσεται γαρ έθνος επί έθνος και βασιλεία επί βασιλείαν και έσονται σεισμοί κατά τόπους και έσονται λιμοί και ταραχαί αρχαί ωδίνων ταύτα

Luke 4:25

KJV: But I tell you of a truth many widows were in Israel in the days of Elias when the heaven was shut up three years and six months when great famine was throughout all the land
GK: επ΄ αληθείας δε λέγω υμίν πολλαί χήραι ήσαν εν ταις ημέραις Ηλίου εν τω Ισραήλ ότε εκλείσθη ο ουρανός επί έτη τρία και μήνας εξ ως εγένετο λιμός μέγας επί πάσαν την γην

Luke 15:14

KJV: And when he had spent all there arose a mighty famine in that land and he began to be in want
GK: δαπανήσαντος δε αυτού πάντα εγένετο λιμός ισχυρός κατά την χώραν εκείνην και αυτός ήρξατο υστερείσθαι

Luke 15:17

KJV: And when he came to himself he said How many hired servants of my father’s have bread enough and to spare and I perish with hunger
GK: εις εαυτόν δε ελθών είπεν πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων εγώ δε λίμω απόλλυμαι

Luke 21:11

KJV: And great earthquakes shall be in divers places and famines and pestilences and fearful sights and great signs shall there be from heaven
GK: σεισμοί τε μεγάλοι κατά τόπους και λιμοί και λοιμοί έσονται φόβητρά τε και σημεία απ΄ ουρανού μεγάλα έσται

Acts 7:11

KJV: Now there came a dearth over all the land of Egypt and Chanaan and great affliction and our fathers found no sustenance
GK: ήλθε δε λιμός εφ΄ όλην την γην Αιγύπτου και Χαναάν και θλίψις μεγάλη και ουχ εύρισκον χορτάσματα οι πατέρες ημών

Acts 11:28

KJV: And there stood up one of them named Agabus and signified by the Spirit that there should be great dearth throughout all the world which came to pass in the days of Claudius Cæsar
GK: αναστάς δε εις εξ αυτών ονόματι Άγαβος εσήμανε διά του πνεύματος λιμόν μέγαν μέλλειν έσεσθαι εφ΄ όλην την οικουμένην όστις και εγένετο επί Κλαυδίου Καίσαρος

Romans 8:35

KJV: Who shall separate us from the love of Christ tribulation or distress or persecution or famine or nakedness or peril or sword
GK: τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του χριστού θλίψις η στενοχωρία η διωγμός η λιμός η γυμνότης η κίνδυνος η μάχαιρα

λίνον (linen)

[edit]

Matthew 12:20

KJV: A bruised reed shall he not break and smoking flax shall he not quench till he send forth judgment unto victory
GK: κάλαμον συντετριμμένον ου κατεάξει και λίνον τυφόμενον ου σβέσει έως αν εκβάλη εις νίκος την κρίσιν

Revelation 15:6

KJV: And the seven angels came out of the temple having the seven plagues clothed in pure and white linen and having their breasts girded with golden girdles
GK: και εξήλθον οι επτά άγγελοι οι έχοντες τας επτά πληγάς οι ήσαν ενδεδυμένοι λίνον καθαρον και λαμπρόν και περιεζωσμένοι περί τα στήθη ζώνας χρυσάς

Λίνος (Linus)

[edit]

2 Timothy 4:21

KJV: Do thy diligence to come before winter Eubulus greeteth thee and Pudens and Linus and Claudia and all the brethren
GK: σπούδασον προ χειμώνος ελθείν ασπάζεταί σε Εύβουλος και Πούδης και Λίνος και Κλαυδία και οι αδελφοί πάντες

λιπαρός (dainty)

[edit]

Revelation 18:14

KJV: And the fruits that thy soul lusted after are departed from thee and all things which were dainty and goodly are departed from thee and thou shalt find them no more at all
GK: και η οπώρα της επιθυμίας της ψυχής σου απήλθεν από σου και πάντα τα λιπαρά και τα λαμπρά απώλοντο από σου και ουκέτι ου ευρήσεις αυτά

λίτρα (pound)

[edit]

John 12:3

KJV: Then took Mary a pound of ointment of spikenard very costly and anointed the feet of Jesus and wiped his feet with her hair and the house was filled with the odour of the ointment
GK: η ούν Μαρία λαβούσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικής πολυτίμου ήλειψε τους πόδας του Ιησού και εξέμαξε ταις θριξίν αυτής τους πόδας αυτού η δε οικία επληρώθη εκ της οσμής του μύρου

John 19:39

KJV: And there came also Nicodemus which at the first came to Jesus by night and brought a mixture of myrrh and aloes about an hundred pound
GK: ήλθε δε και Νικόδημος ο ελθών προς τον Ιησούν νυκτός το πρώτον φέρων μίγμα σμύρνης και αλόης ως λίτρας εκατόν

λίψ (southwest)

[edit]

Acts 27:12

KJV: And because the haven was not commodious to winter in the more part advised to depart thence also if by any means they might attain to Phenice to winter an haven of Crete and lieth toward the south west and north west
GK: ανευθέτου δε του λιμένος υπάρχοντος προς παραχειμασίαν οι πλείους έθεντο βουλήν αναχθήναι κακείθεν ει δύναιντο καταντήσαντες εις Φοίνικα παραχειμάσαι λιμένα της Κρήτης βλέποντα κατά λίβα και κατά χώρον

λογία (collection)

[edit]

1 Corinthians 16:1

KJV: Now concerning the collection for the saints as I have given order to the churches of Galatia even so do ye
GK: περί δε της λογίας της εις τους αγίους ώσπερ διέταξα ταις εκκλησίαις της Γαλατίας ούτω και υμείς ποιήσατε

1 Corinthians 16:2

KJV: Upon the first of the week let every one of you lay by him in store as hath prospered him that there be no gatherings when I come
GK: κατά μίαν σαββάτων έκαστος υμών παρ΄ εαυτώ τιθέτω θησαυρίζων ο αν ευοδώται ίνα μη όταν έλθω τότε λογίαι γίνωνται

λογίζομαι (conclude)

[edit]

Mark 11:31

KJV: And they reasoned with themselves saying If we shall say From heaven he will say Why then did ye not believe him
GK: και ελογίζοντο προς εαυτούς λέγοντες εάν είπωμεν εξ ουρανού ερεί διατί ούν ουκ επιστεύσατε αυτώ

Mark 15:28

KJV: And the scripture was fulfilled which saith And he was numbered with the transgressors
GK: και επληρώθη η γραφή η λέγουσα και μετά ανόμων ελογίσθη

Luke 22:37

KJV: For I say unto you that this that is written must yet be accomplished in me And he was reckoned among the transgressors for the things concerning me have an end
GK: λέγω γαρ υμίν ότι έτι τούτο το γεγραμμένον δει τελεσθήναι εν εμοί το και μετά ανόμων ελογίσθη και γαρ τα περί εμού τέλος έχει

Acts 19:27

KJV: So that not only this our craft is in danger to be set at nought but also that the temple of the great goddess Diana should be despised and her magnificence should be destroyed whom all Asia and the world worshippeth
GK: ου μόνον δε τούτο κινδυνεύει ημίν το μέρος εις απελεγμόν ελθείν αλλά και το της μεγάλης θεάς Αρτέμιδος ιερόν εις ουδέν λογισθήναι μέλλειν δε και καθαιρείσθαι την μεγαλειότητα αυτής ην όλη η Ασία και η οικουμένη σέβεται

Romans 2:3

KJV: And thinkest thou this O man that judgest them which do such things and doest the same that thou shalt escape the judgment of God
GK: λογίζη δε τούτο ω άνθρωπε ο κρίνων τους τα τοιαύτα πράσσοντας και ποιών αυτά ότι συ εκφεύξη το κρίμα του θεού

Romans 2:26

KJV: Therefore if the uncircumcision keep the righteousness of the law shall not his uncircumcision be counted for circumcision
GK: εάν ούν η ακροβυστία τα δικαιώματα του νόμου φυλάσση ουχί η ακροβυστία αυτού εις περιτομήν λογισθήσεται

Romans 3:28

KJV: Therefore we conclude that a man is justified by faith without the deeds of the law
GK: λογιζόμεθα ούν πίστει δικαιούσθαι άνθρωπον χωρίς έργων νόμου

Romans 4:3

KJV: For what saith the scripture Abraham believed God and it was counted unto him for righteousness
GK: τι γαρ η γραφή λέγει επίστευσε δε Αβραάμ τω θεώ και ελογίσθη αυτώ εις δικαιοσύνην

Romans 4:4

KJV: Now to him that worketh is the reward not reckoned of grace but of debt
GK: τω δε εργαζομένω ο μισθός ου λογίζεται κατά χάριν αλλά κατά το οφείλημα

λογικός (reasonable)

[edit]

Romans 12:1

KJV: I beseech you therefore brethren by the mercies of God that ye present your bodies a living sacrifice holy acceptable unto God your reasonable service
GK: παρακαλώ ούν υμάς αδελφοί διά των οικτιρμών του θεού παραστήσαι τα σώματα υμών θυσίαν ζώσαν αγίαν ευάρεστον τω θεώ την λογικήν λατρείαν υμών

1 Peter 2:2

KJV: As newborn babes desire the sincere milk of the word that ye may grow thereby
GK: ως αρτιγέννητα βρέφη το λογικόν άδολον γάλα επιποθήσατε ίνα εν αυτώ αυξηθήτε

λόγιον (oracle)

[edit]

Acts 7:38

KJV: This is he, that was in the church in the wilderness with the angel which spake to him in the mount Sina and our fathers who received the lively oracles to give unto us
GK: ούτός εστιν ο γενόμενος εν τη εκκλησία εν τη ερήμω μετά του αγγέλου του λαλούντος αυτώ εν τω όρει Σινά και των πατέρων ημών ος εδέξατο λόγια ζώντα δούναι ημίν

Romans 3:2

KJV: Much every way chiefly because that unto them were committed the oracles of God
GK: πολύ κατά πάντα τρόπον πρώτον μεν γαρ ότι επιστεύθησαν τα λόγια του θεού

Hebrews 5:12

KJV: For when for the time ye ought to be teachers ye have need that one teach you again which the first principles of the oracles of God and are become such as have need of milk and not of strong meat
GK: και γαρ οφείλοντες είναι διδάσκαλοι διά τον χρόνον πάλιν χρείαν έχετε του διδάσκειν υμάς τίνα τα στοιχεία της αρχής των λογίων του θεού και γεγόνατε χρείαν έχοντες γάλακτος και ου στερεάς τροφής

1 Peter 4:11

KJV: If any man speak as the oracles of God if any man minister as of the ability which God giveth that God in all things may be glorified through Jesus Christ to whom be praise and dominion for ever and ever Amen
GK: ει λαλεί ως λόγια θεού ει διακονεί ως εξ ισχύος ης χορηγεί ο θεός ίνα εν πάσι δοξάζηται ο θεός διά Ιησού χριστού ω εστίν η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων αμήν

λόγιος (eloquent)

[edit]

Acts 18:24

KJV: And a certain Jew named Apollos born at Alexandria an eloquent man mighty in the scriptures came to Ephesus
GK: Ιουδαίος δε τις Απολλώς ονόματι Αλεξανδρεύς τω γένει ανήρ λόγοις κατήντησεν εις Έφεσον δυνατός ων εν ταις γραφαίς

λογισμός (imagination)

[edit]

Romans 2:15

KJV: Which shew the work of the law written in their hearts their conscience also bearing witness and thoughts the mean while accusing or else excusing one another
GK: οίτινες ενδείκνυνται το έργον του νόμου γραπτόν εν ταις καρδίαις αυτών συμμαρτυρούσης αυτών της συνειδήσεως και μεταξύ αλλήλων των λογισμών κατηγορούντων η και απολογουμένων

2 Corinthians 10:5

KJV: Casting down imaginations and every high thing that exalteth itself against the knowledge of God and bringing into captivity every thought to the obedience of Christ
GK: λογισμούς καθαιρούντες και παν ύψωμα επαιρόμενον κατά της γνώσεως του θεού και αιχμαλωτίζοντες παν νόημα εις την υπακοήν του χριστού

λογομαχέω (strive about words)

[edit]

2 Timothy 2:14

KJV: Of these things put in remembrance charging before the Lord that they strive not about words to no profit to the subverting of the hearers
GK: ταύτα υπομίμνησκε διαμαρτυρόμενος ενώπιον του κυρίου μη λογομαχείν εις ουδέν χρήσιμον επί καταστροφή των ακουόντων

λογομαχία (strife of words)

[edit]

1 Timothy 6:4

KJV: He is proud knowing nothing but doting about questions and strifes of words where of cometh envy strife railings evil surmisings
GK: τετύφωται μηδέν επιστάμενος αλλά νοσών περί ζητήσεις και λογομαχίας εξ ων γίνεται φθόνος έρις βλασφημίαι υπόνοιαι πονηραί

λόγος (account)

[edit]

Matthew 5:32

KJV: But I say unto you That whosoever shall put away his wife saving for the cause of fornication causeth her to commit adultery and whosoever shall marry her that is divorced committeth adultery
GK: εγώ δε λέγω υμίν ότι ος αν απολύση την γυναίκα αυτού παρεκτός λόγου πορνείας ποιεί αυτήν μοιχάσθαι και ος εάν απολελυμένην γαμήση μοιχάται

Matthew 5:37

KJV: But let your communication be Yea yea Nay nay for whatsoever is more than these cometh of evil
GK: έστω δε ο λόγος υμών ναι ναι ου ου το δε περισσόν τούτων εκ του πονηρού εστιν

Matthew 7:24

KJV: Therefore whosoever heareth these sayings of mine and doeth them I will liken him unto a wise man which built his house upon a rock
GK: πας ουν όστις ακούει μου τους λόγους τούτους και ποιεί αυτούς ομοιώσω αυτόν ανδρί φρονίμω όστις ωκοδόμησε την οικίαν αυτού επί την πέτραν

Matthew 7:26

KJV: And every one that heareth these sayings of mine and doeth them not shall be likened unto a foolish man which built his house upon the sand
GK: και πας ο ακούων μου τους λόγους τούτους και μη ποιών αυτούς ομοιωθήσεται ανδρί μωρώ όστις ωκοδόμησε την οικίαν αυτού επί την άμμον

Matthew 7:28

KJV: And it came to pass when Jesus had ended these sayings the people were astonished at his doctrine
GK: και εγένετο ότε συνετέλεσεν ο Ιησούς τους λόγους τούτους εξεπλήσσοντο οι όχλοι επί τη διδαχή αυτού

Matthew 8:8

KJV: The centurion answered and said Lord I am not worthy that thou shouldest come under my roof but speak the word only and my servant shall be healed
GK: και αποκριθείς ο εκατόνταρχος έφη κύριε ουκ ειμί ικανός ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης αλλά μόνον ειπέ λόγον και ιαθήσεται ο παις μου

Matthew 8:16

KJV: When the even was come they brought unto him many that were possessed with devils and he cast out the spirits with word and healed all that were sick
GK: οψίας δε γενομένης προσήνεγκαν αυτώ δαιμονιζομένους πολλούς και εξέβαλε τα πνεύματα λόγω και πάντας του κακώς έχοντας εθεράπευσεν

Matthew 10:14

KJV: And whosoever shall not receive you nor hear your words when ye depart out of that house or city shake off the dust of your feet
GK: και ος εάν μη δέξηται υμάς μηδέ ακούση τους λόγους υμών εξερχόμενοι της οικίας η της πόλεως εκείνης εκτινάξατε τον κονιορτόν των ποδών υμών

Matthew 12:32

KJV: And who soever speaketh a word against the Son of man it shall be forgiven him but who soever speaketh against the Holy Ghost it shall not be forgiven him neither in this world neither in the to come
GK: και ος εάν είπη λόγον κατά του υιού του ανθρώπου αφεθήσεται αυτώ ος δ΄ αν είπη κατά του πνεύματος του αγίου ουκ αφεθήσεται αυτώ ούτε εν τω νυν αιώνι ούτε εν τω μέλλοντι

λόγχη (spear)

[edit]

John 19:34

KJV: But one of the soldiers with a spear pierced his side and forthwith came there out blood and water
GK: αλλ΄ εις των στρατιωτών λόγχη αυτού την πλευράν ένυξε και ευθέως εξήλθεν αίμα και ύδωρ

λοιδορέω (revile)

[edit]

John 9:28

KJV: Then they reviled him and said Thou art his disciple but we are Moses’ disciples
GK: ελοιδόρησαν ουν αυτόν και είπον συ ει μαθητής εκείνου ημείς δε του Μωσέως εσμέν μαθηταί

Acts 23:4

KJV: And they that stood by said Revilest thou God’s high priest
GK: οι δε παρεστώτες είπον τον αρχιερέα του θεού λοιδορείς

1 Corinthians 4:12

KJV: And labour working with our own hands being reviled we bless being persecuted we suffer it
GK: και κοπιώμεν εργαζόμενοι ταις ιδίαις χερσί λοιδορούμενοι ευλογούμεν διωκόμενοι ανεχόμεθα

1 Peter 2:23

KJV: Who when he was reviled reviled not again when he suffered he threatened not but committed to him that judgeth righteously
GK: ος λοιδορούμενος ουκ αντελοιδόρει πάσχων ουκ ηπείλει παρεδίδου δε τω κρίνοντι δικαίως

λοιδορία (railing)

[edit]

1 Timothy 5:14

KJV: I will therefore that the younger women marry bear children guide the house give none occasion to the adversary to speak reproachfully
GK: βούλομαι ούν νεωτέρας γαμείν τεκνογονείν οικοδεσποτείν μηδεμίαν αφορμήν διδόναι τω αντικειμένω λοιδορίας χάριν

1 Peter 3:9

KJV: Not rendering evil for evil or railing for railing but contrariwise blessing knowing that ye are thereunto called that ye should inherit a blessing
GK: μη αποδιδόντες κακόν αντί κακού η λοιδορίαν αντί λοιδορίας τουναντίον δε ευλογούντες ειδότες ότι εις τούτο εκλήθητε ίνα ευλογίαν κληρονομήσητε

λοίδορος (railer)

[edit]

1 Corinthians 5:11

KJV: But now I have written unto you not to keep company if any man that is called a brother be a fornicator or covetous or an idolater or a railer or a drunkard or an extortioner with such an one no not to eat
GK: νυνί δε έγραψα υμίν μη συναναμίγνυσθαι εάν τις αδελφός ονομαζόμενος η πόρνος η πλεονέκτης η ειδωλολάτρης η λοίδορος η μέθυσος η άρπαξ τω τοιούτω μηδέ συνεσθίειν

1 Corinthians 6:10

KJV: Nor thieves nor covetous nor drunkards nor revilers nor extortioners shall inherit the kingdom of God
GK: ούτε κλέπται ούτε πλεονέκται ούτε μέθυσοι ου λοίδοροι ουχ άρπαγες βασιλείαν θεού κληρονομήσουσιν

λοιμός (pestilence(-t))

[edit]

Matthew 24:7

KJV: For nation shall rise against nation and kingdom against kingdom and there shall be famines and pestilences and earthquakes in divers places
GK: εγερθήσεται γαρ έθνος επί έθνος και βασιλεία επί βασιλείαν και έσονται λιμοί και λοιμοί και σεισμοί κατά τόπους

Luke 21:11

KJV: And great earthquakes shall be in divers places and famines and pestilences and fearful sights and great signs shall there be from heaven
GK: σεισμοί τε μεγάλοι κατά τόπους και λιμοί και λοιμοί έσονται φόβητρά τε και σημεία απ΄ ουρανού μεγάλα έσται

Acts 24:5

KJV: For we have found this man pestilent and a mover of sedition among all the Jews throughout the world and a ringleader of the sect of the Nazarenes
GK: ευρόντες γαρ τον άνδρα τούτον λοιμόν και κινούντα στάσιν πάσι τοις Ιουδαίοις τοις κατά την οικουμένην πρωτοστάτην τε της των Ναζωραίων αιρέσεως

λοιπός (other)

[edit]

Matthew 22:6

KJV: And the remnant took his servants and entreated them spitefully and slew
GK: οι δε λοιποί κρατήσαντες τους δούλους αυτού ύβρισαν και απέκτειναν

Matthew 25:11

KJV: Afterward came also the other virgins saying Lord Lord open to us
GK: ύστερον δε έρχονται και αι λοιπαί παρθένοι λέγουσαι κύριε κύριε άνοιξον ημίν

Matthew 27:49

KJV: The rest said Let be let us see whether Elias will come to save him
GK: οι δε λοιποί έλεγον άφες ίδωμεν ει έρχεται Ηλίας σώσων αυτόν

Mark 4:19

KJV: And the cares of this world and the deceitfulness of riches and the lusts of other things entering in choke the word and it becometh unfruitful
GK: και αι μέριμναι του αιώνος τούτου και η απάτη του πλούτου και αι περί τα λοιπά επιθυμίαι εισπορευόμεναι συμπνίγουσι τον λόγον και άκαρπος γίνεται

Mark 16:13

KJV: And they went and told unto the residue neither believed they them
GK: κακείνοι απελθόντες απήγγειλαν τοις λοιποίς ουδέ εκείνοις επίστευσαν

Luke 8:10

KJV: And he said Unto you it is given to know the mysteries of the kingdom of God but to others in parables that seeing they might not see and hearing they might not understand
GK: ο δε είπεν υμίν δέδοται γνώναι τα μυστήρια της βασιλείας του θεού τοις δε λοιποίς εν παραβολαίς ίνα βλέποντες μη βλέπωσι και ακούοντες μη συνιώσιν

Luke 12:26

KJV: If ye then be not able to do that thing which is least why take ye thought for the rest
GK: ει ούν ούτε ελάχιστον δύνασθε τι περί των λοιπών μεριμνάτε

Luke 18:9

KJV: And he spake this parable unto certain which trusted in themselves that they were righteous and despised others
GK: είπε δε και προς τινας τους πεποιθότας εφ΄ εαυτοίς ότι εισί δίκαιοι και εξουθενούντας τους λοιπούς την παραβολήν ταύτην

Luke 18:11

KJV: The Pharisee stood and prayed thus with himself God I thank thee that I am not as other men extortioners unjust adulterers or even as this publican
GK: ο Φαρισαίος σταθείς προς εαυτόν ταύτα προσηύχετο ο θεός ευχαριστώ σοι ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων άρπαγες άδικοι μοιχοί η και ως ούτος ο τελώνης

λοιπόν (besides)

[edit]

Matthew 26:45

KJV: Then cometh he to his disciples and saith unto them Sleep on now and take your rest behold the hour is at hand and the Son of man is betrayed into the hands of sinners
GK: τότε έρχεται προς τους μαθητάς αυτού και λέγει αυτοίς καθεύδετε το λοιπόν και αναπαύεσθε ιδού ήγγικεν η ώρα και ο υιός του ανθρώπου παραδίδοται εις χείρας αμαρτωλών

Mark 14:41

KJV: And he cometh the third time and saith unto them Sleep on now and take rest it is enough the hour is come behold the Son of man is betrayed into the hands of sinners
GK: και έρχεται το τρίτον και λέγει αυτοίς καθεύδετε το λοιπόν και αναπαύεσθε απέχει ήλθεν η ώρα ιδού παραδίδοται ο υιός του ανθρώπου εις τας χείρας των αμαρτωλών

Acts 27:20

KJV: And when neither sun nor stars in many days appeared and no small tempest lay on all hope that we should be saved was then taken away
GK: μήτε δε ηλίου μήτε άστρων επιφαινόντων επί πλείονας ημέρας χείμωνός τε ουκ ολίγου επικειμένου λοιπόν περιηρείτο πάσα ελπίς του σώζεσθαι ημάς

1 Corinthians 1:16

KJV: And I baptized also the household of Stephanas besides I know not whether I baptized any other
GK: εβάπτισα δε και τον Στεφανά οίκον λοιπόν ουκ οίδα ει άλλον εβάπτισα

1 Corinthians 4:2

KJV: Moreover it is required in stewards that a man be found faithful
GK: ο δε λοιπόν ζητείται εν τοις οικονόμοις ίνα πιστός τις ευρεθή

1 Corinthians 7:29

KJV: But this I say brethren the time short it remaineth that both they that have wives be as though they had none
GK: τούτο δε φημι αδελφοί ο καιρός συνεσταλμένος το λοιπόν εστιν ίνα και οι έχοντες γυναίκας ως μη έχοντες ώσι

2 Corinthians 13:11

KJV: Finally brethren farewell Be perfect be of good comfort be of one mind live in peace and the God of love and peace shall be with you
GK: λοιπόν αδελφοί χαίρετε καταρτίζεσθε παρακαλείσθε το αυτό φρονείτε ειρηνεύετε και ο θεός της αγάπης και ειρήνης έσται μεθ΄ υμών

Ephesians 6:10

KJV: Finally my brethren be strong in the Lord and in the power of his might
GK: το λοιπόν αδελφοί μου ενδυναμούσθε εν κυρίω και εν τω κράτει της ισχύος αυτού

Philippians 3:1

KJV: Finally my brethren rejoice in the Lord To write the same things to you to me indeed not grievous but for you safe
GK: το λοιπόν αδελφοί μου χαίρετε εν κυρίω τα αυτά γράφειν υμίν εμοί μεν ουκ οκνηρόν υμίν δε ασφαλές

λοιποῦ (from henceforth)

[edit]

Galatians 6:17

KJV: From henceforth let no man trouble me for I bear in my body the marks of the Lord Jesus
GK: του λοιπού κόπους μοι μηδείς παρεχέτω εγώ γαρ τα στίγματα του κυρίου Ιησού εν τω σώματί μου βαστάζω

Λουκᾶς (Lucas)

[edit]

Colossians 4:14

KJV: Luke the beloved physician and Demas greet you
GK: ασπάζεται υμάς Λουκάς ο ιατρός ο αγαπητός και Δημάς

2 Timothy 4:11

KJV: Only Luke is with me Take Mark and bring with thee for he is profitable to me for the ministry
GK: Λουκάς εστί μόνος μετ΄ εμού Μάρκον αναλαβών άγε μετά σεαυτού έστι γαρ μοι εύχρηστος εις διακονίαν

Philemon 1:24

KJV: Marcus Aristarchus Demas Lucas my fellowlabourers
GK: Μάρκος Αρίσταρχος Δημάς Λουκάς οι συνεργοί μου

Λούκιος (Lucius)

[edit]

Acts 13:1

KJV: Now there were in the church that was at Antioch certain prophets and teachers as Barnabas and Simeon that was called Niger and Lucius of Cyrene and Manaen which had been brought up with Herod the tetrarch and Saul
GK: ήσαν δε τινες εν Αντιοχεία κατά την ούσαν εκκλησίαν προφήται και διδάσκαλοι ο τε Βαρνάβας και Συμεών ο καλούμενος Νίγερ και Λούκιος ο Κυρηναίος Μαναήν Ηρώδου του τετράρχου σύντροφος και Σαύλος

Romans 16:21

KJV: Timotheus my workfellow and Lucius and Jason and Sosipater my kinsmen salute you
GK: ασπάζονται υμάς Τιμόθεος ο συνεργός μου και Λούκιος και Ιάσων και Σωσίπατρος οι συγγενείς μου

λουτρόν (washing)

[edit]

Ephesians 5:26

KJV: That he might sanctify and cleanse it with the washing of water by the word
GK: ίνα αυτήν αγιάση καθαρίσας τω λουτρώ του ύδατος εν ρήματι

Titus 3:5

KJV: Not by works of righteousness which we have done but according to his mercy he saved us by the washing of regeneration and renewing of the Holy Ghost
GK: ουκ εξ έργων των εν δικαιοσύνη ων εποιήσαμεν ημείς αλλά κατά τον αυτού έλεον έσωσεν ημάς διά λουτρού παλιγγενεσίας και ανακαινώσεως πνεύματος αγίου

λούω (wash)

[edit]

John 13:10

KJV: Jesus saith to him He that is washed needeth not save to wash feet but is clean every whit and ye are clean but not all
GK: λέγει αυτώ ο Ιησούς ο λελουμένος ου χρείαν έχει η τους πόδας νίψασθαι αλλ΄ εστι καθαρός όλος και υμείς καθαροί εστε αλλ΄ ουχί πάντες

Acts 9:37

KJV: And it came to pass in those days that she was sick and died whom when they had washed they laid her in an upper chamber
GK: εγένετο δε εν ταις ημέραις εκείναις ασθενήσασαν αυτήν αποθανείν λούσαντες δε αυτήν έθηκαν εν υπερώω

Acts 16:33

KJV: And he took them the same hour of the night and washed stripes and was baptized he and all his straightway
GK: και παραλαβών αυτούς εν εκείνη τη ώρα της νυκτός έλουσεν από των πληγών και εβαπτίσθη αυτός και οι αυτού πάντες παραχρήμα

Hebrews 10:22

KJV: Let us draw near with a true heart in full assurance of faith having our hearts sprinkled from an evil conscience and our bodies washed with pure water
GK: προσερχώμεθα μετά αληθινής καρδίας εν πληροφορία πίστεως ερραντισμένοι τας καρδίας από συνειδήσεως πονηράς και λελουμένοι το σώμα ύδατι καθάρω

2 Peter 2:22

KJV: But it is happened unto them according to the true proverb The dog turned to his own vomit again and the sow that was washed to her wallowing in the mire
GK: συμβέβηκε δε αυτοίς το της αληθούς παροιμίας κύων επιστρέψας επί το ίδιον εξέραμα και υς λουσαμένη εις κύλισμα βορβόρου

Revelation 1:5

KJV: And from Jesus Christ the faithful witness the first begotten of the dead and the prince of the kings of the earth Unto him that loved us and washed us from our sins in his own blood
GK: και από Ιησού χριστού ο μάρτυς ο πιστός ο πρωτοτόκος των νεκρών και ο άρχων των βασιλέων της γης τω αγαπήσαντι ημάς και λούσαντι ημάς από των αμαρτιών ημών εν τω αίματι αυτού

Λύδδα (Lydda)

[edit]

Acts 9:32

KJV: And it came to pass as Peter passed throughout all he came down also to the saints which dwelt at Lydda
GK: εγένετο δε Πέτρον διερχόμενον διά πάντων κατελθείν και προς τους αγίους τους κατοικούντας Λύδδαν

Acts 9:35

KJV: And all that dwelt at Lydda and Saron saw him and turned to the Lord
GK: και είδον αυτόν πάντες οι κατοικούντες Λύδαν και τον Σαρωναν οίτινες επέστρεψαν επί τον κύριον

Acts 9:38

KJV: And forasmuch as Lydda was nigh to Joppa and the disciples had heard that Peter was there they sent unto him two men desiring that he would not delay to come to them
GK: εγγύς δε ούσης Λύδδης τη Ιόππη οι μαθηταί ακούσαντες ότι Πέτρος εστίν εν αυτή απέστειλαν δύο ανδρας προς αυτόν παρακαλούντες μη οκνήσαι διελθείν έως αυτών

Λυδία (Lydia)

[edit]

Acts 16:14

KJV: And a certain woman named Lydia a seller of purple of the city of Thyatira which worshipped God heard whose heart the Lord opened that she attended unto the things which were spoken of Paul
GK: και τις γυνή ονόματι Λυδία πορφυρόπωλις πόλεως Θυατείρων σεβομένη τον θεόν ήκουεν ης ο κύριος διήνοιξε την καρδίαν προσέχειν τοις λαλουμένοις υπό του Παύλου

Acts 16:40

KJV: And they went out of the prison and entered into Lydia and when they had seen the brethren they comforted them and departed
GK: εξελθόντες δε εκ της φυλακής εισήλθον προς την Λυδίαν και ιδόντες τους αδελφούς παρεκάλεσαν αυτούς και εξήλθον

Λυκαονία (Lycaonia)

[edit]

Acts 14:6

KJV: They were ware of and fled unto Lystra and Derbe cities of Lycaonia and unto the region that lieth round about
GK: συνιδόντες κατέφυγον εις τας πόλεις της Λυκαονίας Λύστραν και Δέρβην και την περίχωρον

Λυκαονιστί (in the speech of Lycaonia)

[edit]

Acts 14:11

KJV: And when the people saw what Paul had done they lifted up their voices saying in the speech of Lycaonia The gods are come down to us in the likeness of men
GK: οι δε όχλοι ιδόντες ο εποίησεν ο Παύλος επήραν την φωνήν αυτών Λυκαονιστί λέγοντες οι θεοί ομοιωθέντες ανθρώποις κατέβησαν προς ημάς

Λυκία (Lycia)

[edit]

Acts 27:5

KJV: And when we had sailed over the sea of Cilicia and Pamphylia we came to Myra of Lycia
GK: το τε πέλαγος το κατά την Κιλικίαν και Παμφυλίαν διαπλεύσαντες κατήλθομεν εις Μύρα της Λυκίας

λύκος (wolf)

[edit]

Matthew 7:15

KJV: Beware of false prophets which come to you in sheep’s clothing but inwardly they are ravening wolves
GK: προσέχετε δε από των ψευδοπροφητών οίτινες έρχονται προς υμάς εν ενδύμασι προβάτων έσωθεν δε εισι λύκοι άρπαγες

Matthew 10:16

KJV: Behold I send you forth as sheep in the midst of wolves be ye therefore wise as serpents and harmless as doves
GK: ιδού εγώ αποστέλλω υμάς ως πρόβατα εν μέσω λύκων γίνεσθε ουν φρόνιμοι ως οι όφεις και ακέραιοι ως αι περιστεραί

Luke 10:3

KJV: Go your ways behold I send you forth as lambs among wolves
GK: υπάγετε ιδού εγώ αποστέλλω υμάς ως άρνας εν μέσω λύκων

John 10:12

KJV: But he that is an hireling and not the shepherd whose own the sheep are not seeth the wolf coming and leaveth the sheep and fleeth and the wolf catcheth them and scattereth the sheep
GK: ο μισθωτός δε και ουκ ων ποιμήν ου ουκ εισί τα πρόβατα ίδια θεωρεί τον λύκον ερχόμενον και αφίησι τα πρόβατα και φεύγει και ο λύκος αρπάζει αυτά και σκορπίζει τα πρόβατα

Acts 20:29

KJV: For I know this that after my departing shall grievous wolves enter in among you not sparing the flock
GK: εγώ γαρ οίδα τούτο ότι εισελεύσονται μετά την άφιξίν μου λύκοι βαρείς εις υμάς μη φειδόμενοι του ποιμνίου

λυμαίνομαι (make havock of)

[edit]

Acts 8:3

KJV: As for Saul he made havock of the church entering into every house and haling men and women committed to prison
GK: Σαύλος δε ελυμαίνετο την εκκλησίαν κατά τους οίκους εισπορευόμενος σύρων τε άνδρας και γυναίκας παρεδίδου εις φυλακήν

λυπέω (cause grief)

[edit]

Matthew 14:9

KJV: And the king was sorry nevertheless for the oath’s sake and them which sat with him at meat he commanded to be given
GK: και ελυπήθη ο βασιλεύς διά δε τους όρκους και τους συνανακειμένους εκέλευσεν δοθήναι

Matthew 17:23

KJV: And they shall kill him and the third day he shall be raised again And they were exceeding sorry
GK: και αποκτενούσιν αυτόν και τη τρίτη ημέρα εγερθήσεται και ελυπήθησαν σφόδρα

Matthew 18:31

KJV: So when his fellowservants saw what was done they were very sorry and came and told unto their lord all that was done
GK: ιδόντες δε οι σύνδουλοι αυτού τα γενόμενα ελυπήθησαν σφόδρα και ελθόντες διεσάφησαν τω κυρίω αυτών πάντα τα γενόμενα

Matthew 19:22

KJV: But when the young man heard that saying he went away sorrowful for he had great possessions
GK: ακούσας δε ο νεανίσκος τον λόγον απήλθε λυπούμενος ην γαρ έχων κτήματα πολλά

Matthew 26:22

KJV: And they were exceeding sorrowful and began every one of them to say unto him Lord is it I
GK: και λυπούμενοι σφόδρα ήρξαντο λέγειν αυτώ έκαστος αυτών μήτι εγώ ειμι κύριε

Matthew 26:37

KJV: And he took with him Peter and the two sons of Zebedee and began to be sorrowful and very heavy
GK: και παραλαβών τον Πέτρον και τους δύο υιούς Ζεβεδαίου ήρξατο λυπείσθαι και αδημονείν

Mark 10:22

KJV: And he was sad at that saying and went away grieved for he had great possessions
GK: ο δε στυγνάσας επί τω λόγω απήλθεν λυπούμενος ην γαρ έχων κτήματα πολλά

Mark 14:19

KJV: And they began to be sorrowful and to say unto him one by one it I and another it I
GK: οι δε ήρξαντο λυπείσθαι και λέγειν αυτώ εις καθ΄ εις μη τι εγώ και άλλος μη τι εγώ

John 16:20

KJV: Verily verily I say unto you That ye shall weep and lament but the world shall rejoice and ye shall be sorrowful but your sorrow shall be turned into joy
GK: αμήν αμήν λέγω υμίν ότι κλαύσετε και θρηνήσετε υμείς ο δε κόσμος χαρήσεται υμείς δε λυπηθήσεσθε αλλ΄ λύπη υμών εις χαράν γενήσεται

λύπη (grief)

[edit]

Luke 22:45

KJV: And when he rose up from prayer and was come to his disciples he found them sleeping for sorrow
GK: και αναστάς από της προσευχής ελθών προς τους μαθητάς αυτού εύρεν αυτούς κοιμωμένους από της λύπης

John 16:6

KJV: But because I have said these things unto you sorrow hath filled your heart
GK: αλλ΄ ότι ταύτα λελάληκα υμίν η λύπη πεπλήρωκεν υμών την καρδίαν

John 16:20

KJV: Verily verily I say unto you That ye shall weep and lament but the world shall rejoice and ye shall be sorrowful but your sorrow shall be turned into joy
GK: αμήν αμήν λέγω υμίν ότι κλαύσετε και θρηνήσετε υμείς ο δε κόσμος χαρήσεται υμείς δε λυπηθήσεσθε αλλ΄ λύπη υμών εις χαράν γενήσεται

John 16:21

KJV: A woman when she is in travail hath sorrow because her hour is come but as soon as she is delivered of the child she remembereth no more the anguish for joy that a man is born into the world
GK: η γυνή όταν τίκτη λύπην έχει ότι ήλθεν η ώρα αυτής όταν δε γεννήση το παιδίον ουκέτι μνημονεύει της θλίψεως διά την χαράν ότι εγεννήθη άνθρωπος εις τον κόσμον

John 16:22

KJV: And ye now therefore have sorrow but I will see you again and your heart shall rejoice and your joy no man taketh from you
GK: και υμείς ούν λύπην μεν νυν έχετε πάλιν δε όψομαι υμάς και χαρήσεται υμών η καρδία και την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ΄ υμών

Romans 9:2

KJV: That I have great heaviness and continual sorrow in my heart
GK: ότι λύπη μοι εστί μεγάλη και αδιάλειπτος οδύνη τη καρδία μου

2 Corinthians 2:1

KJV: But I determined this with myself that I would not come again to you in heaviness
GK: έκρινα δε εμαυτώ τούτο το μη πάλιν ελθείν εν λύπη προς υμάς

2 Corinthians 2:3

KJV: And I wrote this same unto you lest when I came I should have sorrow from them of whom I ought to rejoice having confidence in you all that my joy is of you all
GK: και έγραψα υμίν τούτο αυτό ίνα μη ελθών λύπην έχω αφ΄ ων έδει με χαίρειν πεποιθώς επί πάντας υμάς ότι η εμή χαρά πάντων υμών εστιν

2 Corinthians 2:7

KJV: So that contrariwise ye rather to forgive and comfort lest perhaps such a one should be swallowed up with overmuch sorrow
GK: ώστε τουναντίον μάλλον υμάς χαρίσασθαι και παρακαλέσαι μήπως τη περισσοτέρα λύπη καταποθή ο τοιούτος

Λυσανίας (Lysanias)

[edit]

Luke 3:1

KJV: Now in the fifteenth year of the reign of Tiberius Cæsar Pontius Pilate being governor of Judæa and Herod being tetrarch of Galilee and his brother Philip tetrarch of Ituraea and of the region of Trachonitis and Lysanias the tetrarch of Abilene
GK: εν έτει δε πεντεκαιδεκάτω της ηγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος ηγεμονεύοντος Ποντίου Πιλάτου της Ιουδαίας και τετραρχούντος της Γαλιλαίας Ηρώδου Φιλίππου δε του αδελφού αυτού τετραρχούντος της Ιτουραίας και Τραχωνίτιδος χώρας και Λυσανίου της Αβιληνής τετραρχούντος

Λυσίας (Lysias)

[edit]

Acts 23:26

KJV: Claudius Lysias unto the most excellent governor Felix greeting
GK: Κλαύδιος Λυσίας τω κρατίστω ηγεμόνι Φήλικι χαίρειν

Acts 24:7

KJV: But the chief captain Lysias came and with great violence took away out of our hands
GK: παρελθών δε Λυσίας ο χιλίαρχος πολής βίας εκ των χειρών ημών απήγαγε

Acts 24:22

KJV: And Felix heard these things having more perfect knowledge of way deferred them and said When Lysias the chief captain shall come down I will know the uttermost of your matter
GK: ακούσας δε ταύτα ο Φήλιξ ανεβάλετο αυτούς ακριβέστερον ειδώς τα περί της οδού ειπών όταν Λυσίας ο χιλίαρχος καταβή διαγνώσομαι τα καθ΄ υμάς

λύσις (to be loosed)

[edit]

1 Corinthians 7:27

KJV: Art thou bound unto a wife seek not to be loosed Art thou loosed from a wife seek not a wife
GK: δέδεσαι γυναικί μη ζήτει λύσιν λέλυσαι από γυναικός μη ζήτει γυναίκα

λυσιτελέω (it is better)

[edit]

Luke 17:2

KJV: It were better for him that a millstone were hanged about his neck and he cast into the sea than that he should offend one of these little ones
GK: λυσιτελεί αυτώ ει μύλος ονικός περίκειται περί τον τράχηλον αυτού και έρριπται εις την θάλασσαν η ίνα σκανδαλίση ένα των μικρών τούτων

Λύστρα (Lystra)

[edit]

Acts 14:6

KJV: They were ware of and fled unto Lystra and Derbe cities of Lycaonia and unto the region that lieth round about
GK: συνιδόντες κατέφυγον εις τας πόλεις της Λυκαονίας Λύστραν και Δέρβην και την περίχωρον

Acts 14:8

KJV: And there sat a certain man at Lystra impotent in his feet being a cripple from his mother’s womb who never had walked
GK: και τις ανήρ εν Λύστροις αδύνατος τοις ποσίν εκάθητο χωλός εκ κοιλίας μητρός αυτού υπάρχων ος ουδέποτε περιπεπατήκει

Acts 14:21

KJV: And when they had preached the gospel to that city and had taught many they returned again to Lystra and Iconium and Antioch
GK: ευαγγελισάμενοί τε την πόλιν εκείνην και μαθητεύσαντες ικανούς υπέστρεψαν εις την Λύστραν και Ικόνιον και Αντιόχειαν

Acts 16:1

KJV: Then came he to Derbe and Lystra and behold a certain disciple was there named Timotheus the son of a certain woman which was a Jewess and believed but his father a Greek
GK: κατήντησε δε εις Δέρβην και Λύστραν και ιδού μαθητής τις ην εκεί ονόματι Τιμόθεος υιός γυναικός τινος Ιουδαίας πιστής πατρός δε Έλληνος

Acts 16:2

KJV: Which was well reported of by the brethren that were at Lystra and Iconium
GK: ος εμαρτυρείτο υπό των εν Λύστροις και Ικονίω αδελφών

2 Timothy 3:11

KJV: Persecutions afflictions which came unto me at Antioch at Iconium at Lystra what persecutions I endured but out of all the Lord delivered me
GK: τοις διωγμοίς τοις παθήμασιν οίά μοι εγένετο εν Αντιοχεία εν Ικονίω εν Λύστροις οίους διωγμούς υπήνεγκα και εκ πάντων με ερρύσατο ο κύριος

λύτρον (ransom)

[edit]

Matthew 20:28

KJV: Even as the Son of man came not to be ministered unto but to minister and to give his life a ransom for many
GK: ώσπερ ο υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών

Mark 10:45

KJV: For even the Son of man came not to be ministered unto but to minister and to give his life a ransom for many
GK: και γαρ ο υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών

λυτρόω (redeem)

[edit]

Luke 24:21

KJV: But we trusted that it had been he which should have redeemed Israel and beside all this to day is the third day since these things were done
GK: ημείς δε ηλπίζομεν ότι αυτός εστιν ο μέλλων λυτρούσθαι τον Ισραήλ αλλά γε συν πάσι τούτοις τρίτην ταύτην ημέραν άγει σήμερον αφ΄ ου ταύτα εγένετο

Titus 2:14

KJV: Who gave himself for us that he might redeem us from all iniquity and purify unto himself a peculiar people zealous of good works
GK: ος έδωκεν εαυτόν υπέρ ημών ίνα λυτρώσηται ημάς από πάσης ανομίας και καθαρίση εαυτώ λαόν περιούσιον ζηλωτήν καλών έργων

1 Peter 1:18

KJV: Forasmuch as ye know that ye were not redeemed with corruptible things silver and gold from your vain conversation by tradition from your fathers
GK: ειδότες ότι ου φθαρτοίς αργυρίω η χρυσίω ελυτρώθητε εκ της ματαίας υμών αναστροφής πατροπαραδότου

λύτρωσις (+ redeemed)

[edit]

Luke 1:68

KJV: Blessed the Lord God for he hath visited and redeemed his people
GK: ευλογητός κύριος ο θεός του Ισραήλ ότι επεσκέψατο και εποίησε λύτρωσιν τω λαώ αυτού

Luke 2:38

KJV: And she coming in that instant gave thanks likewise unto the Lord and spake of him to all them that looked for redemption in Jerusalem
GK: και αύτη αυτή τη ώρα επιστάσα ανθωμολογείτο τω κυρίω και ελάλει περί αυτού πάσι τοις προσδεχομένοις λύτρωσιν εν Ιερουσαλήμ

Hebrews 9:12

KJV: Neither by the blood of goats and calves but by his own blood he entered in once into the holy place having obtained eternal redemption
GK: ουδέ δι΄ αίματος τράγων και μόσχων διά δε του ιδίου αίματος εισήλθεν εφάπαξ εις τα άγια αιωνίαν λύτρωσιν ευράμενος

λυτρωτής (deliverer)

[edit]

Acts 7:35

KJV: This Moses whom they refused saying Who made thee a ruler and a judge the same did God send a ruler and a deliverer by the hand of the angel which appeared to him in the bush
GK: τούτον τον Μωϋσήν ον ηρνήσαντο ειπόντες τις σε κατέστησεν άρχοντα και δικαστήν τούτον ο θεός άρχοντα και λυτρωτήν απέστειλεν εν χειρί αγγέλου του οφθέντος αυτώ εν τη βάτω

λυχνία (candlestick)

[edit]

Matthew 5:15

KJV: Neither light a candle and put it under a bushel but on a candlestick and it giveth light unto all that are in the house
GK: ουδέ καίουσι λύχνον και τιθέασιν αυτόν υπό τον μόδιον αλλ΄ επί την λυχνίαν και λάμπει πάσι τοις εν τη οικία

Mark 4:21

KJV: And he said unto them Is a candle brought to be put under bushel or under a bed and not to be set on a candlestick
GK: και έλεγεν αυτοίς μήτι ο λύχνος έρχεται ίνα υπό τον μόδιον τεθή η υπό την κλίνην ουχ ίνα επί την λυχνίαν επιτεθή

Luke 8:16

KJV: No man when he hath lighted a candle covereth it with a vessel or putteth under a bed but setteth on a candlestick that they which enter in may see the light
GK: ουδείς δε λύχνον άψας καλύπτει αυτόν σκεύει η υποκάτω κλίνης τίθησιν αλλ΄ επί λυχνίας επιτίθησιν ίνα οι εισπορευόμενοι βλέπωσι το φως

Luke 11:33

KJV: No man when he hath lighted a candle putteth in a secret place neither under a bushel but on a candlestick that they which come in may see the light
GK: ουδείς δε λύχνον άψας εις κρυπτόν τίθησιν ουδέ υπό τον μόδιον αλλ΄ επί την λυχνίαν ίνα οι εισπορευόμενοι το φέγγος βλέπωσιν

Hebrews 9:2

KJV: For there was a tabernacle made the first where in the candlestick and the table and the shewbread which is called the sanctuary
GK: σκηνή γαρ κατεσκευάσθη η πρώτη εν η η τε λυχνία και η τράπεζα και η πρόθεσις των άρτων ήτις λέγεται άγια

Revelation 1:12

KJV: And I turned to see the voice that spake with me And being turned I saw seven candlesticks
GK: και εκει επέστρεψα βλέπειν την φωνήν ήτις ελαλει μετ΄ εμού και επιστρέψας ειδον επτά λυχνίας χρυσάς

Revelation 1:13

KJV: And in the midst of the seven candlesticks like unto the Son of man clothed with a garment down to the foot and girt about the paps with a golden girdle
GK: και εν μέσω των επτά λυχνιών όμοιον υιώ ανθρώπου ενδεδυμένον ποδήρη και περιεζωσμένον προς τοις μαστοίς ζώνην χρυσήν

Revelation 1:20

KJV: The mystery of the seven stars which thou sawest in my right hand and the seven golden candlesticks The seven stars are the angels of the seven churches and the seven candlesticks which thou sawest are the seven churches
GK: το μυστήριον των επτά αστέρων ων είδες επί της δεξιάς μου και τας επτά λυχνίας τας χρυσάς οι επτά αστέρες άγγελοι των επτά εκκλησιών εισί και αι επτά λυχνίαι ας είδες επτά εκκλησίαι εισί

Revelation 2:1

KJV: Unto the angel of the church of Ephesus write These things saith he that holdeth the seven stars in his right hand who walketh in the midst of the seven golden candlesticks
GK: τω αγγέλω της εκκλησίας Εφέσω γράψον τάδε λέγει ο κρατών τους επτά αστέρας εν τη δεξιά αυτού ο περιπατών εν μέσω των επτά λυχνιών των χρυσών

λύχνος (candle)

[edit]

Matthew 5:15

KJV: Neither light a candle and put it under a bushel but on a candlestick and it giveth light unto all that are in the house
GK: ουδέ καίουσι λύχνον και τιθέασιν αυτόν υπό τον μόδιον αλλ΄ επί την λυχνίαν και λάμπει πάσι τοις εν τη οικία

Matthew 6:22

KJV: The light of the body is the eye if therefore thine eye be single thy whole body shall be full of light
GK: ο λύχνος του σώματός εστιν ο οφθαλμός εάν ουν ο οφθαλμός σου απλούς η όλον το σώμά σου φωτεινόν έσται

Mark 4:21

KJV: And he said unto them Is a candle brought to be put under bushel or under a bed and not to be set on a candlestick
GK: και έλεγεν αυτοίς μήτι ο λύχνος έρχεται ίνα υπό τον μόδιον τεθή η υπό την κλίνην ουχ ίνα επί την λυχνίαν επιτεθή

Luke 8:16

KJV: No man when he hath lighted a candle covereth it with a vessel or putteth under a bed but setteth on a candlestick that they which enter in may see the light
GK: ουδείς δε λύχνον άψας καλύπτει αυτόν σκεύει η υποκάτω κλίνης τίθησιν αλλ΄ επί λυχνίας επιτίθησιν ίνα οι εισπορευόμενοι βλέπωσι το φως

Luke 11:33

KJV: No man when he hath lighted a candle putteth in a secret place neither under a bushel but on a candlestick that they which come in may see the light
GK: ουδείς δε λύχνον άψας εις κρυπτόν τίθησιν ουδέ υπό τον μόδιον αλλ΄ επί την λυχνίαν ίνα οι εισπορευόμενοι το φέγγος βλέπωσιν

Luke 11:34

KJV: The light of the body is the eye therefore when thine eye is single thy whole body also is full of light but when is evil thy body also full of darkness
GK: ο λύχνος του σώματός εστιν ο οφθαλμός όταν ούν ο οφθαλμός σου απλούς η και όλον το σώμά σου φωτεινόν εστιν επάν δε πονηρός η και το σώμά σου σκοτεινόν

Luke 11:36

KJV: If thy whole body therefore full of light having no part dark the whole shall be full of light as when the bright shining of a candle doth give thee light
GK: ει ούν το σώμά σου όλον φωτεινόν μη έχον τι μέρος σκοτεινόν έσται φωτεινόν όλον ως όταν ο λύχνος τη αστραπή φωτίζη σε

Luke 12:35

KJV: Let your loins be girded about and lights burning
GK: έστωσαν υμών αι οσφύες περιεζωσμέναι και οι λύχνοι καιόμενοι

Luke 15:8

KJV: Either what woman having ten pieces of silver if she lose one piece doth not light a candle and sweep the house and seek diligently till she find
GK: η τις γυνή δραχμάς έχουσα δέκα εάν απολέση δραχμήν μίαν ουχί άπτει λύχνον και σαροί την οικίαν και ζητεί επιμελώς έως ότου εύρη

λύω (break (up))

[edit]

Matthew 5:19

KJV: Whosoever therefore shall break one of these least commandments and shall teach men so shall be called the least in the kingdom of heaven but whosoever shall do and teach the same shall be called great in the kingdom of heaven
GK: ος εάν ουν λύση μίαν των εντολών τούτων των ελαχίστων και διδάξη ούτως τους ανθρώπους ελάχιστος κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών ος δ΄ αν ποιήση και διδάξη ούτος μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών

Matthew 16:19

KJV: And I will give unto thee the keys of the kingdom of heaven and whatsoever thou shalt bind on earth shall be bound in heaven and whatsoever thou shalt loose on earth shall be loosed in heaven
GK: και δώσω σοι τας κλείς της βασιλείας των ουρανών και ο εάν δήσης επί της γης έσται δεδεμένον εν τοις ουρανοίς και ο εάν λύσης επί της γης έσται λελυμένον εν τοις ουρανοίς

Matthew 18:18

KJV: Verily I say unto you Whatsoever ye shall bind on earth shall be bound in heaven and whatsoever ye shall loose on earth shall be loosed in heaven
GK: αμήν λέγω υμίν όσα εάν δήσητε επί της γης έσται δεδεμένα εν τω ουρανώ και όσα εάν λύσητε επί της γης έσται λελυμένα εν τω ουρανώ

Matthew 21:2

KJV: Saying unto them Go into the village over against you and straightway ye shall find an ass tied and a colt with her loose and bring unto me
GK: λέγων αυτοίς πορεύθητε εις την κώμην την απέναντι υμών και ευθέως ευρήσετε όνον δεδεμένην και πώλον μετ΄ αυτής λύσαντες αγάγετέ μοι

Mark 1:7

KJV: And preached saying There cometh one mightier than I after me the latchet of whose shoes I am not worthy to stoop down and unloose
GK: και εκήρυσσε λέγων έρχεται ο ισχυρότερός μου οπίσω μου ου ουκ ειμί ικανός κύψας λύσαι τον ιμάντα των υποδημάτων αυτού

Mark 7:35

KJV: And straightway his ears were opened and the string of his tongue was loosed and he spake plain
GK: και ευθέως διηνοίχθησαν αυτού αι ακοαί και ελύθη ο δεσμός της γλώσσης αυτού και ελάλει ορθώς

Mark 11:2

KJV: And saith unto them Go your way into the village over against you and as soon as ye be entered into it ye shall find a colt tied whereon never man sat loose him and bring
GK: και λέγει αυτοίς υπάγετε εις την κώμην κατέναντι υμών και ευθέως εισπορευόμενοι εις αυτή ευρήσετε πώλον δεδεμένον εφ΄ ον ουδείς ανθρώπων κεκάθικε λύσαντες αυτόν αγάγετε

Mark 11:4

KJV: And they went their way and found the colt tied by the door without in a place where two ways met and they loose him
GK: απήλθον δε και εύρον τον πώλον δεδεμένον προς την θύραν έξω επί του αμφόδου και λύουσιν αυτόν

Mark 11:5

KJV: And certain of them that stood there said unto them What do ye loosing the colt
GK: και τινες των εκεί εστηκότων έλεγον αυτοίς τι ποιείτε λύοντες τον πώλον

Λωΐς (Lois)

[edit]

2 Timothy 1:5

KJV: When I call to remembrance the unfeigned faith that is in thee which dwelt first in thy grandmother Lois and thy mother Eunice and I am persuaded that in thee also
GK: υπόμνησιν λαμβάνων της εν σοι ανυποκρίτου πίστεως ήτις ενώκησε πρώτον εν τη μάμμη σου Λωϊδι και τη μητρί σου Ευνίκη πέπεισμαι δε ότι και εν σοι

Λώτ (Lot)

[edit]

Luke 17:28

KJV: Likewise also as it was in the days of Lot they did eat they drank they bought they sold they planted they builded
GK: ομοίως και ως εγένετο εν ταις ημέραις Λωτ ήσθιον έπινον ηγόραζον επώλουν εφύτευον ωκοδόμουν

Luke 17:29

KJV: But the same day that Lot went out of Sodom it rained fire and brimstone from heaven and destroyed all
GK: η δε ημέρα εξήλθε Λωτ από Σοδόμων έβρεξε πυρ και θείον απ΄ ουρανού και απώλεσεν άπαντας

Luke 17:32

KJV: Remember Lot’s wife
GK: μνημονεύετε της γυναικός Λωτ

2 Peter 2:7

KJV: And delivered just Lot vexed with the filthy conversation of the wicked
GK: και δίκαιον Λωτ καταπονούμενον υπό της των αθέσμων εν ασελγεία αναστροφής ερρύσατο